From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Ρωμαϊκή Λεγεώνα (1941-1943)[1] ή Λεγεώνα των Βλάχων ή Βλάχικη Λεγεώνα ή Ρουμανική Λεγεώνα[2] (Ιούλιος 1941[3]- Σεπτέμβριος 1943) είναι το όνομα με το οποίο αποκλήθηκε μεταπολεμικά η πολιτική και ένοπλη οργάνωση που δημιούργησε ο βλάχικης καταγωγής πράκτορας της Ρουμανίας και της Ιταλίας[4] Αλκιβιάδης Διαμάντης, στη Θεσσαλία, Μακεδονία και Ήπειρο, με σαφή προσανατολισμό την υποστήριξη των δυνάμεων της Ιταλίας και της Γερμανίας κατά την Κατοχή της Ελλάδας, ενώ μέλη της συζητούσαν ανεπίσημα και για δημιουργία βλάχικου αυτόνομου κράτους, ή καντονιού που αποδόθηκε αργότερα ως Πριγκιπάτο της Πίνδου (όνομα που είχε χρησιμοποιηθεί για την κίνηση που είχε γίνει το 1917 σε χωριά της Πίνδου). Ο Διαμάντης δημιούργησε τη Λεγεώνα μετά από οδηγίες και συνεννόηση με τις κυβερνήσεις της Ρουμανίας και της Ιταλίας[5][6]. Κατά την εποχή της δραστηριότητάς της, η οργάνωση ονομαζόταν Ρωμαϊκή Λεγεώνα και βοηθούσε τις Ιταλικές δυνάμεις στη συλλογή των όπλων που είχαν κρατήσει οι κάτοικοι μετά την παράδοση του Ελληνικού Στρατού. Ο Διαμάντης αποκαλούσε τον εαυτό του αρχηγό και εκπρόσωπο των Βλάχων της Κάτω Βαλκανικής. Ο Διαμάντης έφυγε από την Ελλάδα το καλοκαίρι του 1942 για τη Ρουμανία και τη θέση του στην οργάνωση πήρε ο Νικόλαος Ματούσης. Μετά την οργάνωση αντιστασιακών οργανώσεων το 1942 και τη δυναμική αντίδρασή του ΕΛΑΣ εναντίον μελών της Λεγεώνας, αλλά και την αποχώρηση των Ιταλικών δυνάμεων λόγω συνθηκολόγησης της Ιταλίας, η Λεγεώνα διαλύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1943. Ο Ματούσης κατέφυγε αρχικά στην Αθήνα και στη συνέχεια στη Ρουμανία.
Ο Αλκιβιάδης Διαμάντης ήταν το ιδανικό πρόσωπο για τη δημιουργία φιλοϊταλικής οργάνωσης, δεδομένου ότι είχε ήδη σχέση με τη Ρουμανία και την Ιταλία από το 1917, όταν με την παρουσία ιταλικών δυνάμεων και δασκάλων ρουμανικών σχολείων (κάποιοι από τους οποίους επανεμφανίστηκαν το 1941) ήταν ένα νεαρό μέλος της Προσωρινής Επιτροπής που έστειλε επιστολές στο Ιταλικό Προξενείο ζητώντας υποστήριξη για ανεξαρτησία δεκατριών βλάχικων χωριών της Πίνδου, ενός είδος καντονιού υπό την προστασία της Ιταλίας που αν και δεν δημιουργήθηκε ποτέ, ούτε καν προκηρύχθηκε, αργότερα αποκλήθηκε Πριγκιπάτο της Πίνδου[7][8]. Οι τότε ενέργειες δεν είχαν συνέχεια μετά την άμεση αποχώρηση των Ιταλικών δυνάμεων. Το 1926, ο Διαμάντης ήταν Πρόξενος της Ρουμανίας στους Αγίους Σαράντα[9]. Ο Διαμάντης επέστρεψε στην Ελλάδα το 1930 ως αντιπρόσωπος ρουμανικής πετρελαϊκής εταιρείας . Έφυγε ξανά από την Ελλάδα το 1939 και γύρισε ακολουθώντας τα Ιταλικά στρατεύματα, μετά τη συνθηκολόγηση του ελληνικού στρατού τον Μάιο του 1941[10].
Ο Διαμάντης εμφανίστηκε μαζί με τους Ιταλούς όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ελλάδα, το 1941. Το φθινόπωρο του 1941, ίδρυσε τη Λεγεώνα[7], το όνομα της οποίας προήλθε από την επιχειρηματολογία που είχαν προετοιμάσει οι Ιταλοί πριν τον πόλεμο[11], ότι οι Βλάχοι είναι απόγονοι στρατιωτών της 5ης Ρωμαϊκής Λεγεώνας (Legio V Macedonica). Η Λεγεώνα δημιουργήθηκε από τον Διαμάντη μετά από οδηγίες και συνεννόηση με τις κυβερνήσεις της Ρουμανίας και της Ιταλίας τον Απρίλιο του 1941, όπως αναφέρει ο ίδιος στην αναφορά του προς τον πρωθυπουργό της Ρουμανίας στις 17 Ιουλίου 1942, αλλά και ο Ματούσης στην αναφορά του προς Ρουμανικές αρχές στις 21 Οκτωβρίου 1943[5][12]. Η Λεγεώνα είχε σκοπό την υποστήριξη των ιταλικών δυνάμεων κατοχής, ενώ στα μέλη της προπαγάνδιζε την ίδρυση ανεξάρτητου βλάχικου κράτους[13] και καλούσε τον πληθυσμό να αγωνιστεί στο πλευρό της Ιταλίας και της Γερμανίας. Αναφέρεται ότι εντάχθηκαν περίπου 2.000 άτομα.[14] Αλλού αναφέρεται ότι στο ένοπλο τμήμα της η οργάνωση ποτέ δεν είχε περισσότερους από «λίγες εκατοντάδες άνδρες»[15] και αλλού ότι στη μέγιστη ακμή της δεν είχε πάνω από 1.000 άτομα[7]. Ο Κ. Γεμενής εκτιμά ότι τα μέλη της Λεγεώνας ήταν 50-60 άτομα στις αρχές του 1942, έφτασε στα 300 άτομα στις αρχές του 1943 και πριν τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας σε κάτω από 100 άτομα[1] Χαρακτηριστικό για το μέγεθος της Λεγεώνας είναι ότι μετά το τέλος του πολέμου, στα Ειδικά Δικαστήρια Δωσιλόγων οδηγήθηκαν 617 άτομα, από τα οποία κρίθηκαν αθώα τα 319.[16]
Αποσπάσματα της Λεγεώνας έδρασαν στη Λάρισα (από όπου ξεκίνησε ο Διαμάντης), στη Σαμαρίνα, ιδιαίτερη πατρίδα του Διαμάντη, στα Τρίκαλα, στην Ελασσόνα, στην Καλαμπάκα, στα Φάρσαλα, στα Γρεβενά, στο Μέτσοβο και σε άλλες περιοχές, πάντα σε συνεργασία με ιταλικά στρατεύματα[7].
Τον Μάιο του 1941, ο Διαμάντης πηγαίνει στα Ιωάννινα και συναντά βλαχόφωνους και το καλοκαίρι περιοδεύει στη Σαμαρίνα, Γρεβενά, Λάρισα, Τρίκαλα, Ελασσόνα, σε πολλά χωριά και στο Πραιτώρι Ελασσόνας όπου οργανώνει συγκέντρωση περίπου 50 βλάχων της περιοχής, με παρουσία αποφοίτων ρουμάνικων σχολών και Ιταλών[17][18].
Το καλοκαίρι εμφανίζεται και η πρώτη δράση λεγεωναρίων, με αρχηγό τον Βασίλη Ραποτίκα με σκοπό την βοήθεια των ιταλικών δυνάμεων στην ανακάλυψη και συλλογή όπλων που ήταν στην κατοχή του πληθυσμού[19].
Τον Σεπτέμβριο ο Διαμάντης επισκέπτεται τον διορισμένο από τους Γερμανούς πρωθυπουργό Γεώργιο Τσολάκογλου και του υποβάλλει υπόμνημα με ημερομηνία 25/9/1941[19] ζητώντας δικαιώματα για τους Βλάχους, ίδρυση σχολείων, οικονομική ενίσχυση και ανάμεσα στα άλλα να διορίζονται «Οι Νομάρχαι και οι Δήμαρχοι Ηπείρου, Πίνδου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας, όπου υπάρχουν εις τας ως άνω περιοχάς αμιγείς συνοικισμοί Βλάχων ή μικτοί τοιούτοι Βλάχων και Ελλήνων», από κοινού μεταξύ της Ελληνικής Κυβέρνησης και του ιδίου «υπό την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου των Βλαχικών Κοινοτήτων της Πίνδου, Ηπείρου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας με την προηγουμένην έγκρισιν των Αρχών Κατοχής, ήτοι των Γερμανών διά την περιοχήν Θεσσαλονίκης και των Ιταλών διά την υπό της Ιταλίας κατεχομένην ζώνην.»[20].
Στη συνέχεια ο Διαμάντης, με τη βοήθεια των ιταλικών αρχών, προχωρά σε αντικατάσταση δημάρχων, ίδρυση ρουμάνικων σχολείων, παρακράτηση εμπορευμάτων και αγαθών καθώς και εξαναγκασμό κατοίκων να μπουν στην οργάνωση των λεγεωναρίων και συνέχιση των επιδρομών στα χωριά για όπλα. Τα μέλη της Λεγεώνας τύγχαναν ευεργετικών ρυθμίσεων ως προς την τυροκόμηση ενώ σταδιακά συγκροτούνται και ένοπλα ενισχύοντας τις ιταλικές κατοχικές αρχές[21]. Όμως ο Αλκιβιάδης Διαμάντης το καλοκαίρι του 1942 αποχώρησε από την Ελλάδα μεταναστεύοντας στη Ρουμανία και αντικαταστάθηκε στη διοίκηση της Λεγεώνας από το Νικόλαο Ματούση[22]. Μέλη της οργάνωσης συμμετείχαν το 1943 μαζί με τα ιταλικά στρατεύματα στις εκτελέσεις αμάχων που πραγματοποιήθηκαν στο Δομένικο και στην Τσαριτσάνη[23] του νομού Λαρίσης.
Οι κινήσεις του Διαμάντη και της Λεγεώνας συνάντησαν αντίδραση και από την κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου, αλλά και από τοπικούς παράγοντες. Ο διορισμένος πρωθυπουργός Τσολάκογλου, εξέδωσε εγκύκλιο στις 13 Μαρτίου 1942 προς τους Νομάρχες όπου αναφέρεται «συστηματική δράσις ξένων προπαγανδιστών», ότι «σκορπίζουν άφθονο χρήμα», ότι «δελεάζουν το λαό με τρόφιμα», ότι εκβιάζουν κατοίκους χωριών με παρουσία «αξιωματικού ή υπαξιωματικού των ξένων στρατευμάτων». Προειδοποιεί ότι «ο πόλεμος δεν έληξε. Συνεχίζεται εισέτι ειρηνικώς εν τη Ελλάδι» και ζητά «οι υπάλληλοι και τα όργανα της τάξεως» να μην «υποκύπτουν εις τας θρασείας ενεργείας των εκβιαστών και των οργάνων των πραπαγανδών», καθώς και να διαμαρτύρονται «εις τα Φρουραρχεία των Αρχών Κατοχής» και να τον τηρούν «ενήμερον διά τηλεγραφικών και ταχυδρομικών αναφορών δι' οιουδήποτε άλλου μέσου, επιβαλλομένου από τας ειδικάς περιστάσεις υφ' ας τελούμεν» και να διαφωτίζουν «επιμόνως την κοινήν γνώμην, όπως μη πίπτει θύμα της πλεκτάνης».[24] Στη περιοχή μετέβησαν με εντολή του Τσολάκογλου σημαντικά Βλαχόφωνα πρόσωπα όπως ο υποστράτηγος Ντάκος, ο συνταγματάρχης Απόστολος Παπαγεωργίου, ο δικηγόρος Δασκαλόπουλος και ο λοχαγός Θεόδωρος Σαράντης, τον οποίο διόρισε νομάρχη Τρικάλων, ώστε να ασκήσουν επιρροή εναντίον της αυτονομιστικής κίνησης[25].
Παράλληλα είχαν ιδρυθεί δυο αντιστασιακές οργανώσεις ενάντια στους Λεγεωνάριους:
Η οργάνωση Φιλική Εταιρεία που δημιούργησε ο Ευάγγελος Αβέρωφ και ο Νικόλαος Ράπτης, τον Μάιο του 1941 καταφέροταν εναντίον της δράσης της Λεγεώνας καθώς είχε στείλει υπόμνημα διαμαρτυρίας στον Ιταλό στρατηγό Ρουτζέρο στις 15 Γενάρη 1942 [26][27] και παράλληλα δημοσίευε κείμενα στον Τύπο κατά της δράσης της. Παράλληλα, ο υπομοίραρχος Χωροφυλακής, Χ. Κούρτης, έπειτα από συνεννόηση με τον Αβέρωφ, πυρπόλησε στα Τρίκαλα ιταλική αποθήκη εφοδιασμού που προοριζόταν για τη Λεγεώνα[28]. Για την δραστηριότητά τους, ο Αβέρωφ και άλλοι φυλακίστηκαν από τις ιταλικές αρχές στις 28 Απριλίου 1942 και στάλθηκαν αρχικά σε φυλακή και στη συνέχεια σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Ιταλία.
Εναντίον της Λεγεώνας άρχισαν να δρουν η «Ένωση Ελλήνων Κουτσοβλάχων Εθνικοαπελευθερωτική και Εκπολιτιστική Οργάνωση» που την καθοδηγούσε το ΕΑΜ και έβγαζε προκηρύξεις,[29] η εφημερίδα Κουτσόβλαχος που καταφέροταν ενάντια στη δράση της καθώς και μέλη του ΕΑΜ που άρχισαν από το 1941 ένοπλη δράση εναντίον λεγεωνάριων.[3] Αυτές οι δράσεις από το 1942 μεγαλώνουν και προκαλούν φόβο στους λεγεωναρίους, ειδικότερα μετά και την εκτέλεση του πρωτεργάτη της Λεγεώνας Βασίλη Ραποτίκα στα μέσα του 1943. Αποτέλεσμα αυτών των ενεργειών ήταν η αποχώρηση του Νικόλαου Ματούση από την ενεργή δράση στη Λεγεώνα και λόγω φόβου[30] και λόγω της εκτέλεσης αρκετών μελών της Λεγεώνας από αντάρτες του ΕΛΑΣ[31]. Ο Ματούσης συνέχισε την πολιτική του δράση στην Αθήνα συμμετέχοντας στην εθνικοσοσιαλιστική Οργάνωση Πρωτοπόρων Νέας Ευρώπης (ΟΠΝΕ) στην οποία συμμετείχαν μεταξύ άλλων ο Ανδρέας Κονδάκης και ο Γεώργιος Μερκούρης[32].
Το 1942, ο δημοσιογράφος Τάκης Οικονομάκης δημοσιεύει σειρά άρθρων στην εφημερίδα του Βόλου «Η Θεσσαλία» εναντίον της «Λεγεώνας» (Φεβρουάριος 1942) αναφερόμενος εμμέσως αλλά σαφώς στα μέλη της: «κατσικοκλέφτες, φυγόδικοι, μαυραγορίτες, πάσης φύσεως άτακτα στοιχεία» και αργότερα μιλώντας για «αντεθνική λεγεώνα»[33]. Τον Μάρτιο, ο κατοχικός πρωθυπουργός Τσολάκογλου είχε εκδώσει την απόρρητη εγκύκλιο προς τους Νομάρχες εναντίον της Λεγεώνας[34]. Ο Διαμάντης συντάσσει κείμενο με τίτλο «επιβεβλημένη απάντησις», το οποίο απαιτεί να δημοσιευτεί την 25η Μαρτίου, επέτειο της εθνικής εορτής. Οι εφημερίδες αρνούνται και το δημοσιεύουν στις 28 Μαρτίου 1942 η «Θεσσαλία» και «Ο Ταχυδρόμος», ενώ ο «Λαρισαϊκός Τύπος» και το «Θάρρος» των Τρικάλων το δημοσιεύουν στις 2 Απριλίου. Η «Θεσσαλία» προσπαθεί να δημοσιεύσει σχόλιο το οποίο δεν επιτρέπει η ιταλική λογοκρισία, ενώ ο ιδιοκτήτης του «Θάρρους» σε διπλανή στήλη δημοσιεύει κείμενο με τίτλο «Προδότης και προδοσία» δήθεν αναφερόμενο στα θρησκευτικά δρώμενα του Πάσχα, το οποίο τελειώνει λέγοντας «Εκ της εξιστορήσεως της προδοσίας του Ιούδα..... το κοινωνικόν σύνολον αντλεί διδάγματα εκ του καυτηριασμού της επιβόλου πράξεως»[35].
Το κείμενο του Διαμάντη που δημοσιεύτηκε στα τέλη Μαρτίου-αρχές Απριλίου, με ημερομηνία 1η Μαρτίου 1942, φερόταν να υπογράφεται από τον ίδιο με την ιδιότητα «Ο Αρχηγός και εκπρόσωπος των Βλάχων της Κάτω Βαλκανικής» και 42 πρόσωπα ως «Οι Σύμβουλοι και εκπρόσωποι των Βλάχων της Κάτω Βαλκανικής, Σερβίας, Βουλγαρίας, Αλβανίας, Ελλάδος»[36]. Από αυτούς, κάποιοι ήταν γνωστοί υποστηρικτές αυτονομιστικής δράσης όπως ο Ζακού Αράϊα - δάσκαλος που πληρωνόταν από τη Ρουμανία για να διδάσκει στα Ρουμάνικα σχολεία της Ελλάδας, ο οποίος είχε υπογράψει και το 1917 στην επιστολή της Σαμαρίνας με την οποία τα βλάχικα χωριά της Πίνδου ζητούσαν την προστασία της Ιταλίας και την ίδρυση καντονιού, ο υπαρχηγός της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» Ματούσης, αλλά και κάποιοι οι οποίοι δεν συμφωνούσαν με την υπογραφή του δημοσιεύματος. Ορισμένοι από αυτούς κατάφεραν να δημοσιεύσουν σε άλλη εφημερίδα τη διαφωνία τους.
Εκτός του Διαμάντη που υπέγραψε ως «Al. C. Dίamandί», υπέγραψαν και οι 1) Μ. Tegιιjauί, 2) Pregg. Ζίcο Αraia[37], 3) Vas. Vardullί, 4) Ανοs Nίc. Tullίa Matussί, 5) Progg. Dίm Τsutra, 6) Dottre Cost. Taha, 7) Ανοe. Georg. Cazana, 8) Ανοe. G. Vasίlakί, 9) Dottre G. Franco, 10) Proq. Α. Beca, 11) G. Pappa, 12) Dotton Νίc. Micίbuna, 13) Proq. S. Pappa, 14) Dίm. Hatzίgogu, 15) An. S. Calobru, 16) Νίc. Tellίonί - Colomello, 17) D. Teja, 18) Vas. Gίorgίo - Colomello, 19) Progg. Nίkolescu Coust, 20) Stefano Cocίo - maggίore eoeprofessore, 21) G. Condoίanί, 22) Dottor. C. Caloera, 23) Prof. Vίrgίlίo Balamace, 24) Michele Barda, 25) Ing. E. Cutzamanί, 26) Gίον. Stefa, 27) Nic. Α. Beca, 28) Prof. Papagheorghί, 29) An. Pίspίrίcu, 30) Α. Balaιnace, 31) Ing. Pelechί, 32) Ανν. Pituli, 33) Ανν. Barda, 34) Toli Hatzί, 35) Gίον. Copano, 36) Prof. Ζίssί Hatzίbίra, 37) Dottor S. Trίandafil, 38) Gίονanί Ν. Mergίu, 39) Perίcle D. Piteni, 40) Gίorgio Ghίuleca, 41) Achil. Gachi Furchioti, 42) Atan. Balodino (το ορθό ήταν Balodimo). Τα ονόματα αναφέρονται εδώ σύμφωνα με την ορθογραφία του πρωτοτύπου, όπως αυτή καταγράφηκε από τον Παπαγιάννη[35].
Στις υπογραφές αυτές περιλαμβάνονται μία ενός εν ενεργεία Έλληνα αξιωματικού και τριών ακόμη, σε αποστρατεία. Από αυτούς μόνο ο Στέφανος Κότσιος (Stefano Cocίo) συμφωνούσε με τον Διαμάντη [38]. Ο Βασ. Τζιόντζιος (που αναφέρεται στις υπογραφές ως Vas. Gίorgίo), αξιωματικός ε.α. δημοσίευσε την 21η Μαΐου 1942 επιστολή στην εφημερίδα «Νέα Ευρώπη», στην οποία ανάφερε ότι δεν έθεσε την υπογραφή του στο κείμενο με τίτλο «επιβεβλημένη απάντησις»[39].
Στις 25 Απριλίου, οι Ευάγγελος Αβέρωφ, Γεώργιος Ρούσσας, δικηγόρος, Νικόλαος Ράπτης γιατρός, Δημήτριος Ζατζηπύρρος, Κων. Κύρκος, Λάζ. Κίκας, Χρ. Τζίμας, Στ. Κωνσταντίνου, Απ. Κατσιλέρος δικηγόροι και Γεώργιος Τάρης γιατρός, στέλνουν στις εφημερίδες απαντητικό κείμενο στο οποίο δηλώνουν ότι είναι Κουτσόβλαχοι και διαμαρτύρονται για το δημοσίευμα γιατί δεν είχαν εξουσιοδοτήσει κανέναν να τους εκπροσωπεί, ενώ επιβεβαιώνουν ότι «οι περισσότεροι των υπογραψάντων δηλούν... ότι εν αγνοία των ετέθη το όνομά των υπό το δημοσίευμα και ότι φοβούνται να δηλώσουν τούτο δημοσία» και τελειώνουν «Έλληνες εγεννήθημεν και Έλληνες θ' αποθάνωμεν». Οι εφημερίδες δεν το δημοσίευσαν γιατί το απαγόρευσαν οι Ιταλοί αλλά παραδόθηκε στο Δήμαρχο Λαρίσης τέσσερις μέρες μετά, στις 29 Απριλίου, από τον Δημ. Χατζηπύρρο, ενώ την προηγούμενη ημέρα είχαν προηγηθεί ομαδικές συλλήψεις βλαχοφώνων στη Λάρισα, ανάμεσα στους οποίους και πολλοί από αυτούς που υπέγραφαν το απαντητικό κείμενο[40].
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.