κατευνάζω

From Wiktionary, the free dictionary

Remove ads

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατευνάζω < (ελληνιστική κοινή) < κατά + αρχαία ελληνική εὐνή + -άζω (αρχική σημασία: βάζω κάποιον στο κρεβάτι για ύπνο)

Ρήμα

κατευνάζω (παθητική φωνή: κατευνάζομαι)

  1. (μεταβατικό) ηρεμώ, καθησυχάζω (για ανθρώπους, πάθη, συναισθήματα)
  2. (μεταβατικό) ηρεμώ, μειώνω (για σωματικές εκδηλώσεις, συμπτώματα ασθένειας)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Remove ads

Wikiwand - on

Seamless Wikipedia browsing. On steroids.

Remove ads