From Wikipedia, the free encyclopedia
Το συγχωροχάρτι, στα λατινικά: indulgentia[1] (ελληνική μεταφορά, η ιντουλγκέντσια, ιντουλγκέντζα και ιντουλγκέντια), ήταν ένα έγγραφο το οποίο βεβαίωνε άφεση αμαρτιών και χορηγούνταν έναντι χρημάτων, υποσχέσεων ή άλλων παραχωρήσεων από εκκλησιαστική αρχή.
Θεολογικό έρεισμα των συγχωροχαρτιών αποτελούσε η αντίληψη της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, ότι η εξομολόγηση δεν αρκεί για να άρει όλες τις συνέπειες της αμαρτίας, αλλά ότι κάποιες από αυτές παρέμεναν και μετά, μπορούσαν όμως να αντισταθμιστούν από το «πλεόνασμα» καλοσύνης των αγίων, το οποίο διαχειριζόταν η Εκκλησία και συγκεκριμένα ο Πάπας. Η πρακτική της πώλησης συγχωροχαρτιών βρήκε ευρεία εφαρμογή στη Δύση ιδίως κατά τον Μεσαίωνα. Αν και καταδικάστηκε επίσημα, η πρακτική αυτή μαρτυρείται στην πράξη έως και τον 20ό αιώνα.
Στην Ορθόδοξη εκκλησία, έντυπες ή χειρόγραφες ευχές υπέρ ζώντων και κεκοιμημένων, συχνά με την ονομασία συγχωροχάρτια ή συγχωρητικές ευχές ή και μετριότητες[2], εμφανίστηκαν σποραδικά, με διαφορετικό όμως σκοπό και θεολογικό περιεχόμενο από εκείνα της Καθολικής Εκκλησίας και χωρίς να επιφέρουν οποιαδήποτε αλλαγή στους θεσμούς της μετάνοιας, της εξομολόγησης, της άρσης και λύσης του αφορισμού ή των επιτιμίων, μέσω Οικουμενικής ή έστω τοπικής συνοδικής απόφασης[3].
Ως δόγμα, η άφεση αμαρτιών μέσω της έκδοσης συγχωροχαρτιών ήταν άγνωστη στην αρχαία χριστιανική Εκκλησία. Ένας από τους Καθολικούς Εκκλησιαστικούς Πατέρες, ο Αλφόνσους Λιγκουόρι), αναφέρει ότι "δεν υπάρχει δόγμα για το οποίο να αναφέρονται λιγότερα στις Γραφές ή από τους αρχαίους συγγραφείς"[4].
Η ανάπτυξη του δόγματος των αφέσεων (λατ. Indulgentiarum Doctrina [5]) έγινε σταδιακά. Το περί αφέσεων δόγμα, βασίζεται στην προϋπόθεση ότι συγχωρούνται μεν στον αμαρτωλό οι αιώνιες ποινές και η ενοχή της αμαρτίας του (διά του σταυρικού θανάτου του Χριστού), όχι όμως και οι πρόσκαιρες ποινές τις οποίες πρέπει να υποστεί, προς ικανοποίηση της προσβληθείσας θείας δικαιοσύνης[6]. Τις εκκλησιαστικές ποινές ή αλλιώς επιτίμια που επιβάλλει ο ιερέας που εξομολογεί, ο πιστός πρέπει να προλάβει να τα εκπληρώσει στην παρούσα ζωή, αλλιώς θα τα υποστεί ως τιμωρίες στο καθαρτήριο, μετά θάνατον[7]. Αυτή η εκπλήρωση των επιτιμίων "προς μείωση της ποινής κάποιου στο καθαρτήριο πυρ", σύμφωνα με το "Ρωμαιοκαθολικό μυστηριακό σύστημα", περιελάμβανε τα έργα μετανοίας, την "προσφορά των υπέρτακτων έργων"[8]. Έτσι, ο πιστός μπορούσε να απαλλαχτεί εν μέρει ή εν όλω με νηστείες, προσευχές, γονυκλισίες και τα προσκυνήματα (ευσεβείς οδοιπορίες).
Σταδιακά, όπως αναφέρεται στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Β. Στεφανίδη, «αι αφέσεις των τιμωριών [indulgendia] έλαβον τοιαύτην ανάπτυξιν, ώστε επεσκίασαν τας αφέσεις των αμαρτιών (remissio peccatorum) εξ ειλικρινούς μετάνοιας» και ότι «υποσυνειδήτως ή ενσυνειδήτως επιστεύθη, ότι δια των αντισταθμισμάτων αίρονται μετά των τιμωριών και αι αμαρτίαι»[9]. Αρχικά, η πλήρης άφεση αμαρτιών συνδέθηκε αποκλειστικά και μόνο με τις Σταυροφορίες και την καταδίωξη των αιρετικών[10]. Τελικά, το 1476 επί αρχιερατείας του Πάπα Σίξτου Δ΄, αναγνωρίσθηκε ότι μέσω των «αντισταθμισμάτων» μπορούσε κάποιος να παράσχει απαλλαγή από τις τιμωρίες του καθαρτήριου πυρός και για κάποιον που είχε ήδη πεθάνει. Τα «αντισταθμίσματα» αυτά περιλάμβαναν χρήματα που δαπανούνταν για κάποιον σπουδαίο σκοπό (8ος αιώνας), τον θάνατο του ατόμου στη διάρκεια μάχης κατά των απίστων (9ος αιώνας)· όταν άρχισαν οι Σταυροφορίες (11ος αιώνας), περιλάμβαναν τη συμμετοχή σε αυτές, ενώ όσοι δεν είχαν τη δυνατότητα αυτή, έδιναν χρηματικά ποσά (12ος αιώνας). Όταν τελείωσαν οι Σταυροφορίες, εμφανίστηκαν τα ιωβηλαία έτη (13ος αιώνας) κατά τα οποία για να λάβουν άφεση αμαρτιών όφειλαν να μεταβούν στη Ρώμη για διαμονή τουλάχιστο 15 ημερών ή 30 ημερών για Ρωμαίους που θα έκαναν επισκέψεις σε ναούς των αποστόλων, ενώ όσοι δεν μπορούσαν να τα επιτελέσουν αυτά, μπορούσαν να στείλουν χρηματικά ποσά.
Η δογματική ανάπτυξη των θέσεων που υποστήριζαν αυτές τις πρακτικές έγινε επίσης σταδιακά. Έτσι, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας[11], οι άγιοι έχουν τη δυνατότητα να εκτελέσουν έργα που πλεονάζουν σε σχέση με τα απαιτούμενα για τη δικαίωση και σωτηρία τους[12]. Κατά συνέπεια, η αξιομισθία που περισσεύει από το απολυτρωτικό έργο του Χριστού, μαζί με το πλεόνασμα των αξιομισθιών των αγίων, μπορεί αν διατεθεί από τον Πάπα, που έφερε ως μόνος την εξουσία της διαχείρισης αυτού του πλεονάσματος, να αναπληρωθεί η αξιομισθία που λείπει, από ζώντες ή νεκρούς, και έτσι εκ του ισοφαρισμού να δοθεί άφεση των πρόσκαιρων ποινών.
Οι πρόσκαιρες ποινές, αφορούν τις ψυχές που δεν έχουν καθαρθεί πλήρως και πηγαίνουν σε έναν τόπο όπου, μέσω των ποινών αυτών, διέρχονται μια κατάσταση ηθικής καθάρσεως. Αυτές οι ψυχές, μπορεί να βαρύνονται με συγγνωστά αμαρτήματα και με ποινές που δεν έχουν εκτίσει στην παρούσα ζωή, τις οποίες όμως οφείλουν να υποστούν για αμαρτίες που έχουν διαπράξει, έστω και αν, μέσω της μετανοίας, έχουν ήδη συγχωρεθεί γι' αυτές. Συνεπώς, ένας νεκρός ή ένας ζωντανός όταν θα πέθαινε θα μπορούσε να απαλλαγεί από τις πρόσκαιρες αυτές ποινές με τη βοήθεια του πλεονάσματος έργων του Χριστού και των Αγίων[13]. Βέβαια, σύμφωνα με το θεολογικό τους υπόβαθρο, τα συγχωροχάρτια δεν δίνονταν με σκοπό να εξασφαλίσουν την είσοδο του πιστού στον Παράδεισο.
Έτσι, με το λεγόμενο συγχωροχάρτι παρεχόταν η πιστοποίηση ότι ο πιστός είχε παράσχει τα αντισταθμίσματα που απαιτούνταν για να απαλλαγεί από τις εκκλησιαστικές τιμωρίες αλλά και από τη φωτιά του Καθαρτηρίου. Με βάση αυτό το συγχωροχάρτι ήταν δυνατή η παροχή άφεσης αμαρτιών από τον εξομολογητή ιερέα, ή αργότερα (13ος αιώνας) από ειδικούς εξομολογητές που ήταν παρόντες κατά την αγοραπωλησία των συγχωροχαρτιών. Το συγχωροχάρτι περιείχε και εξομολογητική επιστολή μέσω της οποίας μπορούσε ο πιστός στο μέλλον για μία φορά στη ζωή του ή για μία φορά που θα κινδύνευε η ζωή του να λάβει από οποιονδήποτε εξομολογητή ιερέα άφεση για όλα τα αμαρτήματά του.
Τον 13ο αιώνα η συγχωρητική ευχή πήρε άλλη μορφή. Σε αυτές πλέον δεν καταγραφόταν ότι ο ιερέας παρακαλούσε τον Θεό να συγχωρήσει τον αμαρτωλό αλλά ότι ο ίδιος τον συγχωρούσε ("ego te absolvo", δηλαδή «εγώ σε συγχωρώ»). Με αυτό τον τρόπο έπαψε να τονίζεται η ανάγκη για ειλικρινή μετάνοια και άρχισε ο εγκωμιασμός της πώλησης των συγχωροχαρτιών, τα οποία θεωρούνταν πλέον ότι μπορούσαν να απαλλάξουν το άτομο και από την ενοχή της αμαρτίας.
Στην πράξη, το δόγμα της άφεσης αμαρτιών από την Εκκλησία παραχώρησε τεράστιο έλεγχο στους πάπες επί των συνειδήσεων των ανθρώπων, καθώς η εξουσία τους επεκτεινόταν με αυτό τον τρόπο πέρα από τα όρια του υλικού κόσμου[14]. Με αυτό τον τρόπο, η μετάνοια έπαψε να είναι θέμα ειλικρίνειας και άρχισε να μετατρέπεται σε ζήτημα οικονομικό.
Στην προσπάθεια του να υποκινήσει όλο και περισσότερα άτομα να καταταγούν στις ομάδες των Σταυροφόρων, ο Άγιος Βερνάρδος (1090-1153) έκανε και προφορική αξιοποίηση των συγχωροχαρτιών: «Πάρτε επάνω σας το σημείο του σταυρού και θα αποκτήσετε σε αντίστοιχη ποσότητα την άφεση όλων των αμαρτιών σας»[15]. Έτσι, φαινόταν να δίνεται η ευκαιρία στους ανθρώπους, οι οποίοι αισθανόταν ότι βρίσκονταν παγιδευμένοι σε έναν κόσμο αμαρτίας, να έχουν ένα νέο ξεκίνημα.
Η εκμετάλλευση αυτής της θεολογικής πρακτικής έφτασε στο σημείο να γενικεύεται σε τέτοιο βαθμό που να παρέχονται συγχωροχάρτια προκαταβολικά, ακόμη και επί χιλιάδων ημερών διάρκειας, σε πιστούς οι οποίοι θα επισκέπτονταν την εικόνα του Πάπα ή θα επαναλάμβαναν μια συγκεκριμένη προσευχή[16]. Μάλιστα η διάθεση αυτών έφθασε την έννοια του εμπορίου συγχωροχαρτιών και μάλιστα μια σημαντική και κερδοφόρα επιχείρηση. Ασκούνταν μεγάλη πίεση από κληρικούς και περιφερόμενους μοναχούς και κήρυκες ώστε να αγοράζει -ιδιαίτερα στα χωριά— ο λαός συγχωροχάρτια, εκμεταλλευόμενοι τις δεισιδαιμονίες, την αφέλεια και τους φόβους τού λαού. Αν δεν κατάφερναν να τους πείσουν να αγοράσουν, τότε «οι χορηγοί της άφεσης» (pardoners) χρησιμοποιούσαν τη συγκαλυμμένη απειλή της Ιεράς Εξέτασης, τους εξέταζαν αν ήξεραν το Πάτερ ημών ή το Άβε Μαρία, τους εξανάγκαζαν να ακούσουν κηρύγματα ή ακόμη και τους φυλάκιζαν[17].
Η κατάσταση αυτή οδήγησε στο να υψωθούν πολλές φωνές διαμαρτυρίας, τόσο από τον απλό λαό όσο και από κάποιους ανώτερους κληρικούς. Για παράδειγμα, ο Βοημός Γιαν Χους (1369;-1415), από την Πράγα, επηρεασμένος σημαντικά από τον καθηγητή της Οξφόρδης Τζον Ουΐκλιφ, οι θέσεις - απόψεις του οποίου είχαν καταδικαστεί, κήρυττε δημόσια κατά συγκεκριμένων τακτικών της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και έδινε έμφαση στη μελέτη των Γραφών. Αν και ήταν Καθολικός ιερέας και πρύτανης του Πανεπιστημίου της Πράγας, κατέγραψε κατηγορητήριο εναντίον πρακτικών της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, περιλαμβανομένων και των συγχωροχαρτιών. Ως επακόλουθο, καταδικάστηκε και αφορίστηκε από την Εκκλησία το 1410. Στη Σύνοδο της Κωνστάντιας καταδικάστηκε επίσημα ως αιρετικός και —καθόσον αρνήθηκε να ανακαλέσει— κάηκε ζωντανός στην πυρά δεμένος σε πάσσαλο το 1415. Αλλά και ο Ιταλός μοναχός Ιερώνυμος Σαβαναρόλα για τον ίδιο λόγο απαγχονίσθηκε και κάηκε (15ος αιώνα). Οι αντιδράσεις όμως αυτές επεκτάθηκαν και μερικές δεκαετίες αργότερα, τον Οκτώβριο του 1517, ο Μαρτίνος Λούθηρος, Γερμανός μοναχός και καθηγητής της θεολογίας, προβληματιζόμενος σοβαρά για την κατάπτωση της Δυτικής Εκκλησίας επιτέθηκε στην πώληση συγχωροχαρτιών και θυροκόλλησε μια λίστα με 95 θέσεις διαμαρτυρίας στην πόρτα του ναού της Βιτεμβέργης[19]. Αφορμή για αυτή την αντίδραση του Λούθηρου αποτέλεσε η δράση ενός Δομινικανού μοναχού, του Γιόχαν Τέτζελ, ο οποίος με εντολή του πάπα συγκέντρωνε χρήματα μέσω πώλησης συγχωροχαρτιών στους Γερμανούς πιστούς με σκοπό την οικονομική ενίσχυση της οικοδόμησης της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη[20]. Ο ίδιος έλεγε ότι «μόλις ο ήχος του χρυσού νομίσματος ακουστεί πέφτοντας στον δίσκο, η ψυχή αναπηδάει έξω από το καθαρτήριο πυρ», δηλαδή τον τόπο τιμωρίας της. Τα γεγονότα της περιόδου εκείνης αποτέλεσαν τη λεγόμενη Μεταρρύθμιση.
Το 1567, η Σύνοδος του Τριδέντου της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας με επικεφαλής τον Πάπα Πίο Ε' επιβεβαίωσε μέσω ειδικού κανόνα την «εξουσία που της χορήγησε ο Χριστός» να χορηγεί άφεση μέσω συγχωροχαρτιών. Όρισε ότι θα πρέπει να «αναθεματίζονται εκείνοι που είτε θεωρούν ότι είναι άχρηστα είτε αρνούνται ότι η Εκκλησία έχει την εξουσία να τα χορηγεί». Επίσης, ανέφερε ότι η «καταχρήσεις» αυτού του προνομίου οδήγησαν στη «βλασφήμιση του αξιότιμου ονόματος των Συγχωροχαρτιών από τους αιρετικούς». Επίσης, απαγόρευσε την πώλησή τους[21] "καταργώντας όλα τα άνομα κέρδη" που προερχόταν από την πώλησή τους και διέταξε τη διενέργεια σχετικών ελέγχων από τους επισκόπους. Διευκρίνησε ότι οι καταχρήσεις αυτές πήγαζαν —εκτός από την προφανή και καταδικαστέα αισχροκέρδεια— από δεισιδαιμονία, άγνοια και ασέβεια[22].
Τα συγχωροχάρτια αποτέλεσαν μια σημαντικότατη πηγή εσόδων για την καθολική εκκλησία, καθώς οι πιστοί καλούνταν να προσφέρουν χρήματα για να κερδίσουν τη συγχώρεση. Επιπλέον, η άυλη αυτή υπηρεσία της απαλλαγής από τις ποινές του καθαρτηρίου, έπαιρνε υλική μορφή στη μορφή του συγχωροχαρτίου, που αποδείκνυε και υπενθύμιζε την απαλλαγή αυτή.
Την εποχή των Σταυροφοριών, από τον 11ο μέχρι τον 14-15ο αιώνα, η μεγαλύτερη προσφορά που μπορούσε να κάνει οποιοσδήποτε κάτοικος της Ευρώπης προς την εκκλησία ήταν να «πάρει τον σταυρό» (να γίνει σταυροφόρος). Αμέσως μικρότερη προσφορά ήταν η οικονομική ενίσχυση των Σταυροφοριών, μέσα από τις έκτακτες φορολογίες των βασιλέων της εποχής που είτε είχαν πάρει τον σταυρό οι ίδιοι, είτε υποστήριζαν τους ευγενείς τους στην οργάνωση των εκστρατειών για τις Σταυροφορίες. Αντίστοιχα, η Καθολική Εκκλησία συγκέντρωνε χρήματα μέρος από τα οποία χρησιμοποιούσε για τη χρηματοδότηση των Σταυροφοριών και των μαχών κατά των Τούρκων[23], με εισφορές, σημαντικό μέρος των οποίων αποτέλεσαν και τα έσοδα από τα συγχωροχάρτια. Οι Σταυροφορίες που οργανώθηκαν στην Ιταλία τον 14ο αιώνα διεξάγονταν κυρίως από μισθοφόρους οι οποίοι συντηρούνταν μέσω υπέρογκης φορολογίας που επέβαλε η εκκλησία και περιστασιακά από την επιτυχημένη προώθηση των συγχωροχαρτιών[24].
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία απουσιάζει πλήρως η θεολογική βάση του Καθαρτηρίου, των συγγνωστών και θανάσιμων αμαρτημάτων και του πλεονάσματος των καλών πράξεων των Αγίων, που αποτέλεσαν τη βάση για τα συγχωροχάρτια που χορήγησε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Παρ' όλα αυτά, ένας περιορισμένος αριθμός Πατριαρχών της Ορθόδοξης Εκκλησίας, κυρίως στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, εξέδωσαν σε άγνωστο αριθμό έντυπα, που ονομάζονταν συγχωροχάρτια, συγχωρητήρια, συγχωρητικές ευχές ή και μετριότητες.
Όπως αναλύεται παρακάτω, τα έντυπα αυτά δεν λειτούργησαν ως χαρτιά σωτηρίας, αλλά ανέγραφαν τις σχετικές με την περίσταση ευχές όπως προβλεπόταν στα εκκλησιαστικά λειτουργικά κείμενα, ώστε να εξυπηρετήσουν τις εξής ανάγκες:
1. Συνόδευαν τα σχετικά έγγραφα του πατριαρχείου που επικύρωναν την άρση, από την ενδημούσα σύνοδο, σοβαρών εκκλησιαστικών επιτιμίων ή και αφορισμού ζώντων, ή την άρση αφορισμού κεκοιμημένων. Σκοπός της ονομαστικής, χειρόγραφης ή και έντυπης συγχωρητικής ευχής ήταν να διαβαστεί από τους κατά τόπους πνευματικούς ιερείς ή μητροπολίτες, κατά τη διάρκεια της προβλεπόμενης από την περίσταση ακολουθίας, αφού πρώτα γινόταν κοινοποίηση της συνοδικής απόφασης εντός του ναού, συνήθως τις Κυριακές ή σε ημέρες εορτής.
2. Κατ' εξαίρεση, και μόνο για το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, λόγω των σοβαρών οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε ως προς τη διάσωση των Αγίων Τόπων (συνεχείς τακτικοί και έκτακτοι φόροι, τόκοι αυτών, επισκευές λόγω παλαιότητας ή καταστροφών), δόθηκε με επικύρωση από το πατριαρχείο Κων/πόλεως, το προνόμιο διανομής μεγάλου αριθμού τέτοιων εντύπων ώστε:
Χαρακτηριστική τοποθέτηση σχετικά με τα συγχωρητικά της Ορθόδοξης Εκκλησία, είναι αυτή του πατριάρχη Δοσίθεου Νοταρά:
Στη ζωή της Εκκλησίας, από την εποχή του αποστόλου Παύλου και των άλλων αποστόλων, η επιστολή υπήρξε χαρακτηριστικό είδος της εκκλησιαστικής γραμματείας και αξιοποιήθηκε ευρύτατα στον ιστορικό βίο της Εκκλησίας όχι μόνο σε ιδιωτικό, αλλά και σε θεσμικό πλαίσιο. Όχι μόνο οι μεγάλοι πατέρες και συγγραφείς της Εκκλησίας έγραψαν πολλές επιστολές, αλλά η επιστολογραφία συχνά αναφερόταν σε άμεσα πρακτικά ή ποιμαντικά προβλήματα και υποκαθιστούσε θεσμικές εκκλησιαστικές λειτουργίες, όπως λ.χ. τη σύγκληση τοπικών συνόδων, με αποτέλεσμα μερικές αξιόλογες πατερικές επιστολές να έχουν αποκτήσει γενικότερο εκκλησιαστικό κύρος με τη συμπερίληψη τους στους επίσημους ιερούς κανόνες τής Εκκλησίας[26].
Σε θεσμικά πλαίσια η επιστολή συνδέθηκε άρρηκτα με τις οργανωτικές διοικητικές δομές της Εκκλησίας και με τη λειτουργία τού συνοδικού συστήματος. Μέσα στον πλούτο των μορφών της εκκλησιαστικής επιστολογραφίας, υπήρξαν και ποικίλες συνοδικές επιστολές, που αποστέλλονταν με απόφαση των Ιερών Συνόδων όπως οι Επιτιμητικές και οι Συγχωρητικές[27].
