Αγγλικός εμφύλιος πόλεμος
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Αγγλικός Εμφύλιος Πόλεμος (1642–1651) ήταν μια σειρά ένοπλων συγκρούσεων και πολιτικών μηχανορραφιών μεταξύ των Κοινοβουλευτικών και των Βασιλοφρόνων. Στον πρώτο (1642–46) και τον δεύτερο (1648–49) εμφύλιο πόλεμο αντιπαρατάχθηκαν οι υποστηρικτές του Βασιλιά Καρόλου Α' εναντίον των υποστηρικτών του Μακρού Κοινοβουλίου, ενώ ο τρίτος πόλεμος (1649–51) αποτελούνταν από διαμάχη μεταξύ των υποστηρικτών του Βασιλιά Καρόλου Β' και τους υποστηρικτές του Κολοβού Κοινοβουλίου. Ο Εμφύλιος Πόλεμος τελείωσε με την Κοινοβουλευτική νίκη στη Μάχη του Γουόρτσεστερ στις 3 Σεπτεμβρίου 1651.
Αγγλικός Εμφύλιος Πόλεμος | |||
---|---|---|---|
Χάρτης της εποχής, απεικονίζει τις βρετανικές νήσους | |||
Χρονολογία | 22 Αυγούστου 1642 – 3 Σεπτεμβρίου 1651 | ||
Τόπος | Βασίλεια Αγγλίας, Σκωτίας, Ιρλανδίας | ||
Έκβαση | Κοινοβουλευτική νίκη
| ||
Αντιμαχόμενοι | |||
| |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
Ο Εμφύλιος Πόλεμος οδήγησε στη δίκη και εκτέλεση του Καρόλου Α΄, την εξορία του γιου του, Καρόλου Β΄, και την αντικατάσταση της Αγγλικής Μοναρχίας πρώτα με την Κοινοπολιτεία της Αγγλίας (1649–53) και κατόπιν με ένα Προτεκτοράτο (1653–59), υπό την προσωπική διοίκηση του Όλιβερ Κρόμγουελ. Το μονοπώλιο των καθολικών τάσεων της Εκκλησίας της Αγγλίας στη Χριστιανική λατρεία στην Αγγλία τελείωσε με τους νικητές να παγιώνουν την Προτεσταντική Υπεροχή στην Ιρλανδία έναντι του Ρωμαιοκαθολικσμου ενώ καταργήθηκε η ιδιότητα του Μονάρχη ως επικεφαλής της Αγγλικανικής εκκλησίας και αντικαταστάθηκε με άρθρο που ανέφερε τον Θεό ως κεφαλή της εκκλησίας και τον Αρχιεπίσκοπο του Κατερμπορυ ως επίγειου θρησκευτικού ηγέτη της (αυτό αντιστράφηκε αργότερα με την επάνοδο της Βασιλείας). Συνταγματικά, οι πόλεμοι εδραίωσαν ένα κεκτημένο ότι ένας Άγγλος μονάρχης μπορεί να κυβερνήσει μόνο στον εκτελεστικό κλάδο ασκώντας την εκτελεστική εξουσία ενώ η νομοθετική εξουσία διαμοιραστγκε ανάμεσα στον Βασιλιά και το Κοινοβουλίου καθιερώνοντας μια πρώιμη μερική διάκριση εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας αν και ο Βασιλιάς μπορούσε ακόμα να διαλύει όποτε ήθελε το κοινοβούλιο και να το συγκαλεί όποτε και αν το επιθυμούσε. Αυτο άλλαξε ύστερα από την Ένδοξη Επανάσταση, αργότερα μέσα στον αιώνα όταν ο Βασιλιάς έχασε το δικαίωμα της επ απείρου διάλυσης του κοινοβουλίου.