From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ή ΑΕΠ) αποτελεί το κυριότερο μακροοικονομικό μέγεθος. Ο βασικός στόχος μέτρησής του είναι η απόκτηση ενός μέτρου της συνολικής ποσότητας αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται για την αγορά σε μία δεδομένη χώρα κατά μία δεδομένη χρονική περίοδο.[1] Ορίζεται ως η συνολική αγοραία αξία όλων των τελικών προϊόντων και υπηρεσιών που παράγονται σε μια χώρα στη διάρκεια μιας ορισμένης χρονικής περιόδου.[2][3][4]
Η σύγχρονη έννοια του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος αρχικά διατυπώθηκε από τον Σίμον Κούζνετς σε μια έκθεση προς το αμερικανικό Κογκρέσο το 1932.[5] Στην έκθεση αυτή, ο Κούζνετς προειδοποίησε να μη γίνεται χρήση του μεγέθους αