Ενέχυρο
From Wikipedia, the free encyclopedia
Το ενέχυρον (εν+εχυρός= ασφαλής[1]) λατ. (pignus-oris) είναι παρεπόμενο (ακολουθεί τη νομική τύχη της απαίτησης) εμπράγματο δικαίωμα επί αλλοτρίου (ξένου) κινητού πράγματος «για την εξασφάλιση της απαίτησης με την προνομιακή ικανοποίηση του δανειστή από το πράγμα» (αρ. 1209 ΑΚ), που μπορεί να είναι μελλοντική ή υπό αίρεση (αρ. 1210 ΑΚ).
Στην αρχαία Αθήνα λογίζονταν ως «ενέχυρον» όλη η περιουσία των αρχόντων για τριάντα ημέρες από τη λήξη της αρχής μέχρι πέρατος της δόσης των ευθυνών τους (εύθυνα) ενώ στο Ρωμαϊκό Δίκαιο δεν επιτρέπονταν η ενεχυρίαση των ενδυμάτωνβ[›] και των εργαλείων άροσης (οργώματος).