Χριστιανικό δόγμα From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο όρος αρειανισμός αναφέρεται στις θεολογικές θέσεις που έγιναν ευρέως γνωστές από τον θεολόγο και πρωτοπρεσβύτερο Άρειο (π. 250-336), ο οποίος έζησε και δίδαξε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις αρχές του 4ου αιώνα. Η πιο αμφιλεγόμενη πτυχή των διδασκαλιών του Άρειου αφορούσε τη σχέση μεταξύ του Θεού Πατέρα και του προσώπου του Ιησού Χριστού με σημαντικές τριαδικές προεκτάσεις.
«Ὁ Θεὸς [...] ἀρχὴν τὸν Υἱὸν ἔθηκε τῶν γενητῶν ὁ ἄναρχος, Ἤγουν Τριάς ἐστι δόξαις οὐχ ὁμοίαις· |
— Άρειος, Θάλεια (περ. 322[2]) |
Ο αρειανισμός θεωρείται, από το μεγαλύτερο τμήμα του Χριστιανισμού, μια από τις τρεις πιο σημαντικές αιρέσεις, μαζί με τον Νεστοριανισμό και τον Μονοφυσιτισμό. Οι θέσεις που προάσπισε ο Άρειος τόνιζαν ότι ο Ιησούς ήταν δημιούργημα και όχι υπόσταση του Λόγου του Θεού.
Η διδασκαλία αυτή βρήκε ιδιαίτερη απήχηση μεταξύ των υπηκόων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας αλλά και σε όλα τα γερμανικά φύλα, με εξαίρεση τους Φράγκους. Οι θέσεις αυτές καταδικάστηκαν τελικά στο πρόσωπο του Αρείου από την Πρώτη Σύνοδο της Νίκαιας το 325 αλλά και από την Πρώτη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 381.
Ο Άρειος ήταν ένας ιδιαίτερα μορφωμένος πρωτοπρεσβύτερος της Αλεξανδρινής εκκλησίας, με μεγάλη επιρροή στην τοπική εκκλησία. Σύντομα όμως περιήλθε σε ρήξη με τοπικούς κληρικούς λόγω διαφοροποιήσεων σε βασικές θεολογούμενες έννοιες οι οποίες κυρίως αφορούσαν τη σχέση Πατέρα-Λόγου. Ο Άρειος κατά κύριο λόγο υποστήριξε τη μοναρχία του Πατέρα και την κατωτερότητα του Λόγου, ο οποίος ήταν ένα απλό κτίσμα, ανώτερος μεν από τους ανθρώπους, μη μετέχοντας όμως της Θείας Ουσίας. Ο ίδιος σαφώς επηρεασμένος από την αριστοτελική φιλοσοφία και τη θεολογική προσέγγιση του Λουκιανού του Αποσυναγώγου και συμμεριζόμενος απόψεις που εξέφρασε ο Ωριγένης περί της υποστάσεως του Λόγου, χρησιμοποίησε μια σύνθεση των δύο προτάσεων για τη σχέση Πατρός-Υιού, δημιουργώντας ένα νέο ρεύμα και μια νέα πρόταση περί της θειότητας του Λόγου. Οι αντιλήψεις αυτές δεν απηχούσαν στο πλήθος της τοπικής εκκλησίας, ούτε στην πλειοψηφία του ιερού εκκλησιαστικού σώματος, ούτε ακόμα και τις απόψεις του Λουκιανού, παρότι βρήκε ευρεία απήχηση ανάμεσα σε κληρικούς που ήσαν επηρεασμένοι από τις απόψεις του, αλλά και αργότερα σε πλήθος λαού στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αν και η μεγαλύτερη απήχηση προήλθε από τα γερμανικά φύλα των Γότθων.
Ο Άρειος ανέπτυξε μια τριαδολογική θέση σε συνέχεια της προβληματικής που είχε αναπτυχθεί κατά τον 2ο και 3ο αιώνα περί της σχέσης Πατέρα και Λόγου. Στην πραγματικότητα η έριδα στην τοπική εκκλησία ήταν και ο κύριος λόγος, όπως σήμερα ερμηνεύεται, της απόσχισής του από την τοπική εκκλησία, καθώς οι απόψεις του δεν φαίνονταν σταθερές από την αρχή της διαμάχης, δεχόμενες σημαντικές προσαυξήσεις μέχρι και την καταδίκη τους από την Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας.
Η Αρειανή διαμάχη υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες και σφοδρότερες εκκλησιαστικές διενέξεις, με πολιτικές προεκτάσεις, η οποία αποτέλεσε ουσιαστικά το έναυσμα για το σαφή προσδιορισμό της σχέσης μεταξύ των τριών προσώπων Πατέρα-Υιού-Αγίου Πνεύματος, όπως αυτή μέσα από τα βαπτιστήρια σύμβολα και την απόκρουση δοξασιών της εποχής (Μοντανισμός, Γνωστικισμός, Μοναρχιανισμός, Μανιχαϊσμός), είχε αρχίσει ήδη να διαμορφώνεται. Η διάρκεια της διαμάχης κράτησε περισσότερο από 3 αιώνες.
Η διδασκαλία του Αρείου διατηρούσε εν μέρει τις θέσεις του προγενέστερου μεγάλου αλεξανδρινού δασκάλου Ωριγένους, ότι δηλαδή ο Υιός είναι κατώτερος στην εξουσία σε σχέση με τον Πατέρα, αλλά διαφοροποιείτο ως προς την άχρονο γέννηση του Υιού, καθότι ο Άρειος υποστήριζε ότι υπήρχε καιρός που ο Πατήρ ήταν μόνος του, επιστρέφοντας έτσι, σε έναν βαθμό, στις θέσεις των Απολογητών του 2ου αι. που δίδασκαν την εν χρόνω γέννηση του Υιού. Επίσης, αμφισβητούσε την υπόσταση του Υιού θεωρώντας την ως «άψυχο» σώμα. Στην πραγματικότητα, οι αποκλίσεις του Αρείου δέχθηκαν μια συστηματική αύξηση μέχρι την Α΄Οικουμενική σύνοδο, η οποία δεν εμφανιζόταν πριν τις έριδες. Οι σαφείς θέσεις του Αρείου αναφέρονται στην προς Νικομηδείας Ευσέβιο επιστολή του,[3] και είναι:
Η διδασκαλία του Αρείου αποτελούσε μέρος της ευρύτερης προβληματικής σχετικά με τη θειότητα του Υιού και τη σχέση με τον Πατέρα που απασχολούσε τις χριστιανικές εκκλησίες κατά τον 2ο και 3ο αιώνα. Ο Άρειος όμως ουσιαστικά συνέδεσε τα ακραία στοιχεία της αντιοχειανής θεολογίας, με βάση την Αλεξανδρινή-Ωριγενιστική ερμηνευτική θεολογία. Δηλαδή τη διάκριση Υιού από τον Λόγο του Θεού, με τάσεις αποδοχής ως «απρόσωπη» και «ανυπόστατη» δύναμη του Θεού (Αντιοχειανή) και την υποταγή του Υιού προς τον Λόγο, που ταύτιζε η Αλεξανδρινή. Και πράγματι, ενώ η αλεξανδρινή θεολογία απέφευγε τον χωρισμό του Λόγου από τον Υιό, η αντιοχειανή θεολογία επέμενε σε μια διαίρεση του Λόγου προς τον Υιό. Τελικά η νέα αυτή δογματική αντίληψη, αλλοίωσε και τις δύο θεολογικές προσεγγίσεις προβάλλοντας αυτή τη διάκριση στην αρχή του χρόνου. Έτσι, ο Αρειανισμός αποτέλεσε μια σύνθεση της αντιοχειανής και αλεξανδρινής θεολογικής ερμηνευτικής θεολογίας, με έμφαση στην ερμηνευτική του Λουκιανού του Αποσυναγώγου, παρότι ο ίδιος ουδέποτε υπήρξε υπέρμαχος αυτών των απόψεων, αφού το προτεινόμενο σύμβολό του, δεν περιείχε παρόμοιες ακραίες θέσεις. Ο συνθετικός δε χαρακτήρας της θεολογικής προσέγγισης ήταν και ο λόγος πιθανότατα, της ευρείας απήχησης που βρήκε, περιλαμβανομένων και χριστιανών που αποδέχονταν τις θέσεις του Λουκιανού και του Ωριγένη.
Ο όρος «Αρειανή διαμάχη», παρά την ευρεία χρήση της, κάποιοι θεωρούν ότι τίθεται υπό αμφισβήτηση. Οι κύριοι λόγοι αφορούν: α) Ως προς το «αρειανή», το γεγονός ότι ο Άρειος —μολονότι αποτέλεσε τη σπίθα για την πυρκαγιά που ακολούθησε— δεν φαίνεται να ήταν σημαντικός συγγραφέας, δεν υπήρξε κύριος αιρεσιάρχης (όπως ο Μαρκίων, ο Μάνης ή ο Πελάγιος), εξαφανίζεται από το προσκήνιο πολύ νωρίς, ο όρος «αρειανισμός» (όπως αντίστοιχα και ο όρος «σαβελλιανισμός») εξακοντιζόταν προπαγανδιστικά ως κατηγορία με ευκολία και τα δογματικά ζητήματα εκείνη την εποχή δεν είχαν σαφώς ορισμένη, αναγνωρίσιμη μορφή ώστε να μπορούν να δεχτούν επίθεση ή υπεράσπιση. β) Ως προς τον όρο «διαμάχη», οι διαμάχες εκείνη την εποχή ήταν πολυάριθμες και αφορούσαν ποικίλα ζητήματα κάθε φορά (από το 330 έως το 341, αν θεωρηθεί ότι υπήρχε διαμάχη, αφορούσε τη συμπεριφορά του Αθανάσιου στην επισκοπή του στην Αλεξάνδρεια, από το 341 έως το 357 υπήρχε ασάφεια και αβεβαιότητα ως προς το περιεχόμενο της διαμάχης και τη σχετική ορολογία), τα έργα της εποχής δεν κάνουν καμία άμεση αναφορά σε «αρειανή διαμάχη», δεν είναι σαφές αν επρόκειτο για διαμάχη ή για ομιχλώδη αναζήτηση στο σκοτάδι και δεν προϋπήρχε μια κοινά αποδεκτή και παγιωμένη ορθοδοξία (όσον αφορά το κύριο ζήτημα υπό συζήτηση, την Τριάδα, δεν υπήρχε ακόμη ορθόδοξο δόγμα) βάσει της οποίας να υπάρξει αντίκρουση των αιρετικών επιθέσεων και η πλευρά που επικράτησε κατέγραψε τα γεγονότα με τρόπο που να φαίνεται στους αναγνώστες ότι η ορθόδοξη άποψη στο υπό συζήτηση ζήτημα υπήρχε ανέκαθεν και ότι η περίοδος εκείνη αφορούσε απλώς την υπεράσπιση της ορθοδοξίας έναντι της αίρεσης και του εσφαλμένου.[9]
Από την άλλη πλευρά υποστηρίζεται ότι «οι αρειανοί...δεν μπορούν με κανέναν τρόπο να πείσουν...μια και προβάλλουν νέα και αστήρικτα δόγματα...προσπαθώντας να πείσουν τον κόσμο, ότι πριν από τις αποφάσεις τους δεν υπήρχαν αυτά τα δόγματα και μόλις τώρα θεσπίζονται, ομολογούν τα νεωτεριστικά τους φρονήματα»[10] όπως καταγράφει και ο Σωκράτης στην Εκκλησιαστική Ιστορία του: «Οὕτοι γράψαντες ἐξετέθη νῦν ἡ πίστις, ἔδειξαν ὅτι νεώτερον τὸ τῆς αἱρέσεως αὐτῶν ἐστι φρόνημα, καὶ οὐκ ἦν πρότερον».[11]
Κατά τη δημιουργία του Αρειανισμού, η εκκλησιαστική αντιμετώπιση είχε καθαρά τοπικό χαρακτήρα. Ο επίσκοπος Αλέξανδρος, πληροφορούμαστε από τον Σοζωμενό,[12] θέλησε να βρει μια τομή ώστε να παύσει η έριδα μεταξύ Κόλλουθου και Άρειου, χωρίς να ενδιαφερθεί για την ουσία της διαφωνίας, κυρίως λόγω και της θεολογικής αμφιταλάντευσης του ιδίου, εφαρμόζοντας μια πιο διαλλακτική στάση. Το συνέδριο όμως που συνεκλήθει είχε ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα, καθώς ενέτεινε τη διαφορά. Το ίδιο διάστημα φαίνεται πως οι ακόλουθοι του Κόλλουθου (υποστήριζαν ότι Υιός του Θεού αειγεννής, συναγέννητος, αγεννητογενής), υπερτερούσαν, με αποτέλεσμα να αποδοκιμάζουν τον Αλέξανδρο για τη διαλλακτική πολιτική που εφήρμοσε. Εν τέλη και οι δύο απειθάρχησαν προς τις αποφάσεις της συνόδου και αποσχίσθηκαν από την εκκλησία, ο μεν Κόλλουθος ακολουθώντας το σχίσμα του Μελιτίου, ο δε Άρειος δημιουργώντας τις αρχικές δομές του Αρειανισμού. Ο Άρειος όμως περιφερόμενος διακήρυττε «την εκείνου (Αλεξάνδρου) χριστεμπορία θεωρούντες, ουκ έτι της εκκλησίας υποχείριοι μένειν εκαρτέρησαν».[13] Αυτή η πολεμική αλλά και η όξυνση της χριστολογικής διαφοράς, υποχρέωσαν και σύγκληση νέας συνόδου, η οποία αποφάσισε την καθαίρεση του Αρείου και την καταδίκη της διδασκαλίας του. Στο συνέδριο μάλιστα ο Άρειος κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις για όλες τις πράξεις του και τις διδασκαλίες του, αλλά ο ίδιος έκρινε σκόπιμο να μην παραστεί. Παρόλα αυτά περιφέρετο στην Αλεξάνδρεια και υποστήριζε πως «ακρίτως» και «ηδικημένος» κατεδικάστη, τη στιγμή που οι οπαδοί του, λόγω της καταδίκης, προέβαιναν σε δυναμικές αντιδράσεις.[14]
Ο Άρειος στην Αλεξάνδρεια βρήκε πενιχρή απήχηση, με αποτέλεσμα να αποστείλει επιστολές σε επισκόπους που αποδέχονταν θέσεις του Λουκιανού και του Ωριγένη με σκοπό να βρει περισσότερα ερείσματα. Οι επιστολές του Αρείου φαίνεται τελικά πως βρήκαν ιδιαίτερη απήχηση σε αυτούς, αλλά αντιμετωπίστηκε με ιδιαίτερη ευαισθησία από το σύνολο της ανατολικής εκκλησιαστικής κοινότητας. Μάλιστα ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε η μομφή του Άρειου, ότι ο Αλέξανδρος είχε περιπέσει στον Σαβελλιανισμό.
