Μονομερές
μόριο που μπορεί να συνδεθεί χημικά με άλλα μόρια ώστε να σχηματίσει ένα πολυμερές. / From Wikipedia, the free encyclopedia
Ένα μονομερές (ένα μέρος) είναι ένα μόριο που μπορεί να συνδεθεί χημικά με άλλα μόρια ώστε να σχηματίσει ένα πολυμερές.[1][2] Επιπλέον, ο όρος «μονομερής πρωτεΐνη» μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει μια από τις πρωτεΐνες που συνθέτουν ένα πολυπρωτεϊνικό σύμπλοκο, όπως στην περίπτωση της ακτίνης. Το πιο κοινό φυσικό μονομερές είναι η γλυκόζη, που συνδέεται με γλυκοζιδικούς δεσμούς στα πολυμερή όπως κυτταρίνη και άμυλο και είναι πάνω από το 77% της μάζας όλων των υλικών των φυτών.[3] Συνήθως ο όρος μονομερές αναφέρεται σε οργανικά μόρια που σχηματίζουν συνθετικά πολυμερή, όπως, παραδείγματος χάρη, βινυλοχλωρίδιο, που χρησιμοποιείται στην παραγωγή του πολυμερούς πολυβίνυλο χλωρίδιο (PVC). Η διεργασία με την οποία τα μονομερή συνδυάζουν άκρο με άκρο για να σχηματίσουν ένα πολυμερές λέγεται πολυμερισμός. Μόρια που αποτελούνται από μικρό αριθμό μονομερών μονάδων, μέχρι λίγες δεκάδες, λέγονται ολιγομερή.
Μονομερές: Μια ουσία που αποτελείται από μονομερή μόρια.[4]
Μονομερές μόριο: Ένα μόριο που μπορεί να υποβληθεί σε πολυμερισμό και με αυτόν τον τρόπονα συνεισφέρει δομικές μονάδες στη βασική δομή ενός μακρομορίου.[4]