Ασβέστης
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο όρος ασβέστης (ή άσβεστος), είναι ένας γενικός όρος που αναφέρεται σε εκείνα τα ανόργανα υλικά που περιέχουν ασβέστιο και στη σύσταση των οποίων κυριαρχούν ανθρακικά άλατα, οξείδια και υδροξείδια.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Ο κοινός ασβέστης είναι το οξείδιο του ασβεστίου (χημικός τύπος CaO) ή το υδροξείδιο του ασβεστίου (χημικός τύπος Ca(OH)2, παρασκευάζεται με ανάμιξη οξειδίου του ασβεστίου με νερό).
Ο ασβέστης στις ανεπτυγμένες χώρες χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο (ποσοστό πάνω από 80%), σε βιομηχανικές εφαρμογές. Στην Ελλάδα, αντίστροφα, το μεγαλύτερο μέρος χρησιμοποιείται για δομικές χρήσεις ως οικοδομικό συνδετικό υλικό, στο κτίσιμο ή το επίχρισμα (σοβάντισμα) τοίχων με λίθους (πέτρες) ή οπτόπλινθους (τούβλα). [1] Ο σβησμένος ασβέστης ονομάζεται και χωρύγι.[2] παλιότερα Χορήγι λόγω παρασύνδεσης προς τη λέξη χορηγώ. [3]. Σύμφωνα με την ετυμολογία της λέξης που πρότεινε ο Βασίλειος Ι. Φάβης κι έγινε γενικά αποδεκτή,[4] τελικά επικράτησε, μέσω και της μορφής Χωρύγιον στην καθαρεύουσα, η τωρινή γραφή, που θεωρείται πλέον η σωστή.