Εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα
λειτουργική γλώσσα σλαβικών Ορθοδόξων Εκκλησιών / From Wikipedia, the free encyclopedia
Εκκλησιαστική Σλαβονική, επίσης γνωστή ως Εκκλησιαστική Σλαβική,[2] Νέα Εκκλησιαστική Σλαβονική ή Νέα Εκκλησιαστική Σλαβική, είναι η συντηρητική σλαβική λειτουργική γλώσσα που χρησιμοποιείται από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία στη Λευκορωσία, τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, τη Βουλγαρία, τη Βόρεια Μακεδονία, Μαυροβούνιο, Πολωνία, Ουκρανία, Ρωσία, Σερβία, Τσεχία και Σλοβακία, Σλοβενία και Κροατία.
Εκκλησιαστική Σλαβονική Εκκλησιαστική Σλαβική | |
---|---|
Ⱄⰾⱁⰲⱑⱀⱐⱄⰽⱏ ⱗⰸⱏⰺⰽⱏ, Словѣньскъ και Словѣньскъ ѩꙁꙑкъ | |
Περιοχή | Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη |
Ταξινόμηση | Ινδοευρωπαϊκές
|
Σύστημα γραφής | γλαγολιτικό αλφάβητο, κυριλλικό αλφάβητο, Εκκλησιαστικό Σλαβονικό αλφάβητο και λατινική γραφή |
Κατάσταση | |
Επίσημη γλώσσα | Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία (Σλαβικές χώρες) |
ISO 639-1 | cu |
ISO 639-2 | chu |
ISO 639-3 | chu |
Linguasphere | 53-AAA-a |
Glottolog | chur1257 (Εκκλησιαστική Σλαβονική)[1] |
Η Εκκλησιαστική Σλαβονική γλώσσα χρησιμοποιείται επίσης από τις Ελληνόρρυθμες Καθολικές Εκκλησίες στις σλαβικές χώρες, για παράδειγμα τους Κροάτες, τους Σλοβάκους και τους Ρουθήνιους Ελληνόρρυθμους Καθολικούς, καθώς και από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία (κροατική και τσεχική εκδοχή).
Στο παρελθόν, η εκκλησιαστική σλαβονική χρησιμοποιήθηκε επίσης από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες στα ρουμανικά εδάφη μέχρι τα τέλη του 17ου και τις αρχές του 18ου αιώνα,[3] καθώς και από τους Ρωμαιοκαθολικούς Κροάτες στον Πρώιμο Μεσαίωνα.