Έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση
έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση / From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Brexit[1] (συντομογραφία του British exit, δηλ. Βρετανική έξοδος) ήταν η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση στις 31 Ιανουαρίου 2020, 23:00 τοπική ώρα (00:00 ώρα κεντρικής Ευρώπης της 1ης Φεβρουαρίου 2020). Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι η μοναδική κυρίαρχη χώρα που αποχώρησε από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Το ΗΒ υπήρξε κράτος μέλος της ΕΕ ή του προκατόχου της, των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, από την 1η Ιανουαρίου 1973. Μετά το Brexit, το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχουν πια υπεροχή έναντι των νόμων του Ηνωμένου Βασιλείου, εκτός από επιλεγμένα πεδία αναφορικά με τη Βόρεια Ιρλανδία.[2] Ο Νόμος [Αποχώρησης από την] ΕυρωπαϊκήΈνωση του 2018 διατηρεί το σχετικό δίκαιο της ΕΕ ως εσωτερικό δίκαιο, το οποίο το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί πλέον να τροποποιήσει ή να καταργήσει. Υπό τους όρους της συμφωνίας αποχώρησης του Brexit, η Βόρεια Ιρλανδία συνεχίζει να συμμετέχει στην Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά όσον αφορά τα αγαθά και να είναι ένα de facto μέλος της Ευρωπαϊκής Τελωνειακής Αρχής.[3][4]
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Η ΕΕ και τα όργανά της αναπτύχθηκαν σταδιακά από την ίδρυσή τους και κατά τη διάρκεια των 47 ετών της βρετανικής παραμονής και απέκτησαν μια σημαντική οικονομική και πολιτική σημασία για το ΗΒ. Καθ’όλη την περίοδο της βρετανικής παραμονής, αναπτύχθηκαν ευρωσκεπτικιστικές ομάδες που εναντιώθηκαν σε πλευρές της ΕΕ και των προκατόχων της. Η φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση του εργατικού πρωθυπουργού Χάρολντ Ουίλσον διεξήγαγε ένα δημοψήφισμα το 1975 για την παραμονή στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, στο οποίο το 67.2% των ψηφοφόρων επέλεξε την παραμονή. Ωστόσο κανένα άλλο δημοψήφισμα δεν διεξήχθη κατά τη διάρκεια της διαδικασίας για ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, που στόχευε σε μια «στενότερη ένωση» όπως ενσωματώθηκε στις Συνθήκες του Μάαστριχτ, του Άμστερνταμ, της Νίκαιας και της Λισαβόνας. Ως μέρος της εκστρατείας να κερδίσει ψήφους από τους ευρωσκεπτικιστές, ο συντηρητικός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον υποσχέθηκε να διεξαγάγει δημοψήφισμα, εάν η κυβέρνησή του επανεκλεγόταν.[5] Έτσι η κυβέρνησή του διεξήγαγε ένα δημοψήφισμα το 2016 για την παραμονή στην ΕΕ, στο οποίο οι ψηφοφόροι επέλεξαν την αποχώρηση με ποσοστό 51.9%. Αυτό οδήγησε στην παραίτηση Κάμερον, στην αντικατάσταση από την Τερέζα Μέι και σε τέσσερα χρόνια διαπραγματεύσεων με την ΕΕ για τους όρους της αποχώρησης και των μελλοντικών σχέσεων. Αυτές οι διαπραγματεύσεις ολοκληρώθηκαν υπό την κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον, με τον κυβερνητικό έλεγχο να παραμένει στο Συντηρητικό Κόμμα καθ'όλη την περίοδο αυτή.
Η διαδικασία των διαπραγματεύσεων προκάλεσε πολιτική ρήξη και βαθύ διχασμό στο εσωτερικό του ΗΒ, καταλήγοντας σε δύο πρόωρες εκλογές. Μια συμφωνία απορρίφθηκε από το βρετανικό κοινοβούλιο, προκαλώντας μεγάλη αβεβαιότητα και οδηγώντας στην αναβολή της ημερομηνίας αποχώρησης ώστε να αποφευχθεί ένα Brexit χωρίς συμφωνία. Το ΗΒ αποχώρησε από την ΕΕ στις 31 Ιανουαρίου 2020[6] μετά την επικύρωση της συμφωνίας αποχώρησης από το κοινοβούλιο αλλά τα περισσότερα πεδία του δικαίου της ΕΕ συνέχισαν να ισχύουν (συμπεριλαμβανομένων της Κοινής Αγοράς και της Τελωνειακής Ένωσης) κατά τη διάρκεια μιας εντεκάμηνης μεταβατικής περιόδου προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία του εμπορίου μέχρι όλες οι λεπτομέρειες της μετα-Brexit σχέσης να συμφωνηθούν και να εφαρμοστούν. Οι διαπραγματεύσεις για εμπορική συμφωνία συνεχίστηκαν μέχρι το αναμενόμενο τέλος της μεταβατικής περιόδου και η εμπορική συμφωνία ΕΕ-ΗΒ υπογράφηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2020.
Οι συνέπειες του Brexit θα εξαρτηθούν εν μέρει από τη συμφωνία συνεργασίας, που εφαρμόστηκε προσωρινά από την 1η Ιανουαρίου 2021 και τέθηκε σε ισχύ επίσημα την 1η Μαΐου 2021.[7] Η ευρεία συναίνεση των οικονομολόγων είναι ότι το Brexit ενδέχεται να βλάψει την οικονομία του ΗΒ και να μειώσει το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα μακροπρόθεσμα[8][9][10]. Ενδέχεται να προκαλέσει μεγάλη μείωση στη μετανάστευση από χώρες του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου προς το Ηνωμένο Βασίλειο[11] και δημιουργεί προβλήματα για τη βρετανική τριτοβάθμια εκπαίδευση και την ακαδημαϊκή έρευνα.[12]