Γενικά, τη λειτουργία των επιστολών στην εκκλησία μπορούμε να τη δούμε και στους κανόνες:
Η πρακτική έκδοσης και αποστολής τέτοιων αποδεικτικών εγγράφων, είτε αφοριστικών (τα οποία ονομάζονταν "συνοδικά επιτίμια"[28]), είτε συγχωρητικών για άρση αφορισμών[29], που δήλωνε ότι η Ιερά Σύνοδος έλαβε γνώση και εκδίκασε μια εκκλησιαστική υπόθεση, υπήρξε αναγκαία εξαιτίας των αποστάσεων που χώριζαν το πατριαρχείο από τις διάφορες ενορίες και καθιστούσε αδύνατη την παρουσία του πατριάρχη ή εκπροσώπου του. Τα συγχωροχάρτια αυτά ήταν επί της ουσίας Συνοδικά έγγραφα και το αποσταλέν "από το πατριαρχείον συγχωρητικόν γράμμα"[30] μπορούσε να συνοδεύεται και από τη "μετά του συγχωρητικού γράμματος συναποστελλομένην απάντησιν"[31] σχετικά με διάφορα ζητήματα. Για την επιβολή αλλά και για την άρση των επιτιμίων έπρεπε να πραγματοποιηθεί λειτουργική πράξη της εκκλησίας:
Ακόμη και στην πιο γνωστή και χαρακτηριστική επιβολή βαρέων επιτιμίων που έγινε εκ μέρους της ορθόδοξης Εκκλησίας κατά το σχίσμα του 1054, ο Πατριάρχης Κυρουλάριος επέβαλε τα επιτίμια προς τους εκπροσώπους της δυτικής εκκλησίας χωρίς την παρουσία των ιδίων, αλλά απλώς με συνοδική εξέταση της υπόθεσης και σύγκληση της τοπικής, ενδημούσης συνόδου Κων/πόλεως και κατόπιν, ανάγνωση της απόφασης ενώπιον του λαού στον Ναό της Αγίας Σοφίας[33].
Σύμφωνα με τον Πατριάρχη Δοσίθεο Νοταρά (1641-1707) "συνήθεια επεκράτησε και παράδοσις αρχαία, ήτις και πάσιν έστι γνώριμος, ίνα δηλονότι δίδωσιν οι αγιώτατοι πατριάρχαι συγχωροχάρτιον εις το κοινόν της Εκκλησίας" τα οποία "εξ αρχής παρείχον και έως άρτι παρέχουσιν"[34]. Καθώς κάποιες αρχικές μορφές χειρόγραφων συγχωρητικών εμφανίστηκαν επί πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιωακείμ 1431-1450[35], το "«εξ αρχής» με το οποίο εισάγεται η πρόταση" του Δοσιθέου, "αντιπροσωπεύει, απλώς, μια τυπική διατύπωση"[36]. Αυτό όμως συνέβαινε χωρίς να πραγματοποιηθεί κάποια μεταβολή στη δογματική διδασκαλία ή στη θεολογική βάση της ορθόδοξης εκκλησίας όσον αφορά την εξομολόγηση και τη μετάνοια αφού "η παρουσία των γραπτών συγχωρητικών στους χώρους της καθ' ημάς Ανατολής, δεν απορρέει από κάποια συγκεκριμένη απόφαση των αρμόδιων εκκλησιαστικών αρχών. Τέτοια πράξη δεν εκδόθηκε ποτέ..."[37].
Σύμφωνα με εκκλησιαστικές μαρτυρίες της εποχής, οι πρακτικές αυτές θεωρούνταν ως "μη αντικείμεναι μεν τοις ιεροίς κανόσι"[38] ενώ η εφαρμογή του μέτρου δεν ήταν γενικευμένη αλλά εμφανιζόταν "κατά τόπους" και "κατά καιρικάς περιστάσεις"[39].
Καταγράφεται ότι από την εποχή του Σχίσματος (1054), σε σύνολο 164[40] Πατριαρχών του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, περίπου 30 -μεταξύ αυτών και ο Γρηγόριος Ε΄- εξέδωσαν τέτοια χαρτιά, ενώ από τους 188 Πατριάρχες των λοιπών Πατριαρχείων (57 Ιεροσολύμων[41], 56 Αλεξανδρείας[42], 75 Αντιοχείας[43]) άλλοι 30 περίπου έπραξαν το ίδιο[44].
Στην πραγματικότητα, ούτε αυτό είναι βέβαιο αφού "στον θρόνο των Ιεροσολύμων...των ένδεκα μόνο γνωρίζουμε εκδόσεις συγχωροχαρτιών...και για τα έντυπα συγχωρητικά που εκδίδονταν στην Κωνσταντινούπολη, από το Οικουμενικό Πατριαρχείο γνωρίζουμε συγχωροχάρτια επτά, μόνο, πατριαρχών"[45]. Στην καταγραφή αυτή προστίθενται και μία ακόμη περίπτωση που έχει εκδοθεί από το πατριαρχείο Αλεξανδρείας[46] και μία από το πατριαρχείο Αντιοχείας[47].
Πάντως, σε όποιον βαθμό κι αν παρουσιάστηκε το φαινόμενο αυτό, η ύπαρξη μιας έντυπης συγχωρητικής ευχής ίσως σκόπευε να λειτουργήσει ως αντιστάθμισμα, σε μια περίοδο όπου τα συγχωροχάρτια της καθολικής Εκκλησίας αποτελούσαν ισχυρό προσηλυτιστικό όπλο των Ρωμαιοκαθολικών μισσιονάριων. Σε μια εποχή ιδιαίτερα δύσκολη για θεολογική διαφώτιση, υπήρχαν αρκετοί Ορθόδοξοι που πίστευαν την υπόσχεση πως, με την προσχώρηση στον Ρωμαιοκαθολικισμό μπορούσαν να εξασφαλίσουν γραπτά βεβαιωμένη τη σωτηρία τους, ενώ παραμένοντας στην Ορθόδοξη Εκκλησία τέτοια εγγύηση δεν είχαν[48].
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι υιοθετήθηκε ποτέ το σύστημα παροχής τους με τα πρότυπα της δυτικής εκκλησίας. Ήδη από την τελευταία βυζαντινή περίοδο και συγκεκριμένα τον 13ο αιώνα, οι ορθόδοξοι θεολόγοι εξέφραζαν τα παράπονά τους για τα λατινικά συγχωροχάρτια (όπως ο Κωσταντίνος Στιλβής[49]) και το καθαρτήριο (όπως ο Μελέτιος Γαλησιώτης[50]) που ήταν στενά συνδεδεμένο με την οικονομική πολιτική των αφέσεων.
Η αντίθεση αυτή ήταν σύμφωνη άλλωστε με την ορθόδοξη ερμηνεία της Γραφής (π.χ. Εξ. 33:19, Β' Βασ. 12:22) και τους κανόνες της ορθόδοξης εκκλησίας, σύμφωνα με τα οποία κανείς, εκτός από τον Θεό, δεν γνωρίζει ούτε έχει τη βεβαιότητα, ότι θα συγχωρεθούν οι αμαρτίες κάποιου[51] και για τον λόγο αυτό, όλες οι συγχωρητικές ευχές της ορθόδοξης εκκλησίας, έχουν δυνητικό χαρακτήρα. Οι δεήσεις, επομένως, είναι αυτές που "ωφελούν και τους ζώντες και τους τεθνεώτες", για τη σωτηρία των οποίων "βεβαιότητα μπορεί να μην έχουμε, ελπίδα όμως δικαιολογείται και πρέπει να έχουμε", αφού "πολύ ισχύει δέησις δικαίου ενεργούμενη (Ιακ. 5:16)"[52].
