Αννούδα
From Wiktionary, the free dictionary
Remove ads
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈnu.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αν‐νού‐δα
Κύριο όνομα
Αννούδα θηλυκό
Πηγές
- "Συλλογή κύριων ονομάτων των νεότερων Ελλήνων Θράκης". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. 1934-35. σελ. 218-224.
Remove ads
Wikiwand - on
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Remove ads