σκυταλοδρομία
From Wiktionary, the free dictionary
Remove ads
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
Ουσιαστικό
σκυταλοδρομία θηλυκό
- (αθλητισμός) αγώνισμα δρόμου όπου ένας αθλητής παραδίδει σκυτάλη σε επόμενο
Μεταφράσεις
σκυταλοδρομία
Remove ads
Wikiwand - on
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Remove ads