Όπερα (ιταλική)
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η όπερα είναι ο ιταλικός όρος διεθνούς χρήσης για ένα θεατρικό και μουσικό είδος, στο οποίο η σκηνική δράση συνδυάζεται με τη μουσική, το μπαλέτο και το τραγούδι. Η ονομασία «όπερα» αποτελεί τη συμβατική συντομογραφία της ονοματικής φράσης όπερα στη μουσική. Δεν είναι τυχαίο ότι η λέξη «όπερα» χρησιμοποιείται πάντοτε σε όλες σχεδόν τις γλώσσες του κόσμου: ακόμα κι αν άλλα έθνη έχουν επίσης οπερατικές παραδόσεις αναμφισβήτητης σημασίας και αξίας, το είδος γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην Ιταλία, μια χώρα που έχει τον μεγαλύτερο αριθμό θεάτρων όπερας στον κόσμο και ένα από τα μεγαλύτερα καυχήματά της είναι ότι θεωρείται παγκοσμίως η πατρίδα της όπερας.
Μεταξύ των πολυάριθμων συνωνύμων, περισσότερο ή λιγότερο κατάλληλων, αρκεί να θυμηθούμε το μελόδραμα, την όπερα στη μουσική, το μουσικό θέατρο και το λιγότερο κατάλληλο συνώνυμο, τη λυρική όπερα, έκφραση που χρησιμοποιείται από την κοινή γλώσσα και τη γλώσσα των μέσων ενημέρωσης, αλλά όχι από τη μουσικολογία [1] [2]. Ο όρος είναι έντονα συσχετισμένος με τη χρήση του, καθώς η λέξη όπερα, στα ιταλικά, είναι λατινικής προέλευσης που υποδεικνύει κατά κανόνα ένα έργο, ιδιαίτερα στον καλλιτεχνικό τομέα [3].
Από τον Αύγουστο του 2013, η Ένωση Επαγγελματιών Τραγουδιστών της Ιταλίας έχει καταθέσει στο Υπουργείο Πολιτιστικών Αγαθών και Δραστηριοτήτων (MIBACT) την αίτηση υποψηφιότητας στην UNESCO για την ιταλική λυρική όπερα, με σκοπό να καταχωριστεί η όπερα στην Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά που προστατεύεται από την UNESCO.