Το 1,2-πενταδιένιο[3] (αγγλικά: 1,2-pentadiene) είναι οργανική χημική ένωση, που περιέχει άνθρακα και υδρογόνο, με μοριακό τύπο C5H8 και ημισυντακτικό τύπο CH3CH2CH=C=CH2. Ανήκει στην ομόλογη σειρά των αλκαδιενίων και στην κατηγορία των αλλενίων.
Γρήγορες Πληροφορίες Γενικά, Χημικά αναγνωριστικά ...
1,2-πενταδιένιο |
|
Γενικά |
Όνομα IUPAC | 1,2-πενταδιένιο |
Άλλες ονομασίες | Αιθυλαλλένιο |
Χημικά αναγνωριστικά |
Χημικός τύπος | C5H8 |
Μοριακή μάζα | 68,117 ± 0,0046 amu |
Σύντομος συντακτικός τύπος | CH3CH2CH=C=CH2 |
Συντομογραφίες | EtCH=C=CH2 |
Αριθμός CAS | 591-95-7 |
SMILES | CCC=C=C |
InChI | 1S/C5H8/c1-3-5-4-2/h5H,1,4H2,2H3[1] |
Αριθμός EINECS | 209-737-4 |
PubChem CID | 11588 |
ChemSpider ID | 11100 |
Ισομέρεια |
Ισομερή θέσης | 25 (εκτός καρβενίων) |
Φυσικές ιδιότητες |
Σημείο τήξης | -137°C |
Σημείο βρασμού | 45°C |
Πυκνότητα | 700 kg/m³ |
Διαλυτότητα στο νερό | 260,7 g/m³[2] |
Διαλυτότητα σε άλλους διαλύτες | Αναμείξιμο με Αιθανόλη Προπανόνη |
Δείκτης διάθλασης , nD | 1,4170–1,4210 (20°C) |
Εμφάνιση | Διαφανές, άχρωμο υγρό |
Χημικές ιδιότητες |
Επικινδυνότητα |
|
Εκτός αν σημειώνεται διαφορετικά, τα δεδομένα αφορούν υλικά υπό κανονικές συνθήκες περιβάλλοντος (25°C, 100 kPa). |
Κλείσιμο
Το χημικά καθαρό 1,2-πενταδιένιο, στις «κανονικές συνθήκες περιβάλλοντος», δηλαδή σε θερμοκρασία 25 °C και υπό πίεση 1 atm, είναι εξαιρετικά εύφλεκτο υγρό.
Αυτός ο υδρογονάνθρακας έχει μόριο που αποτελείται από τρία (3) άτομα υδρογόνου και ένα αιθύλιο (-CH2CH3) ενωμένα με μια τριάδα ατόμων άνθρακα, που συνδέονται μεταξύ τους με δύο διαδοχικούς διπλούς δεσμούς. Το #1 και το #3 άτομα άνθρακα, που περιέχει, βρίσκονται σε υβριδισμό sp², το #2 σε sp, ενώ τέλος τα #4 και #5 σε sp³. Τα άτομα C#1-C#3 είναι συγγραμμικά.
Οι δεσμοί, εκτός της συγγραμμικής ομάδας και της αιθυλομάδας, σχηματίζουν γωνίες περί τις 120°. Τα επίπεδα των δεσμών H-C#1-H και H-C#3-C#4 είναι κάθετα μεταξύ τους.
Η περιστροφή των δεσμών C=C=C απαιτεί (σχετικά) υψηλή ποσότητα ενέργειας, γιατί απαιτεί την (προσωρινή) διάσπαση ενός τουλάχιστον π-δεσμού.
Οι π-δεσμοί στο μόριο του 1,2-πενταδιενίου είναι υπεύθυνοι για τη χρήσιμη δραστικότητά του. Η περιοχή των διπλών δεσμών χαρακτηρίζεται από (σχετικά) υψηλή ηλεκτρονιακή πυκνότητα, ιδιαίτερα περί το #2 άτομο άνθρακα,που επομένως είναι ευάλωτη σε επιδράσεις ηλεκτρονιόφιλων. Πολλές αντιδράσεις του 1,2-πενταδιενίου καταλύνται από διάφορα μέταλλα μετάπτωσης, που σχηματίζουν προσωρινά σύμπλοκα με τα π και π* τροχιακά του 1,2-πενταδιενίου.
Περισσότερες πληροφορίες Δεσμοί, τύπος δεσμού ...
