Έλληνας θεολόγος, πολιτικός και καθηγητής πανεπιστημίου From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Νικόλαος Λούβαρις (1887 - 1961) ήταν Έλληνας θεολόγος, καθηγητής πανεπιστημίου του 20ού αιώνα, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, ελευθεροτέκτονας και συνεργάτης των Ναζί κατά τη Γερμανική Κατοχή της Ελλάδας .
Νικόλαος Λούβαρις | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Νικόλαος Λούβαρις (Ελληνικά) |
Γέννηση | 23 Οκτωβρίουιουλ. / 4 Νοεμβρίου 1887γρηγ. ή 23 Οκτωβρίου 1887[1] Τήνος |
Θάνατος | 26 Μαρτίου 1961[1] Αθήνα |
Κατοικία | Αθήνα[2] |
Χώρα πολιτογράφησης | Ελλάδα |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | νέα ελληνική γλώσσα |
Σπουδές | Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (1904–1907) Πανεπιστήμιο της Λειψίας |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πολιτικός θεολόγος διδάσκων πανεπιστημίου |
Εργοδότης | Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (1925–1955) |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων της Ελλάδας (Μάρτιος 1936 – Αύγουστος 1936, Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Δεμερτζή 1935 και Κυβέρνηση Ιωάννη Μεταξά 1936) Υπουργός Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας της Ελλάδας (1943–1944, Κυβέρνηση Ιωάννη Ράλλη 1943) Υπουργός Εθνικής Πρόνοιας της Ελλάδας (7 Απριλίου 1943 – 29 Απριλίου 1943, Κυβέρνηση Ιωάννη Ράλλη 1943) μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (από 1960) |
Βραβεύσεις | Μεγαλόσταυρος του Τάγματος της Αξίας της Γερμανίας |
Γεννήθηκε στην κοινότητα Αρνάδος της Τήνου στις 23 Οκτωβρίου του 1887. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην κοινότητα Κτικάδου όπου φοίτησε στο δημοτικό σχολέιο (1890-1894). Στη συνέχεια φοίτησε στο Σχολαρχείο της Τήνου (1894-1897) και στο Πρότυπο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών (1897-1900). Ακολούθως σπούδασε στη Ριζάρειο Σχολή (1900-1903) και στη Θεολογική Σχολή της Αθήνας (1904-1907). Μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων διορίστηκε στο Σχολαρχείο της Ανάφης μέχρι το 1911, οπότε έλαβε υποτροφία του Ιερού Ιδρύματος Τήνου για τη συνέχιση των σπουδών του στη Γερμανία. Μεταξύ 1911 και 1914 σπούδασε Ερμηνευτική Θεολογία της Καινής Διαθήκης, Θρησκειολογία, Φιλοσοφία και Παιδαγωγική στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας.[3]
Στις 31 Ιανουαρίου 1915 επέστρεψε στην Ελλάδα και υπηρέτησε ως καθηγητής των Παιδαγωγικών στο Αρσάκειο Διδασκαλείο Αθηνών, στο Διδασκαλείο Θηλέων Κέρκυρας και στο Διδασκαλείο Αρρένων Θεσσαλονίκης, στο οποίο διετέλεσε και διευθυντής μεταξύ 1918 και 1923. Στη Θεσσαλονίκη, επίσης πραγματοποίησε διαλέξεις στον Ιερατικό Σύνδεσμο, στον Επιστημονικό Σύλλογο, ενώ εξελέγη και πρόεδρος της Ενώσεως Λειτουργών Μέσης Παιδείας Μακεδονίας. Στα τέλη του 1919 ανέλαβε τη διεύθυνση του εκεί εκδιδόμενου περιόδικού «Γρηγόριος Παλαμάς».[4] Στις 25 Οκτωβρίου 1921 αναγορεύθηκε διδάκτορας της Θεολογίας με θέμα «Η εις πνεύματα πίστις κατά τους περί Χριστού χρόνους».[5] Το 1923, μετατέθηκε δυσμενώς για πολιτικούς λόγους στο Γυμνάσιο Πολυγύρου, υπέβαλε όμως την παραίτησή του και προσελήφθη ως Διευθυντής του ελληνικού τμήματος της Ιταλικής Σχολής Θεσσαλονίκης, μέχρι το 1925.[3]
Στις 11 Νοεμβρίου 1925 εξελέγη παμψηφεί τακτικός καθηγητής της Εισαγωγής και της Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης στη Θεολογική Σχολή Αθηνών.[6] Διετέλεσε γενικός γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας δύο φορές τις περιόδους 1926-1928 και 1935-1936 και Υπουργός Παιδείας από 14 Μαρτίου 1936 έως 6 Αυγούστου 1936.[7][8] Υπήρξε ακόμη πρόεδρος της επιτροπής αναθεωρήσεως του Αναλυτικού Προγράμματος του μαθήματος των θρησκευτικών (1933), μέλος της Εφορίας του Παιδαγωγικού Κέντρου Αθηνών (1937) και υπουργικός επίτροπός του Κολλεγίου Αθηνών (1941)[9]. Το 1931 ίδρυσε το περιοδικό «Κοσμοθεωρία».[10]
Στις 29 Απριλίου του 1941 ήταν ένας από τους προτεινόμενους για υπουργοποίηση από τον Γεώργιο Τσολάκογλου. Όμως παραιτήθηκε αμέσως χωρίς να ορκιστεί, επικαλούμενος ως δικαιολογία την είσοδο των Ιταλών στην Αθήνα.[11] Ο Λούβαρις, ο οποίος θεωρούνταν εγγυητής της διατήρησης μιας στάσης ανοχής της Εκκλησίας της Ελλάδος απέναντι στις Γερμανικές κατοχικές δυνάμεις, συνέβαλε στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς το πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού εκ μέρους των Γερμανών καθώς συνέταξε έκθεση που την υπέβαλε στη Γερμανική Πρεσβεία, η οποία διαβιβάστηκε στο Βερολίνο, και τελικά εγκρίθηκε η αντικατάσταση του Αρχιεπισκόπου Χρύσανθου.[12] Στην τρίτη κατοχική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη από τις 7 Απριλίου 1943 έως τις 12 Οκτωβρίου 1944 έγινε υπουργός Θρησκευμάτων και Εθνικής παιδείας και υπουργός Εθνικής Προνοίας[13], κατόπιν έντονης πίεσης του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού κατά ισχυρισμό του καθηγητή Ρηγόπουλου[5][14].
Ο ίδιος στα Απομνημονεύματά του γράφει πως η συμμετοχή του στην τελευταία κατοχική κυβέρνηση υπαγορεύθηκε από το αίσθημα ευθύνης του ως πνευματικού ανθρώπου απέναντι στην πατρίδα του και των συνανθρώπων του απέναντι της μανίας του ναζιστικού τέρατος.[6][15] ΜΝ
Μετά την Απελευθέρωση, τον Μάιο του 1944, απολύθηκε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών λόγω της δίκης και καταδίκης του σε πενταετή φυλάκιση ως συνεργάτης των ναζιστών επί Κατοχής και [16] τη συμμετοχή του στην κατοχική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη. Αν και ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός κλήθηκε στη δίκη από τον Λούβαρι ως μάρτυρας υπεράσπισης αυτός δεν παρέστη.[17] Επανήλθε στην έδρα του το 1949 και στις 31 Αυγούστου 1955 συνταξιοδοτήθηκε λόγω ορίου ηλικίας[18]. Διετέλεσε κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής Αθηνών τέσσερις φορές κατά τα ακαδημαϊκά έτη 1931-1932, 1937-1938, 1941-1942, 1952-1953.[19] Αποχώρησε από το Πανεπιστήμιο το 1955.[20] Ακόμη, κατά το ακαδημαϊκό έτος 1942-1943 υπήρξε αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.[21] Ο Λούβαρις δίδαξε επίσης Εισαγωγή στις πνευματικές επιστήμες, Ιστορία του Πολιτισμού και Ιστορία των Θρησκευμάτων στο τμήμα Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία στο Νομικό τμήμα της Νομικής Σχολής Αθηνών,[6] Εισαγωγή στη φιλοσοφία και εισαγωγή στις πνευματικές επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, του οποίας υπήρξε και πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου από το 1939 μέχρι το 1941[22]. Δίδαξε Φιλοσοφία και Ηθική Αγωγή στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (1939-1940)[23] και υπήρξε μέλος της Γερμανικής Φιλοσοφικής Εταιρείας του Βερολίνου, του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός από το 1932.[24] Το 1935 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης και το 1959[25] της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης.[26] Στις 17 Δεκεμβρίου 1960 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.[27] Επίσης, ήταν μέλος της Μεγάλης Τεκτονικής Στοάς της Ελλάδας.[28] Απεβίωσε στις 26 Μαρτίου 1961 στην Αθήνα.[29]
Θεωρείται ως ο βασικός εισηγητής των θρησκειοφιλοσοφικών σπουδών στην Ελλάδα: το μελέτημά του «Η φιλοσοφία της θρησκείας εν τω παρόντι», το 1916 μπορεί να θεωρηθεί ως η «ληξιαρχική πράξη γεννήσεώς της»[30] Πέτυχε, μάλιστα, με δική του εισήγηση την ίδρυση στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ειδικής έδρας της Φιλοσοφίας της Θρησκείας μετά στοιχείων της Ψυχολογίας της θρησκείας, όπου δίδαξε κατ' ανάθεση από το 1953 έως το 1955. Σε αυτόν οφείλεται, επίσης, η ίδρυση της έδρας φιλοσοφίας στην Πάντειο Ανώτατη Σχολή Πόλιτικών Επιστημών. Με δική του πρωτοβουλία εισηγήθηκε το θρησκειοφιλοσοφικό μάθημα στις παιδαγωγικές ακαδημίες και στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαιδεύσεως. Επίσης μερίμνησε για τη δημιουργία ενός φυτωρίου νεοελλήνων θρησκειοφιλοσόφων από όπου προήλθαν οι Ευάγγελος Θεοδώρου και Νίκος Νησιώτης Ιδιαίτερη απήχηση είχε στο λεγόμενο Κύκλο της Χαϊδελβέργης (Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, Κωνσταντίνος Τσάτσος, Παναγιώτης Κανελλόπουλος), ενώ οι μαθητές του ονομάζονταν λουβαρισταί.[31] Ασχολήθηκε με τις θρησκειοψυχολογικές σπουδές και πρώτος αυτός καθιέρωσε το όνομα ψυχολογία της θρησκείας ή θρησκειοψυχολογία.[32]
Οι απόψεις του για τη θρησκεία έχουν δεχθεί επιδράσεις από τη θεωρία των αξιών, τη λεγόμενη αξιολογία των νεοκαντιανών της σχολής της Βάδης. Έτσι, σύμφωνα με τον Λούβαρι, ο πνευματικός βίος είναι ένα σύνολο αξιών με τη δική της καθεμιά περιοχή: για την αληθεία, π.χ., αντιστοιχεί η επιστήμη. Η θρησκεία έχει ως επίκεντρό της την αξία του αγίου ή του θείου. Επίσης ο Λούβαρις επηρεάστηκε από την φαινομενολογία του Έντμουντ Χούσερλ[33]. Αντίθετος προς τον ιστορικό υλισμό, παρέμεινε σταθερός στη θετικιστική αντίληψη των δασκάλων του Βίλχελμ Ντίλταϋ και Έντουαρντ Σπράνγκερ και δι΄αυτών του Ιμμάνουελ Καντ.[6][34][35] Στην Ιστορία της Φιλοσοφίας του, ο Λούβαρις ακολουθεί τη διαίρεση της αρχαίας φιλοσοφίας του Βίλχελμ Βίντελμπαντ (ιδρυτής της νεοκαντιανής σχολής της Βάδης), διακρίνοντας μία κοσμολογική, μία ανθρωπολογική και μία ηθικοθρησκευτική περίοδο στην εξέλιξή της. Παρόμοια, επίσης με τον Βίτελμπαντ, συγκροτεί το υλικό του με βάση την εξέλιξη των προβλημάτων στην αρχαία φιλοσοφία κι όχι τη χρονολογική σειρά που εμφανίζονται οι κυριότεροι εκπρόσωποί της.[36] Ο Λούβαρις, θρέμμα της γερμανικής παράδοσης της ιστορίας του πνεύματος, έγραφε ευνοϊκά και εκτενώς για την ανοικοδομητική προσφορά του Αδόλφου Χίτλερ, χαρακτήριζε τους Γερμανούς σοσιαλδημοκράτες εχθρούς του κράτους, ενώ τον Χίτλερ παιδί του λαού και περιέγραφε τον εκφυλισμό του Τύπου και των πανεπιστημίων από τις υπερβολικά ευρείες ελευθερίες. Σε άλλο άρθρο του ο ίδιος επαινούσε την κατάργηση των ελευθεριών στη Γερμανία: οι Ναζί είχαν αποκαταστήσει την ελευθερία του κράτους και είχαν ενισχύσει την εθνική συνείδηση, μεταξύ άλλων με σημαίες και στολές, παρελάσεις και στρατιωτικό πνεύμα. Δεν έλειπαν και οι θετικές εκτιμήσεις του για τον ιταλικό φασισμό.[37]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.