Ισλανδική γλώσσα
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η ισλανδική γλώσσα είναι γερμανική γλώσσα που ομιλείται στην Ισλανδία, της οποίας αποτελεί την επίσημη γλώσσα. Είναι στενά συνδεδεμένη ιστορικά με τις άλλες γλώσσες των Βορείων Χωρών, δηλαδή των φεροϊκών, νορβηγικών, δανέζικων και σουηδικών.
Γρήγορες Πληροφορίες Ισλανδικά, Ταξινόμηση ...
Ισλανδικά | |
---|---|
Íslenska | |
Ταξινόμηση | Ινδοευρωπαϊκές
|
Σύστημα γραφής | λατινική γραφή, Icelandic alphabet και Icelandic Braille |
Κατάσταση | |
Επίσημη γλώσσα | Ισλανδία |
Ρυθμιστής | Íslensk málstöð (Ισλανδικό γλωσσικό ινστιτούτο) |
ISO 639-1 | is |
ISO 639-2 | ice και isl |
ISO 639-3 | isl |
SIL | ICE |
Κλείσιμο
Είναι μία γλώσσα συντηρητική στην εξέλιξή της αφού έχει αλλάξει σχετικά λίγο από τον 13ο αιώνα λόγω της γεωγραφικής της απομόνωσης. Τα μοντέρνα ισλανδικά (σε σύγκριση με τα παλαιότερα υψηλά ισλανδικά) έχουν περισσότερες ομοιότητες με τα φεροϊκά παρά με τις άλλες γλώσσες της ίδιας οικογένειας. [1]
Η ισλανδική είναι μία από τις λίγες ευρωπαϊκές γλώσσες (όπως και η ελληνική, αγγλική, ισπανική, αλβανική, ουαλική, ιρλανδική, σκωτς και σκωτική γαελική), που χρησιμοποιούν τους φθόγγους "θ" (þ) και "δ" (ð).