αντιπαράθεση

From Wiktionary, the free dictionary

Remove ads

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αντιπαράθεση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀντιπαράθε(σις) + -ση < ἀντιπαρατίθημι < ἀντί + παρατίθημι < παρά + τίθημι

Προφορά

ΔΦΑ : /an.di.paˈɾa.θe.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντιπαράθεση

Ουσιαστικό

αντιπαράθεση θηλυκό

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις αντιπαραθέτω, παραθέτω και θέτω

Μεταφράσεις

Remove ads

Wikiwand - on

Seamless Wikipedia browsing. On steroids.

Remove ads