Μάορι
From Wikipedia, the free encyclopedia
Μάορι (Māori)[1] (επίσης Μαορί ή Μαόρι) είναι το όνομα ιθαγενούς πληθυσμού της Νέας Ζηλανδίας, και της γλώσσας του.
Η λέξη māori σημαίνει «κανονικός» ή «κοινός» στη Μάορι γλώσσα και διακρίνει τα θνητά όντα από τους θεούς. Η λέξη έχει συγγενείς όρους σε μερικές άλλες Πολυνησιακές γλώσσες όπως τα Χαβαϊανά στα οποία η λέξη maoli σημαίνει «ντόπιος, ιθαγενής, αληθινός ή πραγματικός». Είναι επίσης το όνομα των ανθρώπων και της γλώσσας των Νήσων Κουκ, που αναφέρονται ως Μάορι Νήσων Κουκ.