Θεοδόσιος Α΄
From Wikipedia, the free encyclopedia
Remove ads
Ο Θεοδόσιος Α΄ (λατινικά: Flavius Theodosius Augustus[1], Καύκα, 11 Ιανουαρίου 347 - Μεδιόλανο, 17 Ιανουαρίου 395), γνωστός και ως Θεοδόσιος ο Μέγας, ήταν Ρωμαίος Αυτοκράτορας από το 379 έως το 395, ως ο τελευταίος Αυτοκράτορας τόσο στο Ανατολικό όσο και στο Δυτικό ήμισυ της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, πριν χωριστούν τα δύο αυτά ημίσεα. Αφού αποδέχθηκε το θρόνο, αγωνίστηκε εναντίον των Γότθων και άλλων βαρβάρων, που εισέβαλαν στην Αυτοκρατορία.
![]() |
Η ουδέτερη οπτική γωνία αυτού του λήμματος αμφισβητείται. |
Βασίλευσε ως συναυτοκράτορας αρχικά με τους αδελφούς Γρατιανό και Ουαλεντινιανό Β΄ μέχρι το 383, στη συνέχεια μόνο με τον Ουαλεντινιανό Β΄, και από το 392 και μετά με συναυτοκράτορα τον γιο του Αρκάδιο. Υπήρξε ικανότατος στρατιωτικός, αλλά ουσιαστικά άσκησε τη διοίκηση της Αυτοκρατορίας όσο ο Ουαλεντινιανός Β' ήταν ανήλικος. Νυμφεύτηκε αρχικά τη Φλακίλλα με την οποία απέκτησε τον Αρκάδιο, τον Ονώριο και την Αιλία Πουλχερία, και αργότερα έγημε την αδελφή τού Ουαλεντινιανού, Γάλλα (κόρη της Ιουστίνας) από την οποία απέκτησε την Γάλλα Πλακιδία.
Remove ads
Η πολιτική του Θεοδοσίου Α΄
Η διακυβέρνησή του
Ο Θεοδόσιος Α΄ αντιμετώπισε επιτυχώς τις βαρβαρικές εισβολές, τη διείσδυση Γότθων κ.ά., οι οποίοι απειλούσαν ήδη την Αυτοκρατορία με διάλυση (κάτι που για το Δυτικό τμήμα του κράτους έγινε πραγματικότητα εκατό περίπου χρόνια μετά), και στερέωσε την Αυτοκρατορία παραδίδοντας στους απογόνους κράτος, στα όρια που είχε επί Κωνσταντίνου Α΄ του Μεγάλου, με στρατιωτική και οικονομική ισχύ, και ακόμη περισσότερο, ενιαία και ισχυρή πολιτειακή ιδεολογία.
Κατά την απουσία του Θεοδόσιου Α΄ στις πολεμικές επιχειρήσεις στην Ιταλία και κατά την παραμονή του εκεί για επιβολή της ειρήνης, ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης στασίασε και σκότωσε τους στρατηγούς και τους μισθοφόρους Γότθους του Αυτοκράτορα, με τους οποίους ο Θεοδόσιος Α΄ είχε κάνει συμφωνία για να σταματήσει τις επιθέσεις των Γότθων. Ο λαός έδεσε τα σώματά τους στα άλογα, και τους έσυρε στην πόλη για να τους εξευτελίσει· τότε ο Θεοδόσιος Α΄ αγανάκτησε και ενώ ένα μεγάλο πλήθος παρακολουθούσε τις Ιπποδρομίες, διέταξε τους μισθοφόρους να σφάξουν τον εκεί άμαχο πληθυσμό. Αυτό αποτέλεσε ένα από τα τραγικότερα σημεία της Βυζαντινής ιστορίας. Η επίθεση του Θεοδόσιου Α΄ χαρακτηρίζεται πολιτική, καθότι είχε έρθει σε συμφωνία με τους Γότθους για να σταματήσουν οι καταστροφικές επιδρομές τους στην Ελλάδα, και όχι θρησκευτική, καθώς η Θεσσαλονίκη ήταν ήδη το κέντρο του Χριστιανισμού στην βόρεια Ελλάδα, έπειτα από την πρώτη αποστολή του Παύλου εκεί το 54 μ.Χ. Γι' αυτό άλλωστε και στην αρχή ο Κωνσταντίνος Α΄ θέλησε να κάνει πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τη Θεσσαλονίκη, την οποία μάλιστα αποπεράτωσε και έφτιαξε μερικά έργα οχύρωσης, μέχρις ώσπου να επιλέξει εν τέλει το Βυζάντιο ως νέα πρωτεύουσα.
Στις 27 Φεβρουαρίου του 380 αναγνώρισε τον Χριστιανισμό ως την επίσημη θρησκεία της Αυτοκρατορίας δηλώνοντας: «επιθυμούμε όλα τα διάφορα υπήκοα έθνη [...] να ακολουθούν τη Θρησκεία, που παραδόθηκε στους Ρωμαίους από τον άγιο απόστολο Πέτρο» και στις 8 Νοεμβρίου του 392 έθεσε εκτός νόμου τις αρχαίες θρησκείες.[2][3] Στις 2 Μαΐου του 381 εξέδωσε το λεγόμενο «έδικτο κατά των αποστατών»[4] με το οποίο τιμωρούσε με πλήρη στέρηση δικαιωμάτων δικαιοπραξίας όλους τους πρώην χριστιανούς, που επέστρεφαν στην Εθνική Θρησκεία. Στις 21 Δεκεμβρίου του 382 απαγόρευσε με ποινή θανάτου και δήμευση της περιουσίας των ενόχων Εθνικών (που χαρακτηρίζονται «παράφρονες» και «ιερόσυλοι»), κάθε μορφή θυσίας, μαντικής, ψαλμωδιών προς τιμή των Θεών ή τις απλές επισκέψεις σε αρχαίους Ναούς.[5]
Το 384 διέταξε την κατεδάφιση ή το σφράγισμα ειδωλολατρικών Ιερών[6][7] και υπέγραψε νέα απαγόρευση των θυσιών, ενώ στις 24 Φεβρουαρίου του 391 ανανέωσε την πλήρη απαγόρευση των θυσιών, των επισκέψεων σε ειδωλολατρικούς ναούς: «Κανείς δεν θα μολυνθεί με θυσίες και σφάγια, κανείς δεν θα πλησιάσει ή θα εισέλθει σε Ναούς, ούτε θα σηκώσει τα μάτια σε ομοιώματα φτιαγμένα από ανθρώπινο χέρι, διαφορετικά θα είναι ένοχος μπροστά στους ανθρώπινους και τους θεϊκούς νόμους».[8] Ως συνέπεια της διογκούμενης έλλειψης ανεκτικότητας, το 392 καταστράφηκε ο μεγάλος ναός του Σεράπιδος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Σταμάτησαν να δίνονται επιχορηγήσεις προς τα παγανιστικά ιερατεία, ενώ αυξήθηκε η οχλοκρατική βία εναντίον των παγανιστικών ναών και ομοιωμάτων με την υποκίνηση των μοναχών.[9]

Στις 5 και 6 Σεπτεμβρίου του 394 εξουδετέρωσε τα στρατεύματα υπό τους Βίριο Νικόμαχο Φλαβιανό και Αρβογάστη, τα οποία είχαν την υποστήριξη της παγανιστικής πλειοψηφίας της ρωμαϊκής Συγκλήτου, νικώντας τον στρατό τους στη φονική μάχη του Φριγίδου και εξοντώνοντας μετά όλους τους πρωτεργάτες της ανταρσίας. Τα Χριστιανικά στρατεύματα θεώρησαν αυτή τη νίκη ως σημείο στροφής, καθώς ο Θεός είχε εκδηλώσει την οργή του κατά των παγανιστών.
Η βασιλεία του Θεοδοσίου Α΄ δεν παρουσιάζει συνταρακτικές επιτυχίες, ωστόσο ήλθε σε εποχή εξαιρετικά δύσκολη για την Αυτοκρατορία, και συνετέλεσε αποφασιστικά στη διάσωσή της. Ήταν ικανός στρατηλάτης και διπλωμάτης, και σε όλη την διάρκεια τής βασιλείας του πολεμούσε συνεχώς με επιτυχία εναντίον εξωτερικών εχθρών. Κατά τη διάρκεια τής βασιλείας του ακολούθησε αδιάλλακτη θρησκευτική πολιτική, στη διάρκεια της οποίας έθεσε εκτός νόμου τις αρχαίες λατρείες. Η αρχαία θρησκεία επέζησε βέβαια τουλάχιστον έως την εποχή του Ιουστινιανού Α΄.

