Ιταλός ποδοσφαιριστής και πολιτικός From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Τζοβάνι «Τζάνι» Ριβέρα (ιταλικά: Giovanni "Gianni" Rivera, [ˈdʒanni riˈvɛːra], γεννήθηκε 18 Αυγούστου 1943) είναι Ιταλός πρώην ποδοσφαιριστής που αγωνιζόταν ως επιθετικός μέσος. Αναδείχθηκε σε ένα από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών[2][3] και θεωρείται ως ο κορυφαίος Ιταλός μαζί με τον Τζουζέπε Μεάτσα. Ψηφίστηκε 19ος καλύτερος του αθλήματος του 20ού αιώνα στις εκλογές της IFFHS,[4] μία θέση πάνω από το Μεάτσα, και κορυφαίος Ιταλός.[5]
Με τη Μίλαν | |||||||||||||
Προσωπικές πληροφορίες | |||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Πλήρες όνομα | Τζοβάνι Ριβέρα | ||||||||||||
Ημερ. γέννησης | 18 Αυγούστου 1943 | ||||||||||||
Τόπος γέννησης | Αλεσσάντρια, Ιταλία | ||||||||||||
Ύψος | 1,74 μ. | ||||||||||||
Θέση | Μέσος | ||||||||||||
Επαγγελματική καριέρα* | |||||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† | ||||||||||
1959–1960 | Αλεσσάντρια | 26 | (6) | ||||||||||
1960–1979 | ΑΚ Μίλαν | 501 | (122) | ||||||||||
Σύνολο | 527 | (128) | |||||||||||
Εθνική ομάδα | |||||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† | ||||||||||
1962–1974 | Ιταλία | 60 | (14) | ||||||||||
Τίτλοι
| |||||||||||||
* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα. † Συμμετοχές (Γκολ). |
Τζάνι Ριβέρα | |
---|---|
Μέλος Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου | |
Περίοδος 25 Μαΐου 2005 – 13 Ιουλίου 2009 | |
Μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων (Ιταλία) | |
Περίοδος 2 Ιουλίου 1987 – 29 Μαΐου 2001 | |
Προσωπικά στοιχεία | |
Εθνότητα | Ιταλική |
Υπηκοότητα | Ιταλία |
Επάγγελμα | Ποδοσφαιριστής |
Βραβεύσεις | Χρυσή Μπάλα d:Q44726364 (2013)[1] |
Σχετικά πολυμέσα | |
Όλη σχεδόν η σταδιοδρομία του ήταν με την Μίλαν στην οποία ξεκίνησε το 1960 και δημιούργησε μια πολύ επιτυχημένη καριέρα τόσο εγχώρια όσο και το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, κερδίζοντας τρεις τίτλους της Σέριε Α και δύο Ευρωπαϊκά Κύπελλα, ανάμεσα σε πολλά άλλα τρόπαια, ενώ ήταν και αρχηγός της ομάδας για δώδεκα σεζόν.
Σε διεθνές επίπεδο, εκπροσώπησε την Ιταλία 60 φορές μεταξύ 1962 και 1974, σημειώνοντας 14 γκολ και έλαβε μέρος σε τέσσερα Παγκόσμια Κύπελλα (1962, 1966, 1970 και 1974). Ιστορική στιγμή η επίτευξη του αποφασιστικού τέρματος στην 4–3 νίκη της Ιταλίας επί της Δυτικής Γερμανίας στον ημιτελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1970, οδηγώντας την ομάδα στον τελικό.[6] Ήταν επίσης μέλος της πρώτης ιταλικής εθνικής που κέρδισε ποτέ το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου το 1968, και εκπροσώπησε την Ιταλία στους Ολυμπιακούς του 1960 στη Ρώμη. Το 1968 ήταν ένας από τους ιδρυτές της Ιταλικής Ένωσης Επαγγελματιών Ποδοσφαιριστών.[7] Το 2015 έγινε ο πρώτος Ιταλός ποδοσφαιριστής από τους 100 αθλητές που εισήχθησαν στη ιταλική αίθουσα φήμης του ποδοσφαίρου.
Μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας ασχολήθηκε με την πολιτική. Εκλέχθηκε στην Βουλή των Αντιπροσώπων της Ιταλίας και έγινε αναπληρωτής γραμματέας άμυνας στην κυβέρνηση του Ρομάνο Πρόντι.
Ο Τζιοβάνι Ριβέρα γεννήθηκε το 1943, και είναι γιος σιδηροδρομικού εργάτη στην βόρεια Ιταλία. Κατά τη διάρκεια των οικονομικά δύσκολων ετών μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο μικρός "Τζάνι" ανακάλυψε το πάθος του για το ποδόσφαιρο και έπαιζε στους δρόμους. Βρήκε υποστήριξη από τον πατέρα του, ο οποίος διοργάνωσε εκπαιδευτική επιλογή για τα αγόρια της γειτονιάς και κάλεσε επίσης εκπροσώπους του τοπικής ομάδας της Αλεσσάντρια. Ο βοηθός προπονητή του σωματείου ήταν πεπεισμένος για το ταλέντο του Ριβέρα και τον έφερε στο τμήμα των νέων.[8]
Γρήγορα έγινε σαφές στους υπεύθυνους ότι είχαν αναλάβει ένα εξαιρετικό ταλέντο και τον προώθησαν στην επαγγελματική ομάδα. Σε ηλικία μόλις 15 ετών, έκανε το ντεμπούτο του στην Σέριε Α εναντίον της Ίντερ (1–1) στις 2 Ιουνίου 1959. Εκείνη την ημέρα υπήρχε έλλειψη κεντρικού επιθετικού και χρησιμοποιήθηκε σε αυτή τη θέση αλλά μετά μετακόμισε προς τις θέσεις του κέντρου. Είναι ο τρίτος μικρότερος σε ηλικία παίκτης που αγωνίστηκε ποτέ στην πρώτη κατηγορία του ιταλικού πρωταθλήματος.[9][10] Στις 7 Φεβρουαρίου 1960, στο πρώτο του ταξίδι στο Μιλάνο, σημείωσε ένα υπέροχο γκολ στο μελλοντικό του σύλλογο (1–1) ως παρουσίαση στο κοινό του σύντομα. Σε λίγους μήνες το παιχνίδι του πήρε νέα διάσταση στον αγωνιστικό χώρο. Ήδη στην πρώτη επαγγελματική περίοδο έγινε βασικός (26 παιχνίδια - 6 γκολ) και όλη η Ιταλία θαύμασε το λεπτό αγόρι από το Πιεμόντε, το οποίο ο τύπος ονόμασε γκόλντεν μπόι (golden boy, χρυσό αγόρι).[7][11] Αγωνίστηκε με την Ιταλία στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1960. Η Μίλαν πρόσφερε στη συνέχεια την υπέρογκη αμοιβή για την εποχή των 90 εκατομμυρίων λιρών (περίπου 200.000 δολάρια ΗΠΑ) για να τον αποκτήσει το καλοκαίρι του 1960.[12]
Ήδη εκείνη την εποχή, η Μίλαν ήταν μία από τις μεγαλύτερες ομάδες του πρωταθλήματος και είχε πολυάριθμους κορυφαίους παίκτες, γι' αυτό και ο Ριβέρα χρησιμοποιήθηκε αρχικά στη δεξιά πτέρυγα. Μόνο μετά την αποχώρηση του σπουδαίου Χουάν Αλμπέρτο Σκιαφίνο, ο Ριβέρα μετακόμισε στο κέντρο και ανέλαβε το ρόλο του παίκτη που προοριζόταν γι' αυτόν, στον άξονα του κέντρου. Χωρίς προβλήματα, κάλυψε το κενό και ο τρόπος λειτουργίας για την επιτυχία ήταν απλός: μετά την κατοχή της μπάλας αυτή πρέπει να πάει αμέσως στον Ριβέρα, ο οποίος στη συνέχεια θα ξεκινούσε την επόμενη επίθεση. Συνήθως, δεν κρατούσε τη μπάλα, φροντίζοντας για τη γρήγορη προώθησή της, όντας ένας από τους καλύτερους πασέρ στην ποδοσφαιρική ιστορία. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία του ήταν η κατάκτηση του πρωταθλήματος το 1962, τον πρώτο από τους τέσσερις που κατέκτησε με το σύλλογο.[13][14][15]
Ένα χρόνο αργότερα, ακολούθησε η άνοδος της Μίλαν σε διεθνές επίπεδο. Ο Ριβέρα προετοίμασε και τα δύο γκολ από το κέντρο στον Αλταφίνι στην νίκη με 2–1 επί της Μπενφίκα στο Γουέμπλεϊ στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών εκείνης της χρονιάς. Η Μίλαν έγινε πρώτος ιταλικός σύλλογος που κατέκτησε το τρόπαιο.[16][17] Σε ηλικία μόλις 20 ετών κατατάχθηκε δεύτερος πίσω από τον Λεβ Γιασίν στην ψηφοφορία για την Χρυσή Μπάλα του 1963.[18]
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο ιστορικός προπονητής Νερέο Ρόκο επέστρεψε στη Μίλαν και δημιούργησε μια πραγματικά μεγάλη ομάδα. Ο Ριβέρα ήταν ο βασικός μοχλός και με την πείρα και τις ικανότητές του οδήγησε την ομάδα στο δρόμο της επιτυχίας. Ξεκίνησαν με το νικηφόρο Κύπελλο Ιταλίας το 1967, το πρωτάθλημα και το Κύπελλο Κυπελλούχων το επόμενο έτος. Η κορυφαία στιγμή ακολούθησε το 1969 με την νίκη του Κύπελλου Πρωταθλητριών (4–1 κατά του Άγιαξ)[19][20] και ακόμη και το Διηπειρωτικό Κύπελλο αντιμετωπίζοντας στον διπλό τελικό την κάτοχο του τίτλου Εστουδιάντες. Η νίκη στο Μιλάνο με 3–0 έδωσε μεγάλο προβάδισμα στην ιταλική ομάδα, ενώ το "χρυσό παιδί" σημείωσε το μοναδικό τέρμα του ιστορικού επαναληπτικού (1–2), αποτέλεσμα που δεν ήταν αρκετό για το σύλλογο της Αργεντινής.[21][22] Ο Ριβέρα ήταν ένας από τους καλύτερους παίκτες του κόσμου κατά τη διάρκεια αυτών των ετών και επιβραβεύτηκε με την Χρυσή Μπάλα του 1969, ο πρώτος Ιταλός που το κατάφερε.[23][24] Μετά από δύο ακόμα νίκες του εθνικού κυπέλλου (1972, 1973), οι ροσονέρι ήταν και πάλι το 1973 στο τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων χωρίς όμως επιτυχία.
Μετά από επτά τίτλους σε έξι χρόνια, άρχισε η φθορά και η κριτική, που δεν άφησε ανεπηρέαστο ούτε και τον Ριβέρα. Το 1975 ο πρόεδρος του συλλόγου ήθελε ακόμα και να τον πουλήσει. Αλλά ο Ριβέρα δεν ήθελε να φύγει από το Μιλάνο και με λίγους πλούσιους επιχειρηματίες, απέκτησε το πλειοψηφικό μερίδιο στο υπερχρεωμένο σωματείο και ήταν παίκτης και πρόεδρος της Μίλαν για σύντομο χρονικό διάστημα. Μετά την τέταρτη νίκη του κυπέλλου το 1977, η καριέρα του ουσιαστικά έληξε. Λόγω τραυματισμού, έχασε το μεγαλύτερο μέρος της τελευταίας της αγωνιστικής περιόδου 1978–79 (μόνο 13 εμφανίσεις), αλλά κέρδισε και πάλι το πρωτάθλημα. Δεδομένου ότι ήταν η δέκατο της Μίλαν, έδωσε στο σωματείο το πρώτο αστέρι πάνω από το λογότυπο.[12] Στις 13 Μαΐου 1979, ο Ριβέρα έπαιξε το τελευταίο του παιχνίδι απέναντι στη Λάτσιο.[7]
Στα 19 χρόνια που έπαιξε για τη Μίλαν αγωνίστηκε σε 658 αγώνες και σημείωσε 164 γκολ (Πρωτάθλημα: 501/122 , Κύπελλο: 74/28 , Ευρωπαϊκό Κύπελλο: 74/13 , άλλοι: 9/1),[25] και κατέκτησε τρία πρωταθλήματα, τέσσερα Κύπελλα Ιταλίας, δύο Κύπελλα Ευρώπης, ένα Διηπειρωτικό Κύπελλο και δύο Κύπελλα Κυπελλούχων.[11][23] Παρέμεινε στον κύκλο της ομάδας και μετά την αποχώρησή του αλλά τα γεγονότα του πρώτου μισού της δεκαετίας του 1980 με τον υποβιβασμό τον απομάκρυναν από το σύλλογο το 1986.[26]
Η διεθνής καριέρα του Ριβέρα ξεκίνησε το 1960 με την Ολυμπιακή ομάδα της Ιταλίας στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1960 της Ρώμης, όπου έφτασε στην τέταρτη θέση.[27] Στις 13 Μαΐου 1962, ο 18χρονος Ριβέρα έκανε το ντεμπούτο του στην εθνική ομάδα σε νίκη επί του Βελγίου στις Βρυξέλλες. Στη συνέχεια, έλαβε μέρος στο Παγκόσμιο Κύπελλο στη Χιλή, αλλά ήταν ακόμα αναπληρωματικός.[13] Τέσσερα χρόνια αργότερα, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966 στην Αγγλία, οι Ιταλοί έπεσαν θύμα της έκπληξης με την ήττα από τη Βόρεια Κορέα. Το 1968 η Σκουάντρα Ατζούρα αποκαταστάθηκε κερδίζοντας το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στη χώρα της. Ο Ριβέρα ήταν από τους διακριθέντες του ημιτελικού απέναντι στην Σοβιετική Ένωση αλλά απουσίαζε λόγω τραυματισμού στον τελικό (2–0 απέναντι στην Γιουγκοσλαβία).[28][29]
Στην καριέρα στην εθνική ομάδα ήρθε σε ανταγωνισμό με τον Σάντρο Ματσόλα ο οποίος θεωρούνταν ισάξιος. Αυτή η αντιπαλότητα κορυφώθηκε στη διοργάνωση του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1970.[30][31] Ο προπονητής Φερούτσιο Βαλκαρέτζι προσπάθησε να λύσει το πρόβλημα με συμβιβασμό: πίστευε ότι ούτε ο ένας ούτε ο άλλος θα αντέξουν 90 λεπτά στην καυτή ζέστη του Μεξικού. Έτσι τους χρησιμοποίησε από ένα ημίχρονο, μια διαδικασία που έμεινε γνωστή ως "staffetta" («σκυταλοδρομία»).[32] Στον ημιτελικό κατά της Δυτικής Γερμανίας (γνωστός και ως «ο αγώνας του αιώνα»), ο Ριβέρα μπήκε στο δεύτερο ημίχρονο και σημείωσε το γκολ της νίκης στην παράταση (111ο λεπτό), ελάχιστα μετά την ισοφάριση των Δυτικογερμανών σε 3–3.[33][34][35][36] Στον τελικό ο Ριβέρα μπαίνει μόλις στο 84ο λεπτό. Ο προπονητής επικρίθηκε σκληρά από τον ιταλικό τύπο.[37]
Ο Ριβέρα έπαιξε το τελευταίο Παγκόσμιο Κύπελλο στη Δυτική Γερμανία το 1974. Οι Ιταλοί απογοήτευσαν για άλλη μια φορά και, μετά τη διοργάνωση, ο Ριβέρα ανακοίνωσε την αποχώρησή του από την εθνική ομάδα για να αφιερωθεί αποκλειστικά στη Μίλαν.[12]
Μίλαν
Ιταλία
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.