Αναπηρία
From Wikipedia, the free encyclopedia
Αναπηρία είναι η κατάσταση ενός ατόμου η οποία έχει ως αποτέλεσμα να είναι δυσκολότερο για αυτό να προβεί σε κάποιες δραστηριότητες ή να έχει ισότιμη προσβασιμότητα μέσα σε μια κοινωνία. Οι αναπηρίες μπορεί να είναι νοητικές, αναπτυξιακές, σωματικές, κινητικές, αισθητηριακές, ή και συνδυασμός των προηγουμένων. Ορισμένες φορές είναι γενετήσιες ενώ άλλες φορές αποκτούνται στη διάρκεια της ζωής ενός ανθρώπου. Στο παρελθόν, οι αναπηρίες αναγνωρίζονταν μόνο με βάση ένα στενό εύρος κριτηρίων - ωστόσο, οι αναπηρίες δεν είναι δυαδικές και μπορούν να εμφανίζονται με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε κάθε άτομο. Οι αναπηρίες μπορούν να είναι ορατές ή αόρατες.
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Στην Ελλάδα, για τα άτομα με αναπηρία χρησιμοποιείται επισήμως το ακρωνύμιο ΑμεΑ, ως αντικατάσταση του πλέον παρωχημένου όρου «Άτομα με Αναπηρία».[1][2]
Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία ορίζει τα άτομα με αναπηρία ως:
άτομα με μακροχρόνιες σωματικές, νοητικές, πνευματικές ή αισθητηριακές βλάβες, οι οποίες σε αλληλεπίδραση με διάφορα εμπόδια δύνανται να παρεμποδίσουν την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή τους στην κοινωνία σε ίση βάση με τους άλλους.[3]
Υπολογίζεται ότι 87 εκατομμύρια άτομα στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν κάποια μορφή αναπηρίας. Πολλά άτομα με αναπηρία στην Ευρώπη και σε άλλες ηπείρους δεν έχουν τις ίδιες ευκαιρίες στη ζωή με τα άλλα άτομα. Τα σχολεία ή οι χώροι εργασίας, οι υποδομές, τα προϊόντα, οι υπηρεσίες και οι πληροφορίες δεν είναι όλα προσβάσιμα στα άτομα με αναπηρία. Επίσης, μπορεί να τους φέρονται άσχημα ή άδικα.