Δεσμοί[4] |
Δεσμοί |
τύπος δεσμού |
ηλεκτρονική δομή |
Μήκος δεσμού |
Ιονισμός |
C#4-H
C#5-H |
σ |
2sp3-1s |
109 pm |
3% C- H+ |
C#1-H
C#3-H |
σ |
2sp2-1s |
108,7 pm |
3% C- H+ |
C#4-C#3 |
σ |
2sp3-2sp2 |
151 pm |
|
C#4-C#5 |
σ |
2sp3-2sp3 |
154 pm |
|
C#1=C#2 |
σ
π |
2sp2-2sp
2py-2py |
131,4 pm |
|
C#2=C#3 |
σ
π |
2sp-2sp2
2pz-2pz |
131,4 pm |
|
Κατανομή φορτίων σε ουδέτερο μόριο |
C#5 |
-0,09 |
C#1
C#4 |
-0,06 |
C#3 |
-0,03 |
C#2 |
0,00 |
H |
+0,03 |
Κλείσιμο
Με απόσπαση αλογόνου
Με απόσπαση δύο (2) ισοδυνάμων αλογόνου (X2) από 1,2,2,3-τετραλοπεντάνιο παράγεται 1,2-πενταδιένιο[5]:
Καύση
Οζονόλυση
Με επίδραση όζοντος (O3, οζονόλυση) σε 1,2-πενταδιένιο, παράγεται ασταθές οζονίδιο που τελικά διασπάται σε μεθανάλη, προπανάλη και διοξείδιο του άνθρακα[6]:
Διυδροξυλίωση
1. Η επίδραση αραιού διαλύματος υπερμαγγανικού καλίου (KMnO4) παράγει 1-υδροξυ-2-πεντανόνη:
2. Η επίδραση καρβοξυλικού οξέος και υπεροξείδιου του υδρογόνου (Η2Ο2) παράγει 1-υδροξυ-2-πεντανόνη:
3. Η μέθοδος Σάρπλες (Sharpless) παράγει 1-υδροξυ-2-πεντανόνη:
4. Η μέθοδος Γούντγαρντ (Woodward) παράγει 1-υδροξυ-2-πεντανόνη:
- Ενδιάμεσα των μεθόδων 1-4 παράγεται 2-πεντενο-1,2-διόλη [CH3CH2CH=C(OH)CH2OH, ασταθής ενόλη] που ισομερειώνεται σε 1-υδροξυ-2-πεντανόνη:
5. Υπάρχει ακόμη δυνατότητα για 1,3-διυδροξυλίωση με επίδραση αλδευδών ή κετονών σε 1,2-πενταδιένιο, παρουσία νερού (H2O). Αντίδραση Πρινς (Prins). Π.χ. με μεθανάλη παράγεται 1-υδροξυ-3-εξανόνη:
- Ενδιάμεσα παράγεται 3-εξενο-1,3-διόλη [CH3CH2CH=C(OH)CH2CH2OH, ασταθής ενόλη], που ισομερειώνεται σε 1-υδροξυ-3-εξανόνη.
Επίδραση πυκνού υπερμαγγανικού καλίου
Με επίδραση πυκνού διαλύματος υπερμαγγανικού καλίου (KMnO4) παράγεται τελικά προπανικό οξύ και διοξείδιο του άνθρακα[8]:
Ενυδάτωση
1. Επίδραση θειικού οξέος (H2SO4) και στη συνέχεια νερού (H2O, ενυδάτωση). Παράγεται 2-πεντανόνη[9]:
- Ενδιάμεσα παράγεται 2-πεντεν-2-όλη [CH3CH2CH=C(OH)CH3, ασταθής ενόλη] που ισομερειώνεται σε 2-πεντανόνη.
2. Υδροβορίωση και στη συνέχεια επίδραση με υπεροξείδιο του υδρογόνου (Η2Ο2). Παράγεται τρι(2-πεντενυλο)βοράνιο και στη συνέχεια 2-πεντεν-1-όλη[10]:
- Προσθήκη διβορανίου (B2H4) έχει το ίδιο αποτέλεσμα.
3. Υπάρχει ακόμη η δυνατότητα αλλυλικής υδροξυλίωσης κατά Πρινς (Prins) με επίδραση αλδευδών ή κετονών σε 1,2-πενταδιένιο απουσία νερού. Π.χ. με μεθανάλη προκύπτει 2,3-εξαδιεν-1-όλη:
Προσθήκη υποαλογονώδους οξέως
Με επίδραση (προσθήκη) υποαλογονώδους οξέος (HOX) σε 1,2-πενταδιένιο παράγεται 1-αλο-2-πεντανόνη[11]:
- Ενδιάμεσα παράγεται 1-αλο-2-πεντεν-2-όλη (ασταθής ενόλη), που τελικά ισομερειώνεται σε 1-αλοπεντανόνη.
- Η παραπάνω αντίδραση ισχύει όταν X: Cl, Br και I. Αν X = F, παράγεται 2-φθορο-2-πεντεν-1-όλη:
Καταλυτική υδρογόνωση
Με καταλυτική υδρογόνωση 1,2-πενταδιενίου σχηματίζεται αρχικά 2-πεντένιο και στη συνέχεια (με περίσσεια υδρογόνου) πεντάνιο[12]:
Αλογόνωση
1. Με προσθήκη αλογόνου (X2, αλογόνωση) σε 1,2-πενταδιένιο έχουμε προσθήκη στους διπλούς δεσμούς. Παράγεται αρχικά 1,2-διαλο-2-πεντένιο και στη συνέχεια, με περίσσεια αλογόνου, 1,2,2,3-τετραλοπεντάνιο. Π.χ.[13]:
2. Υποκατάσταση σε αλλυλική θέση, δηλαδή σε α θέση ως προς τους διπλούς δεσμούς. Παράγεται 4-αλο-1,2-πενταδιένιο: Π.χ.:
- Η αλλυλική υποκατάσταση ευνοείται με ορισμένα ειδικά αντιδραστήρια αλογόνωσης ή σε υψηλές θερμοκρασίες.
Υδραλογόνωση
Με προσθήκη υδραλογόνων (HX, υδραλογόνωση) σε 1,2-πενταδιένιο παράγεται αρχικά 2-αλο-2-πεντένιο και στη συνέχεια, με περίσσεια υδραλογόνου, 2,2-διαλοπεντάνιο[14]:
Υδροκυάνωση
Με προσθήκη υδροκυανίου (HCN, υδροκυάνωση) σε 1,2-πενταδιένιο παράγεται 2-μεθυλο-2-πεντενoνιτρίλιο:
Καταλυτική αμμωνίωση
1. Προσθήκη αμμωνίας (NH3). Παράγεται αρχικά 2-πεντεν-2-αμίνη, που τελικά ισομερειώνεται σε 2-πεντενιμίνη:
- Τα παραπάνω μέταλλα που αναφέρονται στη θέση του καταλύτη χρησιμοποιούνται με τη μορφή συμπλόκων τους και όχι σε μεταλλική μορφή.
2. Προσθήκη πρωτοταγούς αμίνης. Π.χ. με μεθυλαμίνη παράγεται Ν-μεθυλο-2-πεντεν-2-αμίνη, που τελικά ισομερειώνεται σε Ν-μεθυλο-2-πεντανιμίνη:
3. Προσθήκη δευτεροταγούς αμίνης. Π.χ. με διμεθυλαμίνη παράγεται N,N-διμεθυλο-2-πεντεν-2-αμίνη:
Καταλυτική φορμυλίωση
Με προσθήκη μεθανάλης (CO + H2) σε 1,2-πενταδιένιο παράγεται 2-μεθυλο-2-πεντενάλη ή 3-εξενάλη. Π.χ.:
- Τα παραπάνω μέταλλα που αναφέρονται στη θέση του καταλύτη χρησιμοποιούνται με τη μορφή συμπλόκων τους και όχι σε μεταλλική μορφή.
- Όπου . Εξαρτάται από την επιλογή του καταλύτη. Οι σχετικά ογκώδεις καταλύτες ευνοούν το δεύτερο παραγωγο.
Προσθήκη αλδεΰδών ή κετονών κατά Prins
Με επίδραση περίσσειας αλδευδών ή κετονών σε προπένιο απουσία νερού, σε χαμηλή θερμοκρασία παράγεται παράγωγο διοξανίου. Π.χ. με μεθανάλη παράγεται 4-προπυλιδενο-1,3-διοξάνιο και 5-προπυλιδενο-1,3-διοξάνιο:
Αντίδραση Diels–Adler
Κατά την επίδραση αλκαδιενίου (διένιου) σε 1,2-πενταδιένιο (διενόφιλο) έχουμε την ονομαζόμενη (αντίδραση Ντιλς-Άλντερ) που οδηγεί σε παραγωγή παραγώγου κυκλοεξενίου. Π.χ. με 1,3-βουταδιένιο παίρνουμε 4-προπυλιδενοκυκλοεξένιο[15]:
Αντίδραση Pauson-Khand
Κατά την επίδραση αλκίνια και μονοξειδίου του άνθρακα (CO) σε 1,2--πενταδιένιο έχουμε την ονομαζόμενη αντίδραση Παύσον-Χαντ (Pauson-Khand) που στην περίπτωση αυτή οδηγεί σε παραγωγή παραγώγων κυκλοπεντενόνης. Π.χ. με αιθίνιο παράγεται μείγμα από 4-προπυλιδενο-2-κυκλοπεντενόνη και 5-προπυλιδενο-2-κυκλοπεντενόνη: