aire
From Wiktionary, the free dictionary
Remove ads
Γαλλικά (fr)
Προφορά
Ουσιαστικό
ενικός | πληθυντικός |
aire | aires |
aire (fr) θηλυκό
Ισπανικά (es)
Ουσιαστικό
aire (es) αρσενικό (πληθυντικός aires)
- αέρας, άνεμος
- Buenos Aires - Μπουένος Άιρες (η πόλη των Καλών Ανέμων) (πρωτεύουσα της Αργεντινής)
Wikiwand - on
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Remove ads