Έως σήμερα είναι διαδεδομένη η άποψη ότι ο Θεοδόσιος Α΄ απαγόρευσε την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων, με την αιτιολογία ότι είχαν πάρει πλέον μ'ια καθαρά ωφελιμιστική κατεύθυνση, με επιδείξεις μονομάχων, θεάματα τσίρκων και εκτεταμένο επαγγελματισμό, θεάματα που ήταν ασύμβατα με την νοοτροπία του Χριστιανισμού. («Η μεγαλύτερη ευεργεσία για τους Ολυμπιακούς Αγώνες», γράφει ο π. Γ. Μεταλληνός στο έργο του «Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία;», «ήταν η παύση τους [«στο πλαίσιο όμως της απαγορεύσεως κάθε εθνικής θρησκευτικής εκδηλώσεως», σημειώνει και παραπέμπει], όπως είχαν καταντήσει».) Σύμφωνα με έρευνες νεωτέρων βυζαντινολόγων (Howell, Robinson κ.ά.· βλ. και Κορομηλά Μαριάννα, «Εν τω Σταδίω»), όμως, δεν απαγόρευσε ο Θεοδόσιος Α΄ τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά απλώς απαγόρευσε τις θυσίες κατά τη διάρκειά τους. Μάλιστα, οι Αγώνες συνεχίστηκαν για περίπου 30 χρόνια ακόμη, και ο λόγος που έσβησαν (όχι διεκόπησαν· οι συγκεκριμένοι ιστορικοί ομιλούν για φθορά και σβήσιμο) ήταν η έλλειψη χρημάτων (χορηγών) και κάποιες φυσικές καταστροφές, όπως η πυρκαγιά στον ναό της Ολυμπίας.
Πεθαίνοντας ο Θεοδόσιος Α΄ τον Ιανουάριο του 395, σε ηλικία 50 ετών, κληροδότησε την Αυτοκρατορία στους δύο γιους του: στον Αρκάδιο το Ανατολικό τμήμα, και στον Ονώριο το Δυτικό. Από τότε τα δύο τμήματα της Αυτοκρατορίας ακολούθησαν διαφορετικές πορείες, γι’ αυτό πολλοί ιστορικοί θεωρούν το έτος 395 απαρχή της Βυζαντινής ιστορίας.
Η θρησκευτική πολιτική του

Ο Μέγας Θεοδόσιος κατά τα αρχικά έτη της διακυβέρνησής του, εφάρμοσε μία μετριοπαθή θρησκευτική πολιτική, κυρίως λόγω της παρουσίας ουκ ολίγου πληθυσμού, που εξακολουθούσε ακόμη να έχει ως πίστη την «εθνική» θρησκεία. Σε κάθε περίπτωση, ενίσχυσε περαιτέρω την χριστιανική πίστη, χωρίς να μεταβάλει ουσιαστικά με κάποια διάταξη το περιεχόμενο της πολιτικής αντιμετώπισης τής «εθνικής» θρησκείας, με εξαίρεση το 383 όταν και απαγόρευσε με ποινή θανάτου και δήμευση τής περιουσίας του όποιον τελούσε προσφορές θυσιών. Λίγο νωρίτερα, το 380, σε συνεννόηση με το Γρατιανό, ο οποίος αν και δεν ήταν ο διάδοχος στο Δυτικό κομμάτι της Αυτοκρατορίας, κατείχε όμως στα χέρια του την εξουσία, είχε απαγορεύσει όλες τις θρησκείες πλην της Χριστιανικής, που όμως λόγο της μετριοπαθούς πολιτικής του, δεν τις εξεδίωξε. Η μεγαλύτερη μέριμνα του Θεοδοσίου Α΄ αφορούσε κατά κύριο λόγο την αντιμετώπιση των αιρετικών ομάδων, δηλαδή όσων διαφωνούσαν με τις αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Έτσι θέλοντας να εξουδετερώσει την εσωτερική διάσπαση του Χριστιανισμού, συγκάλεσε, όπως και ο Κωνσταντίνος Α΄, σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη (τη Β΄ Οικουμενική) το 381, για την καταπολέμηση των Αρειανών –που δεν είχαν εκλείψει– η οποία συμπλήρωσε το Σύμβολο της Πίστεως. Ο διορισμός ως επάρχου της Ανατολής, του Ματέρνου Κυνηγίου το 384, φαίνεται πως αποτέλεσε την αφετηρία πιέσεων στους εναπομείναντες «εθνικούς» και ειδωλολάτρες. Την ίδια εποχή κατά τον ιστορικό Σωκράτη, καταστραφήκαν πολλοί ναοί των εθνικών και ειδωλολατρών, κατά κύριο λόγο στην Αίγυπτο και τη Συρία, ενώ πολλοί άλλοι μετατράπηκαν σε χριστιανικούς ναούς. Αντιλαμβανόμενος όμως ο Θεοδόσιος Α΄ ότι αυτή η πολιτική ήταν αδιέξοδη, φρόντισε με τον θάνατο του Ματέρνου Κυνηγίου το 388, να τον διαδεχθεί ο Ευτόλμιος Τατιανός, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα μετριοπαθής σε θρησκευτικά ζητήματα, και ο οποίος με την άνοδό του στο επαρχιακό αξίωμα, έπαυσε πλήρως τους διωγμούς, ενώ με διατάγματα υπό την ονομασία του Θεοδοσίου Α΄, απαγόρευε τις καταστροφές ναών.
Η πολιτική του Θεοδοσίου Α΄ όμως οξύνθηκε μετά από το 392, όταν στη Δύση ο Φλάβιος Ευγένιος και πολλοί αριστοκράτες εθνικοί, με προεξάρχοντα τον στρατηγό Αρβογάστη, υποστήριξαν ως υποψήφιο για τον Αυτοκρατορικό θρόνο τον πρώην έμπιστο του Θεοδοσίου Α΄ και εθνικό Νικόμαχο Φλαβιανό. Ο ίδιος μάλιστα αγωνίστηκε με πάθος για την αναβίωση της παλαιάς θρησκείας, φτάνοντας σε σημείο να υποσχεθεί, πως σε περίπτωση εκλογής του, θα μετατρέψει σε στάβλους τον Χριστιανικό ναό του Αμβροσίου. Η αντιπαράθεση αυτή έφθασε σε πολεμική σύρραξη στον ποταμό Φριγίδο της Ακυληίας, με αποτέλεσμα τη συντριβή των δυνάμεων του Αρβογάστη και του Νικόμαχου Φλαβιανού, οι οποίοι και αυτοκτόνησαν. Ο Θεοδόσιος Α΄ συνέδεσε άρρηκτα τη νίκη αυτή με τον έναν Θεό των Χριστιανών. Παρόλα αυτά με το πέρας της νίκης δεν έδειξε εκδικητικές διαθέσεις, αλλά με νέα διατάγματα ενίσχυσε και άλλο τη θέση του Χριστιανισμού στην Αυτοκρατορία, όντας πανίσχυρος, μεταξύ 392 και 394. Σήμερα επίσης πιστεύεται ότι δεν εξέδωσε διάταγμα επί των ημερών του για παύση των Ολυμπιακών αγώνων, όπως πολλοί του αποδίδουν. Εν τέλει ο Θεοδόσιος Α΄ με τη θρησκευτική πολιτική του, καθόρισε την εξαιρετική θέση της Εκκλησίας στις δομές της λειτουργίας της Αυτοκρατορίας, επιβάλλοντας τον Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία.
Remove ads
Οικογένεια
Νυμφεύτηκε πρώτα το 376 την Αιλία Φλακίλλα, Ισπανο-Ρωμαία, και είχε τέκνα:
- Αρκάδιος 377-408, Αυτοκράτορας στην Ανατολή.
- Ονώριος 384-423, Αυτοκράτορας στη Δύση.
- Αιλία Πουλχερία 385-386, απεβ. 1 έτους.
Έπειτα ο Θεοδόσιος Α΄ έκανε δεύτερο γάμο το 387 με τη Γάλλα, κόρη του Βαλεντινιανού Α΄ Αυτοκράτορα στη Δύση, και είχε τέκνα:
- Γρατιανός 388/389 - πριν το 395, απεβ. το πολύ 6 ετών.
- Γάλλα Πλακιδία 388/9-392/3, παντρεύτηκε πρώτα τον Αταούλφο ηγεμόνα των Βησιγότθων, και μετά τον Κωνστάντιο Γ΄ Αυτοκράτορα στη Δύση.
- Ιωάννης 394, θνησιγενής.
Remove ads
Υποσημειώσεις
Βιβλιογραφία
Wikiwand - on
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Remove ads