οριοθετώ

From Wiktionary, the free dictionary

Remove ads

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

οριοθετώ < (ελληνιστική κοινή)

Ρήμα

οριοθετώ

  • προσδιορίζω τα όρια ενός πράγματος
    το Διεθνές Δικαστήριο θα οριοθετήσει την υφαλοκρηπίδα
    τα υπουργεία Οικονομικών και Οικονομίας καλούνται να οριοθετήσουν τις αρμοδιότητές τους

Ταυτόσημα

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

Remove ads

Wikiwand - on

Seamless Wikipedia browsing. On steroids.

Remove ads