Υπερμετρωπία
From Wikipedia, the free encyclopedia
Υπερμετρωπία, επίσης γνωστή και ως υπεροπία, είναι μια πάθηση του ματιού κατά την οποία το φως εστιάζεται πίσω, αντί πάνω, από τον αμφιβληστροειδή [1]. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα κοντινά αντικείμενα να εμφανίζονται θολά, ενώ τα μακρινά μπορεί να εμφανίζονται κανονικά [1]. Καθώς η πάθηση χειροτερεύει, τα αντικείμενα σε όλες τις αποστάσεις μπορεί να εμφανίζονται θολά[1]. Άλλα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν πονοκεφάλους και οπτική κόπωση[1]. Κάποιοι άνθρωποι επίσης μπορεί να έχουν δυσλειτουργία στην προσαρμοστικότητα, διόφθαλμη όραση, αμβλυωπία και στραβισμό [2].
Υπερμετρωπία | |
---|---|
Υπερμετρωπία χωρίς (πάνω) και με διορθωτικούς φακούς (κάτω) | |
Ειδικότητα | οπτομετρία και οφθαλμολογία |
Ταξινόμηση | |
ICD-10 | H52.0 |
ICD-9 | 367.0 |
MedlinePlus | 001020 |
Η αιτία είναι ατέλεια του ματιού[1]. Συχνά εμφανίζεται όταν ο βολβός του ματιού είναι κοντός, ή ή ανατομία του φακού ή του κερατοειδούς δεν είναι ανατομικά σωστή[1]. Παράγοντες κινδύνου αποτελούν οικογενειακό ιστορικό με την πάθηση, διαβήτης, κάποια φάρμακα, και όγκοι κοντά στο μάτι[1][3]. Είναι ένα είδος διαθλαστικού σφάλματος, ενώ η διάγνωση βασίζεται σε οφθαλμολογική εξέταση[1].
Η αντιμετώπιση μπορεί να υπάρξει με γυαλιά, φακούς επαφής και χειρουργική επέμβαση[1]. Τα γυαλιά είναι πιο εύκολα, ενώ οι φακοί επαφής μπορούν να προσφέρουν μεγαλύτερο οπτικό πεδίο[1]. Η χειρουργική επέμβαση αλλάζει το σχήμα του κερατοειδούς[1]. Η υπερμετρωπία κυρίως επηρεάζει μικρά παιδιά, με ποσοστό 8% σε ηλικία 6 χρονών και 1% σε ηλικία 15 χρονών[4]. Μετά ξαναγίνεται πιο κοινή λίγο πριν και λίγο μετά την ηλικία των 40, επηρεάζοντας περίπου τους μισούς ανθρώπους[3].