Ο Άρειος βλέποντας πως κέρδισε το ενδιαφέρον κάποιων επισκόπων, ζήτησε υποστήριξη, λόγω της αδιαλλαξίας του Αλεξάνδρου. Έτσι με τη μετάβασή του στην Παλαιστίνη και τη Συρία, διεκδίκησε την εισαγωγή του σε εκκλησιαστική κοινωνία ώστε να γίνει δεκτός από τον Αλέξανδρο, καθώς αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα οργάνωσης της λατρείας και της πνευματικής ζωής των ακολούθων του. Όμως η οποιαδήποτε επέμβαση στα εσωτερικά της αλεξανδρινής εκκλησίας ήταν παράνομη. Η αποτυχία του Ευσεβίου Νικομηδείας να πείσει τον Αλέξανδρο, οδήγησε μερίδα επισκόπων, στην προτίμηση να επικροτήσουν και να ακολουθήσουν τις θέσεις του Αρείου.[15] Ίδια απόφαση, δηλαδή να δεχθεί σε κοινωνία τον Άρειο, έλαβε και η Παλαιστινιακή εκκλησία, με την προϋπόθεση να άρει τις ακραίες θέσεις του για τη σχέση Πατρός-Λόγου. Ο Αλέξανδρος όμως πάλι απέρριψε την οποιαδήποτε προσπάθεια επανασύνδεσης.[16]
Την ίδια περίοδο ο Άρειος συνέταξε τη Θάλεια, ένα κείμενο που περιείχε διάφορα είδη οδοιπορικών, ναυτικών και επιμυλίων ασμάτων με θεολογικό περιεχόμενο. Η συγκρότηση της Θάλειας ως κείμενο δηλωτικό των Αρειανικών θέσεων, είχε ως αποτέλεσμα τη σύγκληση νέας υπερτοπικής αυτή τη φορά συνόδου, το 320 η οποία καταδίκασε παμψηφεί και ομοφώνως την αιρετική διδασκαλία του Αρείου, αναθεματίζοντας και τους οπαδούς του. Η αδράνεια όμως στην προκλητική συμπεριφορά των οπαδών τού Αρείου είχε προκαλέσει μεγάλη δυσφορία σε μέρος της εκκλησιαστικής κοινότητας, τη στιγμή που ο Κόλλουθος αποτελούσε ιδιαίτερο στόχο του Αρείου, αφού του πρόσαπτε την καταδίκη του. Ο Κόλλουθος εντέλει θεληματικώς απεσχίσθη, συνεχίζοντας όμως τον σκληρό αγώνα κατά του Αρείου.
Ο Αλέξανδρος βλέποντας πως η αδράνειά του προκάλεσε διχασμό, όχι μόνο πλέον στην τοπική εκκλησία, αλλά και στο σύνολο της εκκλησίας, ανέλαβε πρωτοβουλίες συγγράφοντας πλήθος επιστολών προς τις κεφαλές των εκκλησιών και τους κυριότερους επισκόπους της εποχής. Τα πράγματα όμως πήραν άλλη τροπή όταν ο Λικίνιος επηρεασμένος από τον Αρειανόφρονα Ευσέβιο Νικομήδειας,[17] απαγόρευσε τη σύγκληση συνόδων ή επικοινωνίας μεταξύ επισκόπων το 322. Οι επιστολές που διασώζονται είναι δύο και έχουν σαφή καταγγελτικό λόγο κατά των Αρειανοφρόνων επισκόπων και κληρικών, ιδίως δε προς τον Ευσέβιο Νικομήδειας, καθώς και μια σύντομη αναίρεση των δογμάτων του Αρείου με βάση την Αγία Γραφή. Επίσης δημιουργήθηκε μια συλλογή που ονομάσθηκε Τόμος, η οποία περιείχε το κείμενο της καθαιρέσεως και τις επιστολές του Αλεξάνδρου με την αναίρεση των Αρειανικών θέσεων. Ο Αλέξανδρος έτσι πέτυχε συντριπτικό πλήγμα στην Αρειανή διδασκαλία, αφού το κείμενό υπογράφηκε από την πλειοψηφία των επισκόπων, ενώ ταυτόχρονα πέτυχε να αναδείξει τις θεολογικές αρχές τις αλεξανδρινής θεολογίας, προσανατολισμένες στη βάση της αντιμετώπισης των Αρειανικών δοξασιών.
Η απόφαση του Λικινίου για παύση επικοινωνίας των επισκόπων αναμφίβολα βοήθησε τη δραστηριότητα του Αρείου, σε τοπικό επίπεδο. Η νίκη όμως του Κωνσταντίνου επί του Λικινίου επέφερε το τέλος της πολιτικής του Λικινίου και την επιρροή του Ευσεβίου Νικομηδείας στα Αυτοκρατορικά κλιμάκια και ταυτόχρονα έδωσε τη δυνατότητα αντιμετώπισης του αρειανισμού. Έτσι ο σύμβουλος του Κωνσταντίνου, Όσιος Κορδούης μετέβη και παρέστη σε δύο συνόδους σε Αντιόχεια και Αλεξάνδρεια το 324 και 325, με επίκεντρο τον Αρειανισμό. Στη σύνοδο δε της Αντιοχείας υιοθετήθηκε και ένα σύμβολο δηλωτικό των θέσεων της εκκλησίας. Ο Κορδούης έτσι απέκτησε πλήρη εικόνα για τη διάσταση που είχε λάβει η έριδα και μεταφέροντας τα τεκταινόμενα στον Αυτοκράτορα, προέκυψε η απόφαση του ιδίου για μια οικουμενική σύνοδο, αν και αρχικά στόχο είχε τη δημιουργία μιας συνόδου, που θα αποτελείτο από εκπροσώπους των ανατολικών εκκλησιών. Έτσι αποφασίσθηκε να πραγματοποιηθεί η Α΄ Οικουμενική σύνοδος στη Νίκαια της Βιθυνίας, με στόχο την ακεραιότητα της αποστολικής παραδόσεως, την προσπάθεια αποκατάστασης της ενώσεως του εκκλησιαστικού σώματος και, κατ' επέκταση, ολόκληρης της ταχύτατα εκχριστιανιζόμενης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Οι υπέρμαχοι των θέσεων του Άρειου θεωρούσαν ότι η ορολογία που χρησιμοποιήθηκε από την άλλη πλευρά ήταν "ξένα ρήματα" και "άγραφα", λέξεις ή εκφράσεις δηλαδή που δεν υπάρχουν αυτούσιες στην Αγία Γραφή, όπως αναφέρει ο Αθανάσιος.[18] Η σύνοδος της Νίκαιας εν τέλει πήρε σαφή και ξεκάθαρη θέση κατά του Αρείου και των επισκόπων που είχαν τις ίδιες απόψεις με εκείνον, με την υιοθέτηση πρωτοεμφανιζόμενων μεν εκφράσεων —σύμφωνα με τα λεγόμενα του Αθανάσιου— αλλά όχι και πρωτοεμφανιζόμενων εννοιών,[19] γεγονός που, αν και αρειανίζων, "ωμολόγησε και αυτός ο Ευσέβιος Καισαρείας".[20] Τέτοιες εκφράσεις ήταν οι «ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ πατρός», «γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα» και «ὁμοούσιον τῷ πατρί» και των τελικών αναθεματισμών «τοὺς λέγοντας· ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν καὶ πρὶν γεννηθῆναι οὐκ ἦν, καὶ ὅτι ἐξ οὐκ ὄντων ἐγένετο, ἢ ἐξ ἑτέρας ὑποστάσεως ἢ οὐσίας φάσκοντας εἶναι, ἢ κτιστὸν ἢ τρεπτὸν ἢ ἀλλοιωτὸν τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ ἀναθεματίζει ἡ καθολικὴ ἐκκλησία». Αν και ο όρος «ομοούσιος» και οι εκφράσεις που χρησιμοποιήθηκαν από επισκόπους που υποστήριζαν τις απόψεις του Αθανάσιου ήταν νέες, εν τούτοις για τους εκκλησιαστικούς άνδρες, είχε επιτευχθεί αυτό που πίστευαν ότι αποτελούσε "την παρουσία τής κατά περιεχόμενον σχετικής διδασκαλίας εις την Αγίαν Γραφήν",[21] όπως σχετικά υποστήριξε και ο Μέγας Αθανάσιος.