Συνθήκη του Βερολίνου (1878)
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Συνθήκη του Βερολίνου ήταν η τελευταία πράξη του Συνεδρίου του Βερολίνου (13 Ιουνίου - 13 Ιουλίου 1878) (ν. ημερολ), που συνήλθε υπό την προεδρία του Γερμανού καγκελάριου Βίσμαρκ με την οποία η Μεγάλη Βρετανία, η Αυστροουγγαρία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ρωσία (επί Τσάρου Αλέξανδρου Β΄) καθώς και η Οθωμανική Αυτοκρατορία (επί Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β΄), αναθεώρησαν τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου που είχε προ-συνομολογηθεί βεβιασμένα στις 3 Μαρτίου του ίδιου έτους.Αυτό είχε συμβεί μεταξύ της Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και βασικό δημιούργημα αυτής (της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου) ήταν η "Μεγάλη Βουλγαρία". Το σημαντικότερο καθήκον του Συνεδρίου ήταν να αποφασίσει για την τύχη του Πριγκιπάτου της Βουλγαρίας, που είχε ιδρυθεί με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, ακόμη και αν η ίδια η Βουλγαρία είχε αποκλειστεί από τη συμμετοχή στις συνομιλίες (παρά τη ρωσική επιμονή για το αντίθετο).[2] Εκείνη την εποχή, ανύπαρκτη στον παγκόσμιο χάρτη, η Βουλγαρία δεν ήταν υποκείμενο του διεθνούς δικαίου. Ούτε και οι Βούλγαροι. Ο αποκλεισμός αυτός ήταν ήδη καθιερωμένο γεγονός στη Διάσκεψη της Κωνσταντινούπολης των Μεγάλων Δυνάμεων, που πραγματοποιήθηκε ένα χρόνο νωρίτερα, χωρίς καμία συμμετοχή της Βουλγαρίας. Το πιο αξιοσημείωτο αποτέλεσμα της συνθήκης ήταν η de jure αναγνώριση των de facto ανεξάρτητων κρατών Ρουμανίας, Σερβίας και Μαυροβουνίου.