Ζίκο
Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής και προπονητής / From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Αρτούρ Αντούνις Κοΐμπρα (Arthur Antunes Coimbra, γεννήθηκε 3 Μαρτίου 1953), γνωστότερος με το προσωνύμιο Ζίκο (Zico) ή Ζίκου, είναι Βραζιλιάνος πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής και προπονητής. Κατά τις δεκαετίες του 1970 και '80 είχε διαπρέψει αγωνιζόμενος στη θέση του επιθετικού μέσου. Θεωρείται ως ένας από τους ανώτερους τεχνικά παίκτες και σκόρερ στην ιστορία του ποδοσφαίρου και ως ένας από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών.[1][2][3]
Με τη Βραζιλία το 1978 | |||
Προσωπικές πληροφορίες | |||
---|---|---|---|
Ημερ. γέννησης | 3 Μαρτίου 1953 (1953-03-03) (71 ετών) | ||
Τόπος γέννησης | Ρίο ντε Τζανέιρο, Βραζιλία | ||
Ύψος | 1,72 μ. | ||
Θέση | Μέσος | ||
Ομάδες νέων | |||
1967–1971 | Φλαμένγκο | ||
Επαγγελματική καριέρα* | |||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† |
1971–1983 | Φλαμένγκο | 483 | (362) |
1983–1985 | Ουντινέζε | 40 | (22) |
1985–1989 | Φλαμένγκο | 66 | (20) |
1991–1994 | Κασίμα Άντλερς | 46 | (35) |
Σύνολο | 635 | (439) | |
Εθνική ομάδα | |||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† |
1976–1988 | Βραζιλία | 71 | (48) |
Προπονητική καριέρα | |||
Περίοδος | Ομάδα | ||
1999 | Κασίμα Άντλερς | ||
2000–2002 | Ζίκο (D/R) | ||
2002–2006 | Ιαπωνία | ||
2006–2008 | Φενερμπαχτσέ | ||
2008 | Μπουνιοντκόρ ΠΦΚ | ||
2009 | ΤΣΣΚΑ Μόσχας | ||
2009–2010 | Ολυμπιακός Πειραιώς | ||
2011–2012 | Ιράκ | ||
2013–2014 | Αλ Γκαράφα ΣΚ | ||
2014–2016 | ΦΚ Γκόα | ||
* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα. † Συμμετοχές (Γκολ). |
Στις εκλογές της IFFHS αναδείχθηκε 14ος καλύτερος ποδοσφαιριστής του 20ού αιώνα,[4] ενώ ήταν ένατος σε ειδική ψηφοφορία μεταξύ των νικητών της Χρυσής Μπάλας που διοργάνωσε το γαλλικό περιοδικό France Football το 1999.[5] Επίσης, ήταν έβδομος στην ψηφοφορία των ειδικών της FIFA και του περιοδικού της.[6]
Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της σταδιοδρομίας του στη Βραζιλία αγωνιζόμενος με τη Φλαμένγκο, η οποία γνώρισε τότε την πιο λαμπρή περίοδο στην ιστορία της. Κατέκτησε όλους τους τίτλους σε εθνικό και διεθνές επίπεδο συλλόγων, αλλά η συμμετοχή του σε τρία Παγκόσμιο Κύπελλα δεν του προσέφερε τίποτα περισσότερο από την τετάρτη θέση το 1978. Ο τρόπος παιχνιδιού του έδωσε το προσωνύμιο «λευκός Πελέ», ενώ και ο ίδιος ο Πελέ έχει δηλώσει πως «απ' όλους τους ποδοσφαιριστές, αυτός που με πλησίασε περισσότερο ήταν ο Ζίκο».[7][8]