Παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Παλαιά Εκκλησιαστική Σλαβονική[1] (словѣ́ньскъ ѩзꙑ́къ, slověnĭskŭ językŭ), γνωστή και ως παλαιά βουλγαρική,[2][3][4][5][6][7] ήταν η πρώτη λογοτεχνική σλαβική γλώσσα, που βασίστηκε στην παλαιά σλαβική διάλεκτο της ευρύτερης περιοχής της Θεσσαλονίκης, και χρησιμοποιήθηκε από τον 9ο μ.Χ. αιώνα από τους δύο Έλληνες[8] αδελφούς, Βυζαντινούς[9] ιεραποστόλους, Κύριλλο και Μεθόδιο, για την μετάφραση της Αγίας Γραφής και άλλων αρχαίων ελληνικών εκκλησιαστικών κειμένων, και για κάποια δικά τους κείμενα, για να διδάξουν τον χριστιανισμό στη Μοραβία (σημερινή Τσεχία) όταν τους κάλεσε εκεί ο ηγεμόνας τους ο Ραστισλάβ το έτος 863. Έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στην ιστορία των σλαβικών γλωσσών και αποτέλεσε βάση και πρότυπο για τις μετέπειτα εκκλησιαστικές σλαβονικές παραδόσεις, όπου η Εκκλησιαστική Σλαβονική χρησιμοποιείται ως λειτουργική γλώσσα μέχρι σήμερα από κάποιες Ανατολικές Ορθόδοξες και Ελληνικές-Καθολικές Εκκλησίες των Σλαβικών λαών.
Παλαιά Εκκλησιαστική Σλαβονική | |
---|---|
Κατάσταση | Ομιλείτο στις σλαβικές περιοχές της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων. Χρησιμοποιείται μόνον ως λειτουργική γλώσσα σήμερα τόσο στους Ορθόδοξους όσο και στους Καθολικούς Σλάβους. |
Γενετική ταξινόμηση | Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες Βαλτοσλαβικές γλώσσες |
Σύστημα γραφής | Γλαγολιτικά, Κυριλλικά |
Επίσημη κατάσταση | |
Επίσημη γλώσσα | Ουδείς |
Ρυθμίζεται από | Ουδείς |
Κώδικες γλώσσας | |
ISO 639-1 | cu (από τα αγγλικά Church Slavonic) |
ISO 639-2 | chu |
ISO 639-3 | chu |