[22] Απαντώντας μάλιστα ο Μ. Αθανάσιος στις "μάταιες", όπως τις περιγράφει, αιτιάσεις των αρειανών ότι στο σύμβολο χρησιμοποιήθηκαν "άγραφες" λέξεις, τους καταλόγισε τα όμοια: «Ὁ γογγυσμὸς δὲ αυτών [τῶν Ἀρειανῶν], ὅτι ἄγραφοί εἰσιν αἱ λέξεις, ἐλέγχεται παρ΄ αὐτῶν μάταιος· ἐξ ἀγράφων γὰρ ἀσεβήσαντες (ἄγραφα δὲ τὸ "ἐξ οὐκ ὄντων" καὶ τὸ "ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν"), αἰτιῶνται διότι ἐξ ἀγράφων μετ΄ εὐσεβείας νοουμένων λέξεων κατεκρίθησαν. Αὐτοὶ μὲν γὰρ ὡς ἐκ κοπρίας εὑρόντες ἐλάλησαν ἀληθῶς ἀπὸ γῆς, οἱ δὲ ἐπίσκοποι, οὐχ ἑαυτοῖς εὑρόντες τὰς λέξεις ἀλλ΄ ἐκ τῶν πατέρων ἔχοντες τὴν μαρτυρίαν, οὕτως ἔγραψαν».[23]
Στη σύνοδο ήταν παρόντες ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο οποίος κατά μερικούς θεολόγους[24] υπήρξε συμπροεδρεύον της συνόδου, ενώ κατά άλλους δεν προήδρευσε[25] και περίπου 270[26] επίσκοποι, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν από την Ανατολή, ενώ 5 μόνο προέρχονταν από τη Δύση,[27] οι οποίοι εδέχθησαν ομοφώνως την απόφαση τη συνόδου. Σύμφωνα δε με τον Φιλοστόργιο,[28] παρέστησαν 22 επίσκοποι ταυτιζόμενοι με τις Αρειανικές παραδοχές. Ο αριθμός όμως κρίνεται σήμερα αναξιόπιστος καθώς σε αυτόν συνυπολογίζονται και μη Αρειανόφρονες επίσκοποι όπως ο Μελίτιος. Πιο πιθανός αριθμός προκρίνεται η άποψη του Σωζομενού πως ήταν 17.[29] Μάλιστα πολλοί από αυτούς δεν ταυτίζονταν με την ακραία αρειανική δογματική και για αυτό δεν ήσαν έτοιμοι να επιμείνουν στην υποστήριξη του. Αντίστοιχα, στην αντίπαλη πλευρά υπήρχαν διαφορές ως προς την ομολογία των θέσεων που κατέθεσαν, καθώς οι αυστηρότεροι από εκείνους την αντιμετώπισαν με μεγάλη δυσαρέσκεια καθώς ήταν ασαφής σε σχέση με την αρειανική διδασκαλία. Η θέση των επισκόπων στη σύνοδο ακόμα και σήμερα αξιολογείται από τη θεολογική έρευνα καθώς προκρίνονται δύο περιπτώσεις. Η μία που τους εμφανίζει ως ισότιμα μέλη με όλους τους επισκόπους και η έτερη που τους εμφανίζει ως ηθικά υπόδικους στη σύνοδο, όπως υποστηρίζει ως πιθανότερη και ο καθηγητής Βλάσιος Φειδάς.
Αν και ο Άρειος δεν κλήθηκε προφανώς σε αυτή τη σύνοδο, επίσκοποι που είχαν τις ίδιες απόψεις με εκείνον παρευρέθηκαν για να εκθέσουν σαφέστερα και να υποστηρίξουν τις θέσεις τους. Ως πρωτοστάτης των αρειανοφρόνων στη σύνοδο φαίνεται ο Ευσέβιος Νικομήδειας, ο οποίος παρέδωσε και Λίβελλο πίστης υπέρ των αρειανικών θέσεων. Όμως, όπως περιγράφεται από τον Μέγα Αθανάσιο,[30] οι Αρειανόφρονες επίσκοποι «προς εαυτούς διεμάχοντο» καθώς πολλοί από αυτούς δε συμφωνούσαν απόλυτα με τον εκδιδόμενο Λίβελλο και τοις εν πολλοίς ακραίες τοποθετήσεις του, απόρροια της ολοένα διαμορφούμενης δογματικής αντίληψης, που ολοκληρώθηκε στη σύνοδο. Για τη σύνοδο επίσης πληροφορούμαστε ότι κατά τη διάρκεια του δευτέρου μέρους της, δηλαδή της συντάξεως του Συμβόλου της Νίκαιας, δεν έλαβαν μέρος οι αρειανόφρονες αλλά απλά συγκατένευσαν στις αποφάσεις.
Παρά την ομόφωνη καταδική του Αρειανισμού από την Σύνοδο της Νίκαιας η οποία αποτυπώθηκε στο περιεχόμενο του κειμένου αναθεματισμού,[31] αρειανόφρονες επίσκοποι παρέμειναν σταθεροί στις θέσεις τους, όπως προκύπτει από τις ενέργειες μετά το πέρας της συνόδου, με τον Άρειο εν τέλει να μην καλείται σε παράσταση στη σύνοδο, κάτι που αποτέλεσε βάση για τη μελλοντική εξέλιξη της έριδας.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος αρχικά θέλησε με αυστηρότητα να επιβάλει τις αποφάσεις τις Α΄ Οικουμενικής συνόδου, με αποτέλεσμα να καθαιρέσει τους Νικομηδείας Ευσέβιο και Νικαίας Θέογνι, με την αιτία της φιλοξενίας του Αρείου. Έτσι από την αρχή και με βάση αυτή τη χειρονομία διαφάνηκε πως οι Αρειανοφρονες απειθάρχησαν τελικά στις αποφάσεις της συνόδου. Σύμφωνα δε, με τον Μέγα Αθανάσιο η κατάσταση αυτή άρχισε να μεταβάλεται σταδιακά, υπό την επιρροή δύο γυναικών[32] στο περιβάλλον του αυτοκράτορα, της Βασιλίνας και της Κωνσταντίας, οι οποίες είχαν συγγενικές σχέσεις με τον Ευσέβιο Νικομήδειας και με τον Ιουλιανό, μετέπειτα Αυτοκράτορα του Βυζαντίου, αντίστοιχα. Έτσι η πολιτική του, μεταστράφηκε σε μια συμβιβαστική πολιτική μεταξύ των αντιμαχομένων και αυτό καταδείχθηκε από μια σειρά μέτρων που ανέλαβε όπως ανακλήσεις αρειανοφρόνων επισκόπων και τη διενέργεια συνόδου το 327, που ο Άρειος υποχρεώθηκε σε ομολογία πίστεως αίροντας τις ακραίες θέσεις του, μη όμως δεχόμενος τον όρο «ομοούσιος», θέτοντας την έκφραση «πρὸ πάντων τῶν αἰώνων γεγεννημένον Θεὸν Λόγον», με ερμηνευτικές προεκτάσεις προς κάθε κατεύθυνση. Σημαντική όμως συστηματική προσπάθεια από τους αρειανόφορνες υπήρξε η αμφισβήτηση του όρου «ομοούσιος», η οποία παρέπεμπε σε διατύπωση του Παύλου του Σαμοσατέα. Ο Παύλος όντως είχε χρησιμοποιήσει τον όρο αυτό και είχε καταδικαστεί, σχετίζοντας τον όμως με την έννοια μία ουσία-ένα πρόσωπο και όχι με προσωπικό διαχωρισμό όπως η εν Νικαία σύνοδος θεoλόγησε.
