Άγιος
Kάποιος που έχει αναγνωριστεί για εξαιρετικό βαθμό αγιότητας, ιερότητας και αρετής. / From Wikipedia, the free encyclopedia
Για άλλες χρήσεις, δείτε: Άγιος (αποσαφήνιση).
Η λέξη άγιος (από το αρχαίο ελληνικό ρήμα ἅζω=φοβάμαι, σέβομαι, τρέμω, τιμώ) σημαίνει αυτόν που είναι απόλυτα ιερός και αγνός λατρευτικά και ηθικά. Η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κάτι που αναφέρεται στον Θεό (π.χ. Άγιο Πνεύμα, Αγία Τριάδα)[1] και σε πολλές περιπτώσεις η λέξη Άγιος (ή Όσιος) χρησιμοποιείται για κάποιον άνθρωπο ο οποίος έχει ανακηρυχθεί από την Εκκλησία ότι είναι καθαγιασμένος από τον Θεό. Αγίους συναντάμε σε αρκετές θρησκείες ή δόγματα θρησκειών.
Το νεκρό σώμα ενός Αγίου, τα αποκαλούμενα λείψανα, φυλάσσονται σε Εκκλησίες.[2]
Για να ανακηρυχθεί κάποιος Άγιος στην Ορθόδοξη Εκκλησία, χρειάζεται να συμπληρωθούν αρκετά χρόνια από τον θάνατό του.[3]