Ισόγλωσσο
From Wikipedia, the free encyclopedia
Remove ads
Ισόγλωσσο ή ισόγλωσση γραμμή είναι η συμβατική και κατά προσέγγιση απόδοση σε χάρτη του ορίου ανάμεσα σε δύο γλωσσικά φαινόμενα. Τα φαινόμενα αυτά μπορούν να αφορούν όλους τους τομείς της γλώσσας όπως η φωνητική, η μορφολογία, το λεξιλόγιο, η σύνταξη, μπορούν δηλαδή να αφορούν την προφορά ενός φωνήεντος, τη σημασία μιας λέξης, διαφορετικές καταλήξεις ή κάποιο συντακτικό χαρακτηριστικό. Οι διάλεκτοι χωρίζονται συνήθως από ένα σύνολο διαφορετικών ισόγλωσσων γραμμών, ως «δέσμη ισογλώσσων».
![]() |
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |

Τα ισόγλωσσα χρησιμοποιούνται στους γλωσσικούς άτλαντες από τον γλωσσολογικό κλάδο της διαλεκτολογία.
Ισόγλωσση γραμμή είναι, για παράδειγμα, η συμβατική αποτύπωση των διαφορών στο φωνηεντικό σύστημα των ελληνικών ιδιωμάτων που τα χωρίζει σε βόρια και νότια. Από τα πιο γνωστά ισόγλωσσα είναι το ισόγλωσσο Κέντουμ-Σάτεμ που χωρίζει τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες σε δύο μεγάλες ομάδες. Παραδείγματα δεσμών ισογλώσσων που διακρίνουν διαλέκτους είναι η γραμμή Μπένραθ που χωρίζει την Άνω από την Κάτω γερμανική, γραμμή Λα Σπιέντζα-Ρίμινι που χωρίζει τις ανατολικές από τις δυτικές ρομανικές γλώσσες.
Remove ads
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Isoglosses στο Wikimedia Commons
Wikiwand - on
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Remove ads