Η κατάσταση όμως, αντί να οδηγηθεί σε εξομάλυνση, οδηγήθηκε σε όξυνση με βάση δύο σημαντικά γεγονότα. Την εκλογή του σφοδρού πολεμίου του αρειανισμού Αθανασίου Αλεξανδρείας στον επισκοπικό θρόνο της Αλεξανδρείας και η αποκατάσταση της επιρροής του Ευσεβίου Καισαρείας στα αυτοκρατορικά κλιμάκια. Οι Αρειανόφρονες αντιλαμβανόμενοι πως στους δύο σημαντικότερους θρόνους της ανατολής βρίσκονταν δυο κεφαλές της εκκλησίας με μεγάλη επιρροή στο σώμα της οικουμενικής εκκλησίας, έστρεψαν την πολιτική τους κατά των δύο, εγκαινιάζοντας μια νέα εποχή διαμάχης που στόχο δεν είχε το θεολογικό υπόβαθρο, αλλά καθαρά την πολιτικο-θρησκευτική επιρροή των κεφαλών της εκκλησιας. Όπως μάλιστα ο Σοζωμενός μας πληροφορεί,[33] οι Αρειανόφρονες ήσαν προκατειλλημμένοι κατά των Αλεξανδρείας και Αντιοχείας. Σε αυτή την προσπάθεια στόχος ήταν η συκοφάντηση των δύο επισκόπων όπως μαθαίνουμε από τον Μεγάλο Αθανάσιο,[34] μια προσπάθεια που τελικά είχε αποτέλεσμα, αφού ο Ευσέβιος Νικομηδείας εν τέλη καθαίρεσε με βάση κατηγορίες[35] που προσείχθησαν, τον Ευστάθιο Αντιοχείας. Αλλά και ο Αθανάσιος, επίσκοπος Αλεξανδρείας εκδιώχτηκε από τη θέση του, αντικανονικώς[36] το 335 από σύνοδο στα Ιεροσόλυμα. Στην παραγματικότητα, με την εκδίωξη των δύο επισκόπων, οι Αρειανόφρονες έδειξαν να κερδίζουν το παιχνίδι εξουσίας στην εκκλησία, ειδικά δε μετά τον θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντίνου και την αναμενόνη αρχικά αποστασιοποίηση του νέου Αυτοκράτορα στην ανατολή. Προεξάρχοντες και ηγέτες, υπήρξαν οι Ευσέβιοι Νικομηδείας και Καισαρείας, οι οποίοι ανέλαβαν νέες πρωτοβουλίες καθαιρώντας και άλλους νικαϊστές επισκόπους,[37] όπως τον Μάρκελο Άγκυρας Γαλατίας, με την αιτιολογία της έκπτωσης στο Σαβελλιανισμό το 336.
Η σταθερή αξίωση του Κωνσταντίνου παρέμενε η θεολογική σύγκληση των δύο πλευρών, κάτι τέτοιο όμως με βάση τα γεγονότα που εξελίχθηκαν απομακρύνθηκε αλλά και οδηγήθηκε σε αδιέξοδο, με τη διατύπωση ακραίων θεολογικών θέσεων αρειανοφρόνων επισκόπων, θέσεις που είχαν αποτέλεσμα την αντίδραση και μερίδας ακολούθων του. Οι αρειανόφρονες παρ' όλα αυτά απέκρουσαν σταθερά κάθε αίτημα για νέα οικουμενική σύνοδο, την ώρα που η θεολογική διαμάχη είχε περάσει σε δεύτερη μοίρα. Κατά την περίοδο αυτή με την άνοδο των Κωνσταντίου και Κώνστα τα πράγματα άλλαξαν και κυρίως λόγο της ενεργούς συμμετοχής της Δύσης στην έριδα.
Στη νέα αυτή περίοδο πλέον η διαμάχη απέκτησε και θεολογικό χαρακτήρα. Κύριοι εκφραστές από την πλευρά των αρειανοφρόνων ήταν ο Ευσέβιος Καισαρείας και από την πλευρά της καθολικής εκκλησίας ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας. Ο Ευσέβιος γενικά χαρακτηριζόταν ως μετριοπαθής αρειανόφρων και με βάση τη γραμματεία που διασώζεται[38] φαίνεται να στάθηκε θεολογικά μονομερώς στο ζήτημα του «ομοουσίου», με ταυτόχρονη όμως απόκλιση από την αμιγώς Αρειανική θεολογία. Ο θάνατός του δε, επέφερε σχίσμα ανάμεσα στους Αρειανόφρονες, οι οποίοι διαχωρίστηκαν σε «Ομοιουσιανούς» με ηγέτη τον Βασίλειο Άγκυρας, οι οποίοι κατά τον Μέγα Αθανάσιο «τὴν αὐτὴν ἡμίν διάνοιαν ἔχοντες» και «Ὁμοίους» με ηγέτη τον Ακάκιο Καισαρείας, που παρέμειναν σταθεροί στις αρειανικές απόψεις. Αντιθέτως ο Μέγας Αθανάσιος στάθηκε σε τρία σημεία της Αρειανικής διδασκαλίας. Με βάση τη μονομέρειά της,[39] στο οτι ο όρος «ὁμοούσιος» ήταν αναγκαίος για τη φυσική θεότητα και συναϊδιότητα του Υιού,[39] την αντίφαση της αγνώστου ουσίας του Θεού, αλλά και τη σωτηριολογική σημασία της θεότητας του Χριστού.[40]
Οι εξελίξεις αυτήν την εποχή με την άνοδο των Κωνσταντίου και Κώνστα ήταν ραγδαίες. Ο Κωνστάντιος ήταν συνειδητά αρειανόφρων, ενώ ο Κώνστας πιστός στο σύμβολο της Νίκαιας, κάτι που υποχρέωσε σε αλλαγή πλεύσης τους αρειανόφρονες. Ενώ αρχικά κλήθηκαν, με τον θάνατο του Μ. Κωνσταντίνου, πίσω οι εξόριστοι επίσκοποι, οι αρειανόφρονες αντέδρασαν και έστειλαν αντιπροσωπεία στη Ρώμη, ζητώντας επικύρωση των συνόδων της Ανατολής. Ο Ιούλιος Ρώμης όμως αντέταξε τη βούληση, να πραγματοποιηθεί αναθεώρηση όλων των καθαιρέσεων σε νέα σύνοδο, κάτι που οδήγησε σε όξυνση τις σχέσεις Δύσης-αρειανοφρόνων, που πλέον ήλεγχαν και τον επισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, με επίσκοπο τον Ευσέβιο Νικομηδείας. Έτσι σύνοδος στην Αντιόχεια το 339 επικύρωσε την καθαίρεσή τους, υποχρεώνοντας τους εξόριστους να βρουν καταφύγιο στη Δύση. Η Δύση με τη σειρά της αντέταξε νέα σύνοδο το 340 στη Ρώμη, η οποία διακήρυξε την ορθοδοξία των επισκόπων, δέχοντάς τους σε κοινωνία. Στο διάστημα 341 με 351 ουσιαστικά ακολούθησε διαμάχη μεταξύ των επισκόπων των δύο πλευρών με διενέργεια συνόδων και εκατέρωθεν αντεγκλήσεων. Παρόλα αυτά, έγινε προσπάθεια σύγκλησης από την πλευρά των αρειανοφρόνων προς το Νικαϊκό σύμβολο, με ανυποχώρητη όμως τη θέση περί «ὁμοουσίου». Ο Αυτοκράτορας Κώνστας σε αυτό το διάστημα προσπάθησε να πιέσει για νέα οικουμενική σύνοδο, αλλά οι αρειανόφρονες απέκρουσαν κάθε τέτοιο ενδεχόμενο. Παρ' όλα αυτά, έγινε απόπειρα νέας οικουμενικής συνόδου το 343 στη Σαρδική, μετά την έντονη πίεση που είχε ασκηθεί από τον Κώνστα στον Αυτοκράτορα της ανατολής Κωνστάντιο. Η σύνοδος τελικά ουδέποτε διενεργήθη, διότι οι αρειανόφρονες έθεσαν θέμα κανονικής συγκροτήσεως με την αξίωση να αναγνωριστούν οι καθαιρέσεις των επισκόπων των ανατολικών συνόδων, κάτι που δεν έγινε δεκτό. Έτσι διενεργήθηκαν δύο παράλληλες σύνοδοι των παρατάξεων.
Ο θάνατος του Κώνστα ήταν μια καταλυτική εξέλιξη για την πορεία της έριδας. Ο Κωνστάντιος πλέον απέμεινε μοναδικός αυτοκράτορας και όπως ήταν λογικό οι αρειανοί καταστάθηκαν απόλυτοι κυρίαρχοι στη μάχη της επικράτησης στην εκκλησία. Αντ’ αυτού όμως, αυτήν την περίοδο, οι αρειανόφρονες διασπαστήκαν σε 3 παρατάξεις. Τους «Ὁμοίους», οι οποίοι ήταν πιστοί ακόλουθοι της διδασκαλίας του Αρείου, τους «Ὁμοιουσιανούς», οι οποίοι δέχονταν τη φυσική θειότητα του Χριστού και συναϊδιότητα, απορρίπτοντας και αντικαθιστώντας το όρο «ὁμοούσιος» και τους «Ἀνόμοιους» ή και «Εὐνομοιανούς» (εξ αιτίας του ηγέτη τους Ευνομίου), οι οποίοι έθεσαν νέες θεολογικές διαφορροποιήσεις. Μάλιστα οι αντιμαχόμενες πλευρές πολέμησε η μία την άλλη με μεγάλη σφοδρότητα. Από τις 3 παρατάξεις οι «Ὅμοιοι», παρότι αποτελούσαν το μικρότερο κομμάτι, τόσο από άποψη επισκόπων αλλά και ποιμνίου κέρδισαν την εύνοια του Αυτοκράτορα. Οι σημαντικότεροι εκφραστές των «Ὁμοιουσιανών» ήταν ο Βασίλειος Άγκυρας, Γεώργιος Λαοδικείας και Ευστάθιος Σεβάστειας, ενώ των «ὁμοίων» ο Ακάκιος Καισαρείας της Παλαιστίνης. Οι δύο παρατάξεις μάλιστα είχαν δεχθεί ως σύμβολο το σύμβολο της εν Αντιοχείας συνόδου των Αρειανοφρόνων το 341, και δη το δεύτερο από τέσσερα σύμβολα που συντάχθηκαν, το οποίο πρότεινε τον Υιό «ὅμοιον κατὰ πάντα τῷ Πατρί». Παρόλα αυτά, οι «ὅμοιοι» σταδιακά απομακρύνθηκαν από αυτή τη διδασκαλία. Οι «Ἀνόμοιοι» ως ηγέτη είχαν τον Αέτιο Αντιοχείας, και στη συνέχεια, το σημαντικότερο θεολόγο της αρειανικής διδασκαλίας και μαθητή του Αετίου, Ευνόμιο Κυζίκου.
Οι εξελίξεις την περίοδο αυτή και μέχρι τον θάνατο του Κωνστάντιου είχαν τη σφραγίδα του αυτοκράτορα. Ο ίδιος υποστήριξε με θέρμη τους ὁμοίους», οι οποίοι, ενώ αρχικά, όπως είδαμε, συμφώνησαν προς μια πιο μετριοπαθή πολιτική που τους έφερε σε σύγκληση με τους «ὁμοιουσιανούς», υπαναχώρησαν σε προγενέστερες απόψεις, διενεργώντας σύνοδο το 351 στο Σίρμιο και συντάσσοντας σύμβολο, το οποίο δήλωνε τον Υιό «ὑποταγμένον τῷ Πατρί». Το σύμβολο αυτό χρησιμοποιήθηκε ως θεολογική βάση για την επιβολή του Αρειανισμού σε Ανατολή και Δύση, με παράλληλη υποχρέωση όλων των επισκόπων να το αναγνωρίσουν, όπως μαρτυρεί ο επίσκοπος Ρώμης Λιβέριος στην επιστολή προς «Ανατολικούς επισκόπους».[41] Όσοι αρνήθηκαν εξορίστηκαν μεταξύ αυτών και οι Κορδούης Όσιος, Όσιος Μεδιολάνων Διονύσιος, Βαρκέλλων Ευσέβιος, Καλάρεως Λούκιφερ, Πικταβίου Ιλάριος κ.α., προωθώντας στις θέσεις τους επισκόπους της παρατάξεως των «Ὁμοίων». Οι «ὅμοιοι» μάλιστα, σε μια επίδειξη δύναμης, σε νέα σύνοδο το 359 στη Σελεύκεια, καταδίκασαν και τον όρο «ἀνόμοιος»,[42] όπως και τους όρους «ὁμοούσιος» ή «ὅμοιος». Οι «ὁμοιουσιανοί», σε σύνοδο στην Άγκυρα το 358 υπό την προεδρία του Βασιλείου Αγκύρας, εξέδωσαν 18 αναθεματισμούς σε συγκεκριμένες θεολογικές θέσεις των «ἀνομοίων», καθώς και ένα 19ο αναθεματισμό, κατά του «ὁμοουσίου» που τον χαρακτήριζαν ως Σαβελλιανιστινό.[43] Η κοινοποίηση των αποφάσεων αυτών βρήκε σύμφωνο τον Κωνστάντιο, ο οποίος συγκάλεσε νέα σύνοδο στο Σίρμιο, η οποία συνέταξε νέο σύμβολο το 359, με σύμπραξη «ὁμοίων» και «ὁμοιουσιανών», η οποία χαρακτήριζε τον Υιό «ὅμοιον δὲ λέγομεν τὸν Ὑιόν τῷ Πατρὶ κατὰ πάντα, ὡς καὶ αἱ ἁγίαι γραφαὶ λέγουσιν».[44]
Οι έριδες όμως δεν έπαψαν και ενώ οι νικαϊστές επίσκοποι έδειχναν να μένουν εκτός οργάνων λήψεων των αποφάσεων, βρήκαν ευκαιρία να δηλώσουν την παρουσία τους λόγω των εσωτερικών αρειανικών ερίδων. Ο Κωνστάντιος αξίωσε για τη γεφύρωση του χάσματος δίδυμη οικουμενική σύνοδο, κάτι που όλες οι αρειανίζουσες ομάδες επεδίωξαν. Έτσι συγκλήθηκε σύνοδος το 359 στη Αριμίνο του Ρίμινι με παρουσία 400 περίπου επισκόπων. Η βάση της συνόδου ήταν το σύμβολο του Σιρμίου ή 4ου συμβόλου του Σιρμίου του 359. Η απόφαση όμως των επισκόπων ήταν καταδίκη των αρειανικών απόψεων και επιβεβαίωση του Συμβόλου της Νίκαιας του 325, με παράλληλη απόφαση καθαίρεσης των αρειανοφρόνων. Η απόφαση αυτή πάρθηκε στις 21 Ιουλίου του 359. Όμως η σύνοδος έπρεπε να κυρωθεί από τον Αυτοκράτορα και κατά σύνοδο της κυρώσεως στη Νίκη της Θράκης, αντιπρόσωποι των «ὁμοίων» και σύμβουλοι του αυτοκράτορα μετά από πιέσεις και απειλές υποχρέωσαν σε άρνηση της αποφάσεως και επικύρωση του συμβόλου του Σιρμίου, απαλείφοντας και την «κατὰ πάντα» ομοιότητα, που έθεταν οι «ὁμοιουσιανοί». Ο έπαρχος Ταύρος μάλιστα πίεσε τους επισκόπους που έλαβαν μέρος στη σύνοδο να δεχθούν το σύμβολο του Σιρμίου, και σε νέα σύνοδο 160 επισκόπων στη Σελεύκεια το 359, αρχικά απέρριψαν και πάλι το σύμβολο, τελικά όμως, μετά από την παρέμβαση του αυτοκράτορα, η σύνοδος υποχρεώθηκε σε υπογραφή του Συμβόλου του Σιρμίου, καθαιρώντας τον Αέτιο, ηγέτη των «ἀνομοίων», και τους κυριότερους επισκόπους των «ὁμοιουσιανών».[45]
Η έριδα ανάμεσα σε «ὁμοίους» και «ὁμοιουσιανούς» κλιμακώθηκε, αλλά στο τέλος αυτής της περιόδου ήρθαν στην επιφάνεια δυο μεγάλα θεολογικά ζητήματα. Αφενός η θεμελίωση του όρου «ὅμοιος», αφετέρου ο σαφής προσδιορισμός των όρων «υπόσταση», «πρόσωπο», «ουσία», που αποτέλεσε τον δρόμο προς τη Β΄ οικουμενική σύνοδο.
Η περίοδος αυτή σφραγίστηκε από τέσσερα σημαντικά γεγονότα. Τον θάνατο του Κωνστάντιου, την άνοδο στον θρόνο του Ιουλιανού, ο οποίος επέδειξε ίση μεταχείριση στις παρατάξεις, την ανάκληση των εξορισθέντων επισκόπων, με στόχο τη μεγαλύτερη εσωτερική διάσπαση της εκκλησίας και την εμφάνιση του θεολογικού προβλήματος για τη θειότητα του Αγίου Πνεύματος, αλλά και τη διασαφήνιση των όρων «ουσία», «υπόσταση».
Αυτήν την περίοδο μέγιστη προσωπικότητα για τους Νικαϊστές αποδείχθηκε ο Μέγας Βασίλειος. Ο Μέγας Βασίλειος επέδειξε ιδιαίτερη αυστηρότητα στους αποκλίνοντες της συνόδου της Νίκαιας, ζητώντας να καταδικαστούν θέσεις υπερμάχων της καθολικής εκκλησίας, που παρέμεναν διαφοροποιημένες από το σύμβολό της. Ο ίδιος διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο στα θεολογικά ζητήματα, αφού όχι μόνο με πειστικά επιχειρήματα αναίρεσε τις όποιες σαβελλιανιστικές επιρροές[46] στην εκκλησία, απομακρύνοντας υποψίες πως η εκκλησία κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση, αλλά προέβαλλε και τη διατύπωση «περὶ τῶν τριῶν ὑποστάσεων» με τον όρο «μία οὐσία-τρεῖς υποστάσεις», η οποία θεμελιώθηκε από τους Καππαδόκες Πατέρες και έγινε αποδεκτή από το σώμα της εκκλησίας κατά τη Β΄ Οικουμενική σύνοδο. Ο Βασίλειος συνέδεσε τον όρο «ὑπόστασις» προς τον όρο «πρόσωπον», διακρίνοντας τον από την «οὐσία».
Σημαντικό κεφάλαιο σε αυτήν την περίοδο ήταν η επιστροφή των εξορίστων επισκόπων. Αυτή η ενέργεια ενίσχυσε την εκκλησία και σε συνδυασμό με τις κακές σχέσεις μεταξύ των αρειανικών ομολογιών, ισχυροποίησε τη θέση της. Μάλιστα με την προσέγγιση των «ὁμοιουσιανών» και τη γεφύρωση του χάσματος με την αντικατάσταση του «ὁμοουσίου» με την έκφραση «ἀληθῶς τὸν Ὑιόν φύσει Ὑιόν»[47] επήλθε νέα σύγκληση, που όμως διαίρεσε τους «ὁμοιουσιανούς». Το 362 συγκλήθηκε σύνοδος στην Αλεξάνδρεια, η οποία διαχώρισε τους ορθοδόξους από τους αρειανούς επισκόπους, ενώ νέα σύνοδος, το 363 στην Αντιόχεια, αποδέχθηκε ομόφωνα τον όρο «ὁμοούσιος».[48]
Οριστική συμφωνία δεν μπορούσε όμως να συναφθεί, εξαιτίας του ζητήματος της φυσικής θεότητας του Αγίου Πνεύματος. Οι αρειανόφρονες ουσιαστικά είχαν χωριστεί σε δύο παρατάξεις. Οι μετριοπαθείς και συνεπείς, θεωρούσαν το Πνεύμα κτίσμα του Πατρός, οι «ἀνόμοιοι» κτίσμα του Ὑιοῦ,[49] που ονομάστηκαν και πνευματομάχοι. Η συμφωνία όμως αδυνατούσε να επέλθει, ιδίως λόγω της ανόδου στον θρόνο του Ουάλη, ο οποίος ευνοούσε τους «Ἀνομοίους», με αποτέλεσμα να κηρρύξει διωγμούς κατά των υπολοίπων παρατάξεων. Η θεολογική διαμάχη τελικά για την αποδοχή της θεότητας του Αγίου Πνεύματος επικεντρώθηκε κυρίως ανάμεσα στους Βασίλειο και Ευνόμιο. Ο Ευνόμιος με Καππαδοκική καταγωγή, διέθετε όπως και ο Βασίλειος ευρύτατη φιλοσοφική και θεολογική μόρφωση. Ο ίδιος μάλιστα ήταν ο μοναδικός αρειανόφρων που έγραψε συστηματική θεολογία του αρειανισμού, με εκλεκτική ανάμιξη Αρειανικών και νεοπλατωνικών δοξασιών, όπως κρίνεται σήμερα. Η διδασκαλία του υποστήριζε:
Ο ίδιος αποσύρθηκε το 383 στα Διάκορα Καππαδοκίας μέχρι και τον θάνατό του το 392.
