Ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών του 1923
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (τουρκικά: nüfus mübadelesi) προήλθε από τη Σύμβαση περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τούρκικων πληθυσμών που υπογράφηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας στις 30 Ιανουαρίου 1923 από τις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας. Αφορούσε τουλάχιστον 1,6 εκατομμύρια ανθρώπους (1.221.489 Έλληνες Ορθόδοξους από τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη, τον Πόντο και τον Καύκασο, και 355.000 - 400.000 Μουσουλμάνους από την Ελλάδα),[1] οι περισσότεροι από τους οποίους έγιναν βίαια πρόσφυγες και de jure αποξενώθηκαν από τις πατρίδες τους.
Στις 16 Μαρτίου 1922, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Γιουσούφ Κεμάλ Τενγκρισένκ είχε δηλώσει ότι «η κυβέρνηση της Άγκυρας τάσσεται σθεναρά υπέρ μιας λύσης που θα ικανοποιούσε την παγκόσμια κοινή γνώμη και θα εξασφάλιζε την ηρεμία στη χώρα της» και ότι «ήταν έτοιμη να δεχτεί την ιδέα της ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και των Μουσουλμάνων της Ελλάδας».[2][3] Τελικά το αρχικό αίτημα για ανταλλαγή πληθυσμών ήρθε, υπό πίεση, από τον Ελευθέριο Βενιζέλο σε επιστολή που υπέβαλε στην Κοινωνία των Εθνών στις 16 Οκτωβρίου 1922, (η καταστροφή της Σμύρνης είχε λάβει χώρα μόλις ένα μήνα νωρίτερα) ως ένας τρόπος για την εξομάλυνση των σχέσεων, καθώς η πλειονότητα των επιζώντων Ελλήνων κατοίκων της Τουρκίας είχε καταφύγει από τις πρόσφατες σφαγές στην Ελλάδα μέχρι τότε. Ο Βενιζέλος πρότεινε μια «υποχρεωτική ανταλλαγή ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών» και ζήτησε από τον Φρίντγιοφ Νάνσεν να προβεί στις απαραίτητες ρυθμίσεις.[4] Το νέο κράτος της Τουρκίας οραματιζόταν επίσης την ανταλλαγή πληθυσμών ως έναν τρόπο να επισημοποιήσει και να μονιμοποιήσει τη φυγή των γηγενών ελληνικών ορθοδόξων πληθυσμών του, ενώ παράλληλα ξεκινούσε μια νέα έξοδο ενός μικρότερου αριθμού (400.000) μουσουλμάνων από την Ελλάδα ως έναν τρόπο να παρέχει εποίκους για τα νεοαποδημηθέντα ορθόδοξα χωριά της Τουρκίας - η Ελλάδα εν τω μεταξύ την είδε ως έναν τρόπο να παρέχει στους άκληρους ελληνορθόδοξους πρόσφυγες από την Τουρκία εδάφη των εκδιωχθέντων μουσουλμάνων.[5] Ο Norman M. Naimark ισχυρίστηκε ότι η συνθήκη αυτή ήταν το τελευταίο μέρος μιας εκστρατείας εθνοκάθαρσης για τη δημιουργία μιας εθνικά καθαρής πατρίδας για τους Τούρκους.[6] Η ιστορικός Dinah Shelton έγραψε ομοίως ότι «η Συνθήκη της Λωζάνης ολοκλήρωσε τη βίαιη μεταφορά των Ελλήνων της χώρας».[7]
Αυτή η μεγάλη υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, ή η συμφωνημένη αμοιβαία εκδίωξη, δεν βασίστηκε στη γλώσσα ή την εθνικότητα, αλλά στη θρησκευτική ταυτότητα, και αφορούσε σχεδόν όλους τους γηγενείς ορθόδοξους χριστιανικούς πληθυσμούς της Τουρκίας (το ρωμαϊκό/βυζαντινό μιλλέτ), συμπεριλαμβανομένων ακόμη και αρμενοφώνων και τουρκόφωνων ορθόδοξων, και από την άλλη πλευρά τους περισσότερους γηγενείς μουσουλμάνους της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων ακόμη και ελληνόφωνων μουσουλμάνων, όπως οι Βαλαχάδες της Μακεδονίας και οι Τουρκοκρητικοί, αλλά και μουσουλμανικών ομάδων Ρομά.[9] Κάθε ομάδα ήταν ιθαγενείς, πολίτες, και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και βετεράνοι, του κράτους που τους απέλασε, και καμία από τις δύο δεν είχε εκπροσώπηση στο κράτος που υποτίθεται ότι μιλούσε εκ μέρους τους στη συνθήκη ανταλλαγής.
Το Άρθρο 2 της Συμβάσεως εξαιρούσε από την ανταλλαγή τους «Έλληνορθόδοξους (Ρωμιούς) κατοίκους της Κωνσταντινούπολης», και τους «Μουσουλμάνους κατοίκους της Δυτικής Θράκης». Επίσης από την ανταλλαγή εξαιρούνταν, σύμφωνα με το Άρθρο 14 της Συνθήκης της Λωζάνης, οι κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου.