Οπτική διαταραχή
From Wikipedia, the free encyclopedia
Οπτική διαταραχή (αγγλ. visual impairment),[2] ονομάζεται επίσης διαταραχή της όρασης ή απώλεια της όρασης, είναι η κατάσταση στην οποία ένα άτομο έχει χάσει πλήρως ή μερικώς την αίσθηση της όρασης εξαιτίας ψυχολογικών ή νευρολογικών παραγόντων.[1][3][4] Υπάρχουν τέσσερα επίπεδα οπτικής λειτουργίας με βάση τη Διεθνή Στατιστική Ταξινόμηση των Νόσων και των Σχετικών Προβλημάτων Υγείας (ICD-10): φυσιολογική όραση, μέτρια οπτική διαταραχή, σοβαρή οπτική διαταραχή, και τύφλωση.[5] Η οπτική διαταραχή προσδιορίζεται από την οπτική οξύτητα, η οποία είναι η διακριτική ικανότητα του οφθαλμού. Η οπτική οξύτητα μετράται με πίνακες οπτοτύπων. Ένας από τους πιο γνωστούς πίνακες είναι ο πίνακας Σνέλεν. Η οπτική οξύτητα μικρότερη από 20/40 ή 20/60 υποδηλώνει την ύπαρξη οπτικής διαταραχής.[1][6] Ο όρος τύφλωση χρησιμοποιείται για την πλήρη ή σχεδόν πλήρη απώλεια της όρασης.[7]
Οπτική διαταραχή | |
---|---|
Ένα λευκό μπαστούνι, το διεθνές σύμβολο της τύφλωσης | |
Ειδικότητα | νευρολογία και οφθαλμολογία |
Συμπτώματα | Μειωμένη ικανότητα όρασης |
Αίτια | Μη διορθωμένες διαθλαστικές ανωμαλίες, καταρράκτης, γλαύκωμα |
Διαγνωστική μέθοδος | Οφθαλμολογική εξέταση |
Θεραπεία | Αποκατάσταση όρασης, αλλαγές στο περιβάλλον, βοηθητικές συσκευές (γυαλιά, λευκό μπαστούνι) |
Νοσηρότητα | 1.1 δισ. άτομα το 2020 |
Ταξινόμηση | |
ICD-10 | H54.0, H54.1, H54.4 |
ICD-9 | 369 |
DiseasesDB | 28256 |
Τα αίτια της οπτικής διαταραχής είναι πολλά. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η οπτική διαταραχή προκαλείται κυρίως από μη διορθωμένες διαθλαστικές ανωμαλίες (53,7%), καταρράκτη (24,3%) και γλαύκωμα (1,8%).[7][8][9] Οι διαθλαστικές ανωμαλίες περιλαμβάνουν τη μυωπία, την υπερμετρωπία, την πρεσβυωπία και τον αστιγματισμό. Ο καταρράκτης είναι η πιο κοινή αιτία τύφλωσης.[5][10] Άλλες διαταραχές που μπορεί να προκαλέσουν προβλήματα όρασης περιλαμβάνουν εκφύλιση της ωχράς κηλίδας που σχετίζεται με την ηλικία, διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, θόλωση του κερατοειδούς, σακχαρώδης διαβήτης, οφθαλμικά τραύματα, τύφλωση στην παιδική ηλικία και διάφορες λοιμώξεις. Η απώλεια της όρασης μπορεί να προκληθεί από ασθένειες του οφθαλμικού φακού, του αμφιβληστροειδή και άλλων δομών του ματιού, βλάβες του οπτικού νεύρου ή και του εγκεφαλικού φλοιού, στην περίπτωση της φλοιώδους οπτικής διαταραχής.[11] Στις αναπτυσσόμενες χώρες, η απώλεια της όρασης λόγω λοιμώξεων που προκαλούν τράχωμα και ογκοκερκίαση είναι συχνή. Επίσης, η έλλειψη βιταμίνης Α σε υποσιτισμένα άτομα μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια της όρασης.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) εκτιμά ότι το 80% των διαταραχών της όρασης μπορούν να προληφθούν ή να θεραπευτούν.[4] Αυτό περιλαμβάνει τον καταρράκτη, την ογκοκερκίαση, το τράχωμα, το γλαύκωμα, τη διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, τις μη διορθωμένες διαθλαστικές ανωμαλίες και ορισμένες περιπτώσεις παιδικής τύφλωσης.[12] Πολλά άτομα με σημαντική οπτική διαταραχή επωφελούνται από την αποκατάσταση της όρασης, τις αλλαγές στο περιβάλλον τους και τις βοηθητικές συσκευές.[6]
Το 2020, άτομα με κάποιο βαθμό απώλειας της όρασης έφταναν τα 1,1 δισ. παγκοσμίως. Από αυτούς τα 258 εκ. είχαν ήπια απώλεια όρασης, 295 εκ. μέτρια έως σοβαρή οπτική διαταραχή, 510 εκ. οπτική διαταραχή από μη διορθωμένη πρεσβυωπία, και 43,3 εκ. ήταν τυφλοί.[13][14] Η πλειονότητα των ατόμων με μειωμένη όραση βρίσκεται στον αναπτυσσόμενο κόσμο και είναι άνω των 50 ετών.[13] Τα ποσοστά ατόμων με διαταραχές όρασης έχουν μειωθεί από τη δεκαετία του 1990.[4] Τα προβλήματα όρασης έχουν σημαντικό οικονομικό κόστος τόσο άμεσα λόγω του κόστους θεραπείας όσο και έμμεσα λόγω μειωμένης ικανότητας για εργασία.[4][15]
Για την εξυπηρέτηση των ατόμων με απώλεια όρασης υπάρχουν διάφορες υπηρεσίες. Για παράδειγμα, για όσους έχουν πλήρη τύφλωση υπάρχει ο κώδικας Μπράιγ, ο οποίος χρησιμοποιεί ανάγλυφες κουκκίδες αντί για γράμματα. Άνθρωποι με μερική τύφλωση μπορούν να διαβάσουν χρησιμοποιώντας μεγεθυντικούς φακούς ή κείμενα με μεγάλα γράμματα. Άλλες τεχνολογίες για την διευκόλυνση αυτών των ανθρώπων περιλαμβάνουν συσκευές που ανακοινώνουν τα αποτέλεσμα με ακουστικά ερεθίσματα ή με ανάγλυφες παραστάσεις. Για την μετακίνησή τους, οι τυφλοί μπορούν να περπατούν με τη χρήση μπαστουνιών (λευκό μπαστούνι) ή με σκύλους-οδηγούς.