Στην πραγματικότητα, και Αθανάσιος Αλεξανδρείας μέχρι τη διασαφήνιση των όρων επέμενε στον όρο μία υπόσταση-μία ουσία,[51] η οποία δεν αναιρούσε, αφού δεν είχε σαφώς προσδιοριστεί, την ταύτιση «υπόσταση»-«πρόσωπο» κάτι που φαίνεται να δέχεται[52] μετά το 362. Όμως εισερχόμενη η εκκλησία σε τόσο λεπτολόγο θεολογία, καθίστατο αναγκαίος ο ακριβής προσδιορισμός των όρων. Η προσέγγιση του Αθανασίου έδινε έμφαση την ενότητα της Τριάδος, ενώ των Καππαδοκών στο μυστήριο της τριαδικότητας, απέναντι στη σαφή θέση του Ευνομίου. Έτσι ο Μέγας Βασίλειος προχώρησε στη θεμελίωση των όρων προβάλλοντας μαζί με τον Γρηγόριο Νύσσης και τον Γρηγόριο το Θεολόγο τη σχέση των «προσώπων», μια διδασκαλία που βρήκε ευρεία απήχηση στο ποίμνιο, εξασθενώντας σε σημαντικό βαθμό τις επιρροές της αρειανικής διδασκαλίας που μεν στη Δύση βαλλόταν από τον Αμβρόσιο Μεδιολάνων με σημαντική επιτυχία, στην ανατολή έβρισκε σημαντικά ερείσματα, αναιρώντας βασικά επιχειρήματα του Ευνομίου. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος δε, με τη συστηματική του θεολόγηση και με την άνοδό του στον επισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, εκτόπισε ακόμα περισσότερο την Αρειανική και ιδίως την Ευνομιανή αρειανική θεολογία.
Ο θάνατος του Ουάλη και η άνοδος του Θεοδοσίου, με την ταυτόχρονη κατάρρευση των Αρειανικών ερεισμάτων στη Δύση, ισχυροποίησε την κυρίαρχη πλέον θέση της εκκλησίας και συμπορευόμενη σε κοινή γραμμή, εν αντιθέση με την πολυδιάσπαση των αρειανοφρόνων, αποδυνάμωσαν και στην ανατολή τα ερείσματα του αρειανισμού, πού όμως ήδη είχε βρει ιδιαίτερη απήχηση εκτός Βυζαντινής αυτοκρατορίας, και ιδίως στα Γερμανικά φύλα των Γότθων. Την ίδια εποχή, ο Μελέτιος Αντιόχειας, μετά την εξορία του, επέστρεψε στον επισκοπικό θρόνο της Αντιοχείας, ύστερα από μεγάλη προσπάθεια των Καππαδοκών, αφού τόσο οι Δυτικοί όσο ο Αθανάσιος δεν έβλεπαν με θετικό μάτι την επάνοδό του. Ο ίδιος όμως ανέλαβε άμεσα ενεργό ρόλο και μάλιστα ηγετικό, ιδίως μετά τους θανάτους Μ.Αθανασίου και Μ.Βασιλείου το 373 και 379 αντίστοιχα. Έτσι, με την υπάρχουσα κατάσταση, την άνοδο στους θρόνους Νικαϊστών επισκόπων και την εμφάνιση Γρατιανού και Θεοδοσίου, που ενίσχυσαν αποδεχόμενοι τις θέσεις της Εκκλησίας, την Εκκλησία, το μόνο που απέμενε ήταν η σύγκληση νέας οικουμενικής συνόδου για την τελική συμφωνία στον προσδιορισμό των θεολογούμενων ζητημάτων.
Ο τερματισμός της αρειανικής έριδας, ήταν αναμφισβήτητα η σύγκληση της Β΄ Οικουμενικής συνόδου, στην Κωνσταντινούπολη το 381. Η σύνοδος αυτή συγκλήθηκε από τον Μέγα Θεοδόσιο και διενεργήθηκε υπό την προεδρία του Μελετίου Αντιοχείας,[53] ενώ ολοκληρώθηκε σε δύο συνοδικά μέρη, με έναρξη το 381 και ολοκλήρωση το 382 και με σημαντικά μεγάλη διαφοροποίηση στη σύνθεση τους, αφού στο πρώτο μέρος δεν είχαν κληθεί οι επίσκοποι Αιγύπτου-Αφρικής, Ιλλυρίας και της Δύσεως. Στόχος της συνόδου πέρα από τη βασική επιδίωξη της επίλυσης εσωτερικών διαφορών που είχαν προκύψει με τη χειροτονία του επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, ήταν η συνοδική καταδίκη του Αρειανισμού κάτι που στο πρώτο κομμάτι της συνόδου περιελήφθει στον πρώτο κανόνα της.
Η σύνοδος όμως της Κωνσταντινούπολης πέραν της αντιμετώπισης του Αρειανισμού, με στόχο να καταδικάσει τη διδασκαλία του και να επιβεβαιώσει τη θέση της Συνόδου της Νίκαιας, είχε και στόχο να εισάγει τα στελέχη του Αρειανισμού πίσω στους κόλπους της. Ορίστηκε δε, από τη σύνοδο, πως γι' αυτό τον σκοπό θα έπρεπε να επιδώσουν Λίβελο πίστεως αλλά και να δεχθούν εκ νέου το χρίσμα. Μάλιστα ο Λίβελος που έπρεπε να υποβάλλουν ήταν το αργότερα από την Δ΄ Οικουμενική σύνοδο αξιολογούμενο ως σημερινό Σύμβολο της Πίστεως, το οποίο συνετάχθει στη σύνοδο ως «Ομολογία πίστεως». Η προσπάθεια της εκκλησίας, δε σταμάτησε εκεί, αλλά έγινε προσπάθεια με νέα σύνοδο το 383 στην Κωνσταντινούπολη,[54] υπό τον Νεκτάριο, να επανέλθουν οι ηγέτες των Αρειανοφρόνων, σε κοινωνία με την εκκλησία, βασισμένη σε μια συλλογή «πατερικών κειμένων». Οι ίδιοι όμως απέρριψαν αυτό το ενδεχόμενο και εξέδωσαν η κάθε μία ξεχωριστά το δικό της Λίβελο πίστης.
Η θρησκευτική πολιτική του αυτοκράτορα Θεοδοσίου, οι αποφάσεις τις Β΄ Οικουμενικής συνόδου και η ταυτόχρονη προσπάθεια των Πατέρων της Εκκλησίας για την αντιμετώπιση του Αρειανισμού, αποδυνάμωσαν σε μεγάλο βαθμό την επιρροή και τη δυναμική που ανέπτυξε ο Αρειανισμός, κατά τα τέλη του 4ου αιώνα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η πλειοψηφία του λαού ακολούθησε τις αποφάσεις των συνόδων, ενώ πολλοί επίσκοποι εισχώρησαν στην εκκλησία. Παρά ταύτα, ο Αρειανισμός είχε εισχωρήσει στην Κεντρική κι Δυτική Ευρώπη, αφού η γειτνίαση με τους Γότθους και η μεγάλη επιρροή που άσκησε ο Αρειανισμός έστρεψε το φύλο αυτό, στην αποδοχή της διδασκαλίας του και ειδικά των «Ὁμοίων». Οι ίδιοι, μετακινούμενοι στα Δυτικά και ιδρύοντας το ισχυρό Βασίλειο των Γότθων με έδρα το Τολέδο, διέδωσαν τον Αρειανισμό και στην υπόλοιπη Ευρώπη, μεταθέτοντας τη διαμάχη. Μεγάλη ιεραποστολική μορφή στη διάδοση του Αρειανισμού, υπήρξε ο επίσκοπος, χειροτονημένος από τον Ευσέβιο Νικομηδείας, Ουλφίλας. Η αποδυνάμωση όμως του Γοτθικού βασιλείου και αφομοίωσή τους από τους Φράγκους, οι οποίοι αρχικά ακολούθησαν τη διδασκαλία της Καθολικής εκκλησίας, εξάλειψε ουσιαστικά τον Αρειανισμό, αν και μέχρι τον 6ο αιώνα παρατηρούνται υπολείμματα πιστών της ομολογίας αυτής.
[...]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.