Περισσότερες πληροφορίες Εξακολουθητικοί χρόνοι, πρόσωπα ...
Εξακολουθητικοί χρόνοι |
πρόσωπα |
Ενεστώτας |
Παρατατικός |
Εξ. Μέλλ. |
Υποτακτική |
Προστακτική |
Μετοχή |
α' ενικ. |
κατευνάζω |
κατεύναζα |
θα κατευνάζω |
να κατευνάζω |
|
κατευνάζοντας |
β' ενικ. |
κατευνάζεις |
κατεύναζες |
θα κατευνάζεις |
να κατευνάζεις |
κατεύναζε |
γ' ενικ. |
κατευνάζει |
κατεύναζε |
θα κατευνάζει |
να κατευνάζει |
|
α' πληθ. |
κατευνάζουμε |
κατευνάζαμε |
θα κατευνάζουμε |
να κατευνάζουμε |
|
β' πληθ. |
κατευνάζετε |
κατευνάζατε |
θα κατευνάζετε |
να κατευνάζετε |
κατευνάζετε |
γ' πληθ. |
κατευνάζουν(ε) |
κατεύναζαν κατευνάζαν(ε) |
θα κατευνάζουν(ε) |
να κατευνάζουν(ε) |
|
Συνοπτικοί χρόνοι |
πρόσωπα |
|
Αόριστος |
Συνοπτ. Μέλλ. |
Υποτακτική |
Προστακτική |
Απαρέμφατο |
α' ενικ. |
|
κατεύνασα |
θα κατευνάσω |
να κατευνάσω |
|
κατευνάσει |
β' ενικ. |
κατεύνασες |
θα κατευνάσεις |
να κατευνάσεις |
κατεύνασε |
γ' ενικ. |
κατεύνασε |
θα κατευνάσει |
να κατευνάσει |
|
α' πληθ. |
κατευνάσαμε |
θα κατευνάσουμε |
να κατευνάσουμε |
|
β' πληθ. |
κατευνάσατε |
θα κατευνάσετε |
να κατευνάσετε |
κατευνάστε |
γ' πληθ. |
κατεύνασαν κατευνάσαν(ε) |
θα κατευνάσουν(ε) |
να κατευνάσουν(ε) |
|
Συντελεσμένοι χρόνοι |
πρόσωπα |
Παρακείμενος |
Υπερσυντέλικος |
Συντελ. Μέλλ. |
Υποτακτική |
Προστακτική |
|
α' ενικ. |
έχω κατευνάσει |
είχα κατευνάσει |
θα έχω κατευνάσει |
να έχω κατευνάσει |
|
|
β' ενικ. |
έχεις κατευνάσει |
είχες κατευνάσει |
θα έχεις κατευνάσει |
να έχεις κατευνάσει |
|
γ' ενικ. |
έχει κατευνάσει |
είχε κατευνάσει |
θα έχει κατευνάσει |
να έχει κατευνάσει |
|
α' πληθ. |
έχουμε κατευνάσει |
είχαμε κατευνάσει |
θα έχουμε κατευνάσει |
να έχουμε κατευνάσει |
|
β' πληθ. |
έχετε κατευνάσει |
είχατε κατευνάσει |
θα έχετε κατευνάσει |
να έχετε κατευνάσει |
|
γ' πληθ. |
έχουν κατευνάσει |
είχαν κατευνάσει |
θα έχουν κατευνάσει |
να έχουν κατευνάσει |
|
Κλείσιμο