αντιπαράθεση
From Wiktionary, the free dictionary
Remove ads
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αντιπαράθεση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀντιπαράθε(σις) + -ση < ἀντιπαρατίθημι < ἀντί + παρατίθημι < παρά + τίθημι
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.di.paˈɾa.θe.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐πα‐ρά‐θε‐ση
Ουσιαστικό
αντιπαράθεση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αντιπαραθέτω
- η παρουσίαση ή η αναφορά μιας αντίθετης άποψης ή επιχειρήματος
- ※ Ο Ίστμαν σχολίαζε την παραδοξότητα της αντιπαράθεσης εναντίον ενός εχθρού, με τον οποίο την επομένη μπορεί να συμβίωνες αρμονικά ή να συνεργαζόσουν (Λουκιανός Χασιώτης, «Γεια σας, εγγλεζάκια!» Βρετανοί στρατιώτες στην Ελλάδα 1941-45, 2019)
- ≈ συνώνυμα: αντιπαράταξη, (αντίθεση)
- η παρουσίαση ή η αναφορά με σειρά κάποιων πραγμάτων, ώστε να μπορεί να γίνει σύγκριση
- η παρουσίαση ή η αναφορά μιας αντίθετης άποψης ή επιχειρήματος
Συγγενικά
→ και δείτε τις λέξεις αντιπαραθέτω, παραθέτω και θέτω
Μεταφράσεις
αντιπαράθεση
|
Remove ads
Wikiwand - on
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Remove ads