Ιστορικά, καταγράφεται μια σειρά από ορθόδοξες παρεμβάσεις που καταδικάζουν τα φαινόμενα αφέσεων και χρηματισμού:
Τη διαφοροποίηση ανάμεσα στις πρακτικές της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προσπάθησε να προβάλλει και η Ορθόδοξη Συνόδος του 1727. Αφορμή για την έκδοση ομολογίας από τη σύνοδο αυτή, που ήταν μία από τις "έντονα αντιλατινικές Συνόδους στην Κωνσταντινούπολη"[56], ήταν "η Λατινική προπαγάνδα, δρώσα σκανδαλωδώς τότε εν τη ορθοδόξω ανατολή"[57] η οποία, όπως αναφέρει και το συνοδικό κείμενο στην εισαγωγή του "τεχνάσμασιν απατηλοίς και σοφιστικαίς κακομηχανίαις ου παύονται τους απλούστερους του ημέτερου γένους παραδιδάσκοντες"[58]. Τα προσφερόμενα χαρτιά δεν παρέχουν βεβαιωμένη άφεση αμαρτιών (η οποία παραμένει πάντα εν χειρί δε Θεού[59]), αλλά απλώς εύχονται υπέρ της αφέσεως των αμαρτιών:
και σε αντίθεση με την αυθαίρετη και αντικανονική χρήση των συγχωροχαρτιών της Δυτικής Εκκλησίας, σύμφωνα με την ίδια σύνοδο, όποτε χορηγήθηκαν τα αντίστοιχα των Ορθοδόξων, αυτό έγινε:
Ορθόδοξα, δογματικά και συμβολικά μνημεία για τα συγχωροχάρτια και τη λύτρωση από του καθαρτηρίου:
|
Άλλωστε, το δυτικό αυτό φαινόμενο, καταδικάστηκε και το 1838 οπότε ο πατριάρχης Γρηγόριος ο ΣΤ εξαπέλυσε κοινή με τους άλλους πατριάρχες συνοδική εγκύκλιο "κατά των λατινικών καινοτομιών", ενώ, η άρνηση των συγχωροχαρτιών (και του καθαρτηρίου) περιλαμβανόταν και στην απάντηση του Πατριάρχη Ανθίμου VII στην εγκύκλιο του πάπα Λέοντα XIII που καλούσε τους Ορθοδόξους να προσέλθουν στη Ρωμαϊκή Εκκλησία[66].
Προϋπόθεση έκδοσης των συγχωρητικών εγγράφων της συνόδου, εκτός από την προσεκτική μελέτη της κάθε υπόθεσης, ήταν απαραίτητα και η εξομολόγηση σε πνευματικό, του προσώπου που ζητά την άρση κάποιου βαρέως επιτιμίου:
Κατόπιν, το τελετουργικό προέβλεπε ότι το κείμενο του συγχωρητηρίου διαβαζόταν "επάνω της κεφαλής του εις αυτόν εξομολογηθέντος...και επευχόμενος τα σωτήρια, και νουθετών, εκκλίνειν εκ του κακού και ποιείν αγαθόν"[68].
Αντίστοιχα, τα συγχωρητικά έγγραφα που αφορούσαν κεκοιμημένους, αναγιγνώσκονταν μετά από λειτουργία και μνημόσυνο πάνω στον τάφο[69].
Αυτό περιγράφει και η ανώνυμη πηγή με τον τίτλο "Έκθεσις Χρονική" (16ος αι.[70]):
Γενικά, τα Ορθόδοξα συγχωροχάρτια ή συγχωρητικές ευχές ή και συγχωρητικά γράμματα[72], ήταν έγγραφα που εκδίδονταν ονομαστικά[73] από το Συνοδικό όργανο του Πατριαρχείου, με συγκεκριμένο αποδέκτη ή αποδέκτες και για τους εξής λόγους:
Πράγματι, αυτές οι περιπτώσεις προσωπικών συγχωρητικών γραμμάτων περιλαμβάνονταν μέσα στα συνοδικά καθήκοντα:
Τα έγγραφα αυτά αποστέλλονταν αποκλειστικά και μόνο από την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου. Έτσι, σε επιστολή Συνόδου προς τον Ιερομόναχο Βαρλαάμ, επισκοπικό επίτροπο στη Σκύρο αναφέρεται:
Απαγορευόταν επίσης στους απλούς ιερείς να επιβάλλουν ή να λύουν τέτοια επιτίμια κατά βούληση:
Όπως ρητά ανέφερε ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος Νοταράς:
Ακόμη κι αν επίσκοπος αφορίσει ή συγχωρήσει, έπρεπε τον τελευταίο λόγο να έχει η Σύνοδος:
Οι συνοδικές αυτές πράξεις μετά την έκδοση και αποστολή τους, έπρεπε να κοινοποιηθούν κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας, τις Κυριακές ή σε σημαντικές γιορτές, όπως για παράδειγμα μια πατριαρχική πράξη του 1606 που αφορά την καθαίρεση και αφορισμό μητροπολίτη που τιμωρείται εξαιτίας σωρείας παραβάσεων:
Κατά την άρση του επιτιμίου, τα συγχωρητικά γράμματα αποστέλλονταν, αλλά σε καμμιά περίπτωση δεν ενεργούσαν με "μαγικό" ή αυτόματο τρόπο:
Έτσι, ακολουθούνταν συγκεκριμένες πρακτικές για την επιβολή και άρση των επιτιμίων, σύμφωνες με το Κανονικό Δίκαιο:
Χαρακτηριστικό είναι το ειδικό εγχειρίδιο-εξομολογητάριο που τυπωνόταν στις αρχές του 1700 με σκοπό να διανέμεται δωρεάν στους επισκέπτες των αγίων τόπων και το οποίο προβάλλει το δίπτυχο μετάνοια-εξομολόγηση χωρίς να διαχωρίζει τη βαρύτητα των παραπτωμάτων:
Και προσθέτει στο κεφάλαιο που αναφέρεται στις υποχρεώσεις του εξομολόγου:
Αυτή η θέση της ορθόδοξης εκκλησίας που έβλεπε την εξομολόγηση ως θεραπεία και όχι ως απολογία σε δίκη, ήταν βασική ανάμεσα στις διαφορές που είχε με τη δύση:
Η εμφάνιση των πρώτων συγχωροχαρτιών δεν μπορεί να χρονολογηθεί με ακρίβεια. Κάποιες αρχικές μορφές χειρόγραφων συγχωρητικών, ενδεχομένως να υπήρξαν επί της εποχής του πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιωακείμ 1431-1450[86]. Κυρίως όμως, η εκτεταμένη χορήγηση συγχωρητικών για χρήσεις που θα αναφερθούν πιο κάτω, παρουσιάζεται στην τελευταία τριακονταετία του 16ου αιώνα.
Στην πραγματικότητα, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων λόγω της θέσης του και του ιστορικού του ρόλου ως φύλακα των προσκυνημάτων είχε επωμισθεί βαριές οικονομικές υποχρεώσεις, που απέρρεαν εκτός άλλων, από τους τακτικούς κρατικούς φόρους αλλά και απ' τα έκτακτα δοσίματα. Βρισκόταν έτσι σε διαρκή οικονομική ένδεια, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να απαιτείται μια συνεχής προσπάθεια εξεύρεσης πόρων. Τα έκτακτα δοσίματα κυρίως ήταν αυτά πού εξασθενούσαν τις οικονομικές δυνατότητες του Πατριαρχείου, γενικότερα, και του Αγίου Τάφου ειδικότερα.
Οι κατά καιρούς πατριάρχες των Ιεροσολύμων για να μπορέσουν ν' ανταποκριθούν σ' αυτές τις επιτακτικές ανάγκες κατέφευγαν σε περιοδίες που ονομάζονταν "ζητείες". Για να μη δημιουργούνται υπόνοιες για απάτη, προηγείτο συνήθως μια πατριαρχική επιστολή, η "απανταχούσα", προς τους μητροπολίτες των ορθοδόξων επαρχιών, η οποία παρουσίαζε τα προβλήματα και καλούσε τους χριστιανούς να βοηθήσουν στη διατήρηση των Αγίων Τόπων:
«ΑΒΡΑΜΙΟΣ ΘΕΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΟΛΕΩΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΠΑΛΑΙΣΤΗΝΗΣ. Ἡ Μετριότης ἡμῶν ἀπὸ τῆς χάριτος, δωρεᾶς τε καὶ ἐξουσίας τοῦ Παναγίου καὶ Ζωαρχικοῦ Πνεύματος τῆς δοθείσης παρὰ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῖς Θείοις καὶ Ἱεροῖς αὐτοῦ Μαθηταῖς καὶ Ἀποστόλοις, εἰς τὸ δεσμεῖν τε καὶ λύειν τὰς τῶν ἀνθρώπων ἁμαρτίας εἰρηκότος αὐτοῖς, λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον, ἄντινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄντινων κρατῆτε, κεκράτηνται. Καὶ ὅσα ἀν δήσητε καὶ λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα καὶ λελυμένα ἐν τοῖς Ούρανοῖς. Ἐξ ἐκείνων δὲ καὶ εἰς ἡμᾶς ἀλληλοδιαδόχως ταύτης διαβάσης τῆς Θείας χάριτος, ἔχει συγκεχωρημένον καὶ τὸ κατὰ Πνεῦμα αὐτῆς τέκνον [όνομα του πιστού]. Εἰ ὅσα καὶ αὐτὸς ὡς ἄνθρωπος ἥμαρτε καὶ εἰς Θεὸν ἐπλημμέλησεν, ἐν λόγῳ ἢ ἔργῳ ἢ διανοίᾳ. Ἐκουσίως ἢ ἀκουσίως καὶ ἐν πάσαις αὐτοῦ ταῖς αἰσθησεσι. Καὶ ἢ ὑπὸ κατάραν ἢ ἀφορισμὸν Ἀρχιερέως, ἢ Ἱερέως ἐγένετο, ἢ πατρὸς ἢ μητρὸς αὐτοῦ, ἢ τῷ ἰδίῳ ἀναθέματι ὑπέπεσεν, ἢ ὄρκον παρέβη, ἢ ἄλλοις τισὶν ἁμαρτήμασι ὡς ἄνθρωπος ὤν, κατὰ διαφόρους καιροὺς περιεπάρη, καὶ ταῦτα Πνευματικοῖς πατράσιν ἐξομολογήσατο, καὶ τὸν παρ’ αὐτῶν Κανόνα ἐκ καρδίας ἐδέξατο, καὶ πληρῶσαι προεθυμήθη. Ἐκ πάντων τούτων τῆς ἐνοχῆς τε καὶ τοῦ δεσμοῦ λύομεν αὐτὸν, καὶ ἐλεύθερον ἔχομεν καὶ συγκεχωρημένον τῇ παντοδυνάμῳ ἐξουσίᾳ καὶ Χάριτι τοῦ Θείου καὶ προσκυνητοῦ Πνεύματος. Ὅσα δὲ διὰ λήθην ἀνεξομολόγητα εἴασε, κἀκεῖνα πάντα συγχωρήσοιεν αὐτῷ ὁ Ἐλεήμων Θεὸς δι’ ἰδίαν φιλανθρωπίαν καὶ ἀγαθότητα. Πρεσβείαις τῆς Ὑπερευλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας. Τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου πανευφήμου Ἀποστόλου Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου καὶ πρώτου Ἱεράρχου τῶν Ἱεροσολύμων, καὶ πάντων τῶν Ἁγίων ἀμὴν. 1780.» |
— Συγχωροχάρτι του πατριάρχη Αβράμιου, 1780. Εδώ η φωτογραφία του[88]. |
Και πρέπει να προστεθεί ότι οι υποχρεώσεις του πατριαρχείου δεν περιορίζονταν μόνο στους φόρους, ούτε οι φροντίδες αφορούσαν μόνο στις επισκευές συντήρησης των μνημείων εξαιτίας φυσικών καταστροφών, των βιαιοπραγιών ή της παλαιότητας. Αντιθέτως, το πατριαρχείο:
Επιπλέον, όπως και όλα τα πατριαρχεία, φρόντιζε ώστε να πληρώνει για "...τα χαράτσια...τον κεφαλικόν φόρον...σχολάς, σχολεία, τυπογραφεία, γηροκομεία, πτωχοκομεία, λεπροκομεία, βιβλιοθήκας..." ή να εξαγοράζει αιχμαλώτους[90].
Στο πλαίσιο των αναγκαιοτήτων αυτών, επετράπει ειδικά στο πατριαρχείο Ιεροσολύμων (ως "κατ' έθος" προνόμιο) το τύπωμα και μοίρασμα συγχωροχαρτιών, προνόμιο που συνήθιζε να επικυρώνει με πατριαρχικό και συνοδικό γράμμα και ο εκάστοτε Πατριάρχης Κων/πόλεως[91].
Και πράγματι, τις δύο φορές που παρουσιάστηκε πρόβλημα παραβίασης του προνομίου αυτού, η αντίδραση ήταν άμεση. Οι Πατριάρχες, θέλοντας να εμποδίσουν την αυθαιρεσία και να σταματήσουν τους "παράνομους εκδότες", εξέδωσαν αυστηρά πατριαρχικά σιγίλια[92] και έντονες απαγορεύσεις.
Στη μία των περιπτώσεων ήταν ο αρχιεπίσκοπος Ανανίας της Μονής του Σινά που στα 1680 πήρε την πρωτοβουλία έκδοσης συγχωροχαρτιών ώστε να ενισχύσει οικονομικά τη Μονή, ενώ στη δεύτερη, υπήρξε μια προσπάθεια έκδοσης συγχωροχαρτιών από τον αρχιεπίσκοπο των Αχριδών στα 1742.
Έτσι, το σιγίλιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου που εκδόθηκε το 1691 από τον πατριάρχη Καλλίνικο Β' ανέφερε: "Πατριαρχικόν γαρ τούτο προνόμιον ιδιαίτατον και κατ' ουδέν εις άλλον δαιβαίνειν δύναται". Παρόμοια αναφορά γίνεται και στον Συνοδικό Τόμο που εξέδωσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1688 καθώς και άλλα σιγίλια, τα οποία τονίζουν ότι οι "παράνομες" συγχωρητικές ευχές "ουκ έχουσιν την των νομίμων δύναμιν και ενέργειαν" και ότι όποιος τα δίνει είναι "παράνομος" και όποιος τα λαβαίνει «επάρατος»[93]. Τελικά, η πίεση που ασκήθηκε και τα μέτρα που πάρθηκαν, ανάγκασαν τους υπευθύνους να υποχωρήσουν και να ευθυγραμμιστούν με τις αποφάσεις των πατριαρχείων και έτσι ηρέμησαν τα πράγματα εντελώς, χωρίς να δημιουργηθούν μονιμότερες καταστάσεις[94].
Στο ερώτημα, ποιον βαθμό διάδοσης είχαν ανάμεσα στον λαό, και ποια ήταν η χρήση των συγχωρητικών που εξέδιδε το πατριαρχείο Ιεροσολύμων, παίρνουμε ενδιαφέρουσες απαντήσεις από τις μαρτυρίες που υπάρχουν για τα οικονομικά των περιοδειών του Πατριαρχείου. Στην αναλυτική καταγραφή επισκέψεων και πράξεων για τις τρεις περιοδίες που διενεργήθηκαν κατά τα έτη 1720-1726[95] βλέπουμε ότι τα συγχωροχάτια αποτελούν μόλις το 8% των συνολικών πράξεων εισφορών. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, σε μια περίοδο που ο λαός έχει το θρησκευτικό του αίσθημα αρκετά ανεπτυγμένο, δεν φαίνεται να δείχνει αυξημένη προτίμηση στα έντυπα αυτά, με αποτέλεσμα, σε 81 προορισμούς, από τις 76 πράξεις εισφορών, μόνο 6 από αυτές να αφορούν τα συγχωροχάρτια. Αυτό φανερώνει και τον μη υποχρεωτικό χαρακτήρα τους (έστω μέσω μιας πίεσης από την προβολή της αυθεντίας της Εκκλησίας στο ζήτημα της σωτηρίας), αλλά και τη διαφορετική θεολογία των ορθοδόξων συγχωρητικών, αφού είναι δύσκολο να ερμηνευθεί για ποιον λόγο οι χριστιανοί, είτε αφορισμένοι, είτε κάτω από άλλα επιτίμια, είτε ετοιμοθάνατοι, δεν επεδίωξαν να αποκτήσουν μια βέβαιη θέση στον Παράδεισο ή μια εύκολη λύση στη συγχώρεση των αμαρτιών τους με την απόκτηση ενός χαρτιού.
Έτσι, διευκρινιστική για τον ρόλο των εντύπων αυτών, είναι μια επιστολή του πατριάρχη Χρύσανθου, στην οποία εξηγεί το λόγο απόκτησής τους:
Και συνεχίζει στο ίδιο:
Κατά συνέπεια, τα συγχωρητικά δεν φαίνεται να προσέφεραν τίποτε περισσότερο από τη λεγόμενη "ευλογία", όπως και τα άλλα ιερά αντικείμενα που συνήθως προσφέρονται σε τόπους προσκυνήματος. Δεν θα μπορούσαν άλλωστε τα χαρτιά αυτά να συσχετιστούν με τη σωτηρία του πιστού, σε μια περίοδο που ο Κοσμάς ο Αιτωλός δίδασκε πως οι χριστιανοί για να έχουν παρρησία ώστε να απευθύνονται προς τον Θεό, για να τους συγχωρέσει και να δεχθεί τη μετάνοια για τις αμαρτίες τους, οφείλουν να αγαπούν, να φροντίζουν και να συγχωρούν τους εχθρούς τους αλλιώς "χίλιες χιλιάδες καλά νά κάμουν, και το αίμα τους να χύσουν δια την αγάπην του Χριστού, εις την κόλασιν πηγαίνουν"[98]. Αλλά και για την Ορθόδοξη Θεολογία της εποχής (όπως ακριβώς αναφέρει και η Ομολογία Δοσιθέου στα 1672), τα χαρτιά αυτά δεν είχαν καμμία δύναμη να εξαλείψουν τις αμαρτίες:
Όπως καταγράφει στις σημειώσεις του ο Κρούσιους Μάρτιν, στις περιπτώσεις προσωπικής χορήγησης του συγχωροχαρτιού σε πιστούς κατά τη διάρκεια των περιοδειών, αυτό γινόταν κατόπιν διαπιστώσεως της ειλικρινούς μετανοίας[100].
Έτσι γινόταν άλλωστε και στην περίπτωση των χατζήδων που θεωρούσαν, όπως και πολλοί πατέρες της εκκλησίας, μεγάλη ευλογία να παραβρεθούν στους Αγίους Τόπους. Εκεί, μπορούσαν να πάρουν ένα συγχωροχάρτι με την υπογραφή του πατριάρχη (που θα χρησίμευε και σαν τεκμήριο για την πραγματοποίηση του ταξιδιού τους), αφού όμως πρώτα εξομολογηθούν σε πνευματικούς των Ιεροσολύμων[101]
Mία ακόμη χρήση του συγχωροχαρτιού στην Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν η τέλεση των λεγόμενων μνημοσύνων που τελούνται στην ορθόδοξη εκκλησία με βάση την ερμηνεία της Αγίας Γραφής στα Νεεμ. 9:1-3, Β' Μακ. 12:39-45 και την πατερική παράδοση:
Το δίπτυχο είναι ένα χαρτί επάνω στο οποίο γράφονται τα ονόματα των 'ζώντων' και των 'τεθνεώτων' που σήμερα συμπληρώνεται από τους πιστούς και δίνεται στους ιερείς για να μνημονεύσουν τα ονόματα στη θεία λειτουργία. Επί Τουρκοκρατίας αλλά και μεταγενέστερα, το λεγόμενο συχωροχάρτι ανήκε στην ορολογία της Λειτουργικής και σήμαινε και "κατάλογος των ζωντανών και πεθαμένων για μνημόνεμα"[103].
Ο ίδιος ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Χρύσανθος Νοταράς, ένας από τους πατριάρχες που γνωρίζουμε ότι εξέδωσε συγχωροχάρτια, γράφει το 1726 ότι τα χαρτιά αυτά θα συμπληρωθούν από τον πνευματικό ιερέα των αποδεκτών και όχι από τους ίδιους, ενώ παρέχονται "χάριν ευχής"
Ενδεικτικό όμως και για τα ελάχιστα χρήματα που μαζεύονταν, έστω και με τη συμβολή των συγχωρητικών, είναι το οικονομικό αποτέλεσμα των τριών περιοδειών που προαναφέρθηκαν:
Το τελευταίο συγχωρητικό που καταγράφεται στην ιστορία του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, είναι αυτό που εξέδωσε το 1928 ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δαμιανός. Επίσης, σύμφωνα με ερευνητές, βρέθηκαν επίσημα συγχωροχάρτια σε κυκλοφορία μέχρι και το 1957. Επρόκειτο για ένα συγχωροχάρτι του πατριάρχη Ιεροσολύμων και πάσης Παλαιστίνης Βενέδικτου. Σε αυτό περιόριζε την ποσότητα και το είδος των αμαρτιών που διαπράττει ο άνθρωπος, εξαιρώντας όλες τις αμαρτίες που έχουν διαπραχθεί εν πάσαις αυτού ταις αισθήσεσι[105] και σε αυτό συντέλεσε ίσως το γεγονός ότι και μέχρι τη δεκαετία του 1970 "η οικονομική κατάστασις της αδελφότητος...είναι λίαν περιωρισμένη, αι δε υποχρεώσεις αυτής μεγάλοι καί ποικίλοι, ένεκα δε τούτου καταφεύγει ενίοτε προς το ευσεβές γένος των Ελλήνων, ίνα τη συνδρομή αυτών ανταποκριθή εις τας υποχρεώσεις αυτής και διαφύλαξη την...ιεράν παρακαταθήκην"[106].
Τα τελευταία αυτά συγχωροχάρτια πάντως θα πρέπει να ήταν εξαίρεση μέσα σε μια μακρά περίοδο, καθώς το 1926 ο Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς γράφει σχετικά με τις "συγχωρητικές ευχές":
"...δεν γνωρίζω όμως εάν εκδίδωνται τοιαύτα και μέχρι σήμερον. Απετάθημεν προς όλους τους παρ' ημίν Θεολόγους, μέχρι και αυτού του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών, όστις διετέλεσεν επί μακρόν κληρικός εν Ιεροσολύμοις, αλλ' ουδείς ηδυνήθη να μας δώση σαφείς και ακριβείς περί τούτων πληροφορίας"[107].
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η εφαρμογή του φαινομένου επίδοσης των συγχωροχαρτιών, σε όποιον βαθμό έγινε, ήταν αποτέλεσμα πολλαπλών αναγκαιοτήτων, όπως η άσκηση της δικαστικής δικαιοδοσίας που είχε επί τουρκοκρατίας, η ανάγκη για οικονομική στήριξη του έργου και των υποχρεώσεων της, χωρίς να μπορούν να αποκλειστούν και περιπτώσεις προσωπικής αστοχίας ή ευκαιριακής επιδίωξης πλουτισμού. Σε αυτές τις περιπτώσεις ανήκει και αυτή που αναφέρει ο Serhii Plokhy στο βιβλίο του The Cossacks and Religion in Early Modern Ukraine. Ο συγγραφέας αναφέρει ότι η μοναδική μαρτυρία που παραθέτει προέρχεται από έναν πρώην Ορθόδοξο Επίσκοπο που εγκατέλειψε την Ορθοδοξία για να προσχωρήσει στην Ουνία, και η περίοδος στην οποία αναφέρεται είναι μία από τις πιο ταραγμένες εποχές δύσκολων αγώνων της Ορθόδοξης Εκκλησίας ενάντια στη λατινική προπαγάνδα, που "επέβαλε με καταπιεστικά μέσα τη λατινική Ουνία" στη Μικρή Ρωσία και την Ουκρανία[108].
Σύμφωνα με τη μαρτυρία αυτή, κάποιος εκπρόσωπος του κλήρου της Ορθόδοξης Εκκλησίας "όπως ο έμπορος δείχνει το εμπόρευμά του και το πουλάει μέσα στον ναό, με αυτό τον τρόπο πουλούσε την πλήρη άφεση αμαρτιών για ένα τάλιρο, τη μερική για μισό τάλιρο και τη μικρή για έξι γρόσια". Στηριζόμενος στην ίδια μαρτυρία, ο συγγραφέας, ισχυρίζεται τελικά ότι "η πρακτική αυτή έκανε φανερή τη διαφθορά που επικρατούσε σε ολόκληρη την Ανατολική Ορθόδοξη εκκλησία" και ότι οι ιεράρχες της ανατολής (χωρίς να εξαιρεί κανέναν), εξέδιδαν αναθέματα ή πιστοποιητικά άφεσης τα οποία Ορθόδοξοι κληρικοί μετέφεραν στην Ουκρανία για να τα πουλήσουν σε όποιον θα πλήρωνε τα περισσότερα. Μάλιστα ισχυρίζεται η πρακτική αυτή οδήγησε σε ριζικές μεταρρυθμίσεις που παραλληλίζονται με αυτές της προτεσταντικής κίνησης από τον Λούθηρο.
Αν και σε αντίθεση με τους παραπάνω ισχυρισμούς, "ο ανατολικός χριστιανισμός δε γνώρισε φαινόμενα του δυτικού χριστιανισμού, όπως είναι η Μεταρρύθμιση, η Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός"[109], επίσης, στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποδίδεται η έκδοση συγχωροχαρτιών όχι σε όλους, αλλά σε 60 από τους 352 Πατριάρχες (και με μεγαλύτερη βεβαιότητα μόνο στους 20 από αυτούς), ενώ ταυτόχρονα, δεν μαρτυρούνται "πλήρεις", "μερικές" ή "μικρές" "αφέσεις". Επίσης, το πλαίσιο στο οποίο λειτουργούσαν οι συγχωρητικές ευχές στην Ορθόδοξη Εκκλησία και η θεολογία ήταν διαφορετικά, ενώ όλες οι τοπικές συνοδικές αποφάσεις και ομολογίες πίστεως καταδικάζουν το δυτικό αυτό φαινόμενο.
Επιπλέον, υπάρχουν και εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις για τη Ρωσική Εκκλησία:
Σύμφωνα με κάποιες απόψεις, "τα φερέφωνα της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας και των ουνιτικών τάσεων θα επιμείνουν, σε πολλές περιπτώσεις, και από πολύ νωρίς, στη διαπίστωση ότι και η ανατολική ορθοδοξία γνώριζε, χρησιμοποιούσε και νομιμοποιούσε τα συγχωροχάρτια. Η διαπίστωση αυτή, που θεωρήθηκε ότι δικαίωνε τη δυτική πρακτική χρησιμοποιήθηκε, κυρίως, για να συνδεθούν τα συγχωροχάρτια με τη θεωρία του πουργατόριου, του 'καθαρτηρίου πυρός', απέναντι στην οποία η ανατολική εκκλησία και οι ορθόδοξοι θεολόγοι είχαν κρατήσει ανεπιφύλακτα απορριπτική στάση. Στην έλλειψη αναστολών από την πλευρά της δυτικής εκκλησίας πρέπει να οφείλεται και το ότι οι δύο συστηματικότερες διαπραγματεύσεις που διαθέτουμε για το θέμα των ορθόδοξων συγχωροχαρτιών, διαποτισμένες, ωστόσο, και αυτές, από πνεύμα πολεμικής, οφείλονται σε καθολικούς θεολόγους."[113].
Επιπλέον, αρκετοί μελετητές διαπιστώνουν το γεγονός ότι "...η ανατολική εκκλησία, και οι αρχαίες κοινωνίες των νεστοριανών και Μονοφυσιτών στην ανατολή, είναι ξένοι στο ρωμαιοκαθολικό δόγμα και την πρακτική όσον αφορά τα συγχωροχάρτια."[114] ενώ η έννοια του επιτιμίου "...θεσπίζεται αλλά δεν αναπτύχθηκε ποτέ στην ανατολή στις επιμελημένες αναλογίες και με τις μηχανικές διατάξεις που έδωσαν αφορμή για την πώληση των συγχωροχαρτιών στη δύση"[115]
Ταυτόχρονα, για την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπάρχει δογματικό στήριγμα στο ζήτημα αυτό, αφού ουδέποτε θεσπίστηκε από Οικουμενική Σύνοδο[116], ενώ εξ αρχής δήλωνε την αντίθεσή της στην πρακτική αυτή της καθολικής Εκκλησίας[117].
Οι αντιφάσεις των καθολικών θεολόγων που θέλησαν να αποδείξουν ότι το καθαρτήριο και τα συγχωροχάρτια διδάχθηκαν από τους ορθοδόξους, ήταν δύσκολο να γεφυρωθούν, αφού τα συγχωροχάρτια είχαν σκοπό την απαλλαγή από τη φωτιά του καθαρτηρίου:
"Οι Ορθόδοξοι [...] δεν δέχονται το Καθαρτήριο, αλλά πιστεύουν σε κάτι που είναι το ίδιο πράγμα τελικά, αν και απορρίπτουν συγκεκριμένα την ιδέα της εξαγνιστικής φωτιάς."[118].
Έτσι, παρά τις προσπάθειες αυτές, είναι φανερό ότι το φαινόμενο των συγχωροχαρτιών ουδέποτε απετέλεσε θεσμοθετημένο κομμάτι στη θεολογία και πρακτική της Εκκλησίας σύμφωνα με την κρίση έγκριτων ιστορικών και θεολόγων:
Ασφαλώς, στη διαμάχη τους με τους Προτεστάντες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν ως επιχείρημα το γεγονός ότι ούτε οι Ορθόδοξοι αναγνώριζαν το δόγμα του καθαρτηρίου, κάποιοι Καθολικοί υποστήριξαν ότι και οι Ορθόδοξοι είχαν διδάξει το καθαρτήριο και τα συγχωροχάρτια[122].
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όμως το γεγονός ότι, ακόμη και καθολικοί θεολόγοι όπως ο Adrian Fortescue, στην προσπάθειά τους να συμβιβάσουν τις διδασκαλίες των δύο εκκλησιών (Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής) παραδέχονται την άρνηση των Ορθοδόξων να αναγνωρίζουν το Καθαρτήριο, τις φωτιές του Καθαρτηρίου και τα συγχωροχάρτια:
Ταυτόχρονα, τους ισχυρισμούς κάποιων Καθολικών ότι οι Ορθόδοξοι δίδαξαν το Καθαρτήριο, απέρριψαν και οι Προτεστάντες που γνώριζαν ότι το δόγμα του καθαρτηρίου οι Ορθόδοξοι δεν το αποδέχονταν:
Είναι γενικά αποδεκτό ότι "το Ορθόδοξο διαφέρει από το καθολικό δόγμα [...] στο καθαρτήριο και στα συγχωροχάρτια τα οποία η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αποδέχεται,[...]"[125].
Είναι επίσης ενδεικτικό για τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο γίνονταν αντιληπτά τα ορθόδοξα συγχωρητικά σε σχέση με αυτά της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας[126], ότι αρκετοί συγγραφείς στα χρόνια του Διαφωτισμού και σε μεταγενέστερες περιόδους, αν και άσκησαν οξύτατη κριτική στον ορθόδοξο κλήρο, όπως οι Χριστόδουλος Παμπλέκης, ο Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας,ο Αδαμάντιος Κοραής, ο Ανδρέας Λασκαράτος και άλλοι, εντούτοις δεν συμπεριλαμβάνουν τα συγχωρητικά της ορθόδοξης εκκλησίας στην κριτική τους, αν και είχαν πολλές ευκαιρίες να το κάνουν, ενώ ταυτόχρονα καταδικάζουν τη δυτική εκκλησία για τη χρησιμοποίησή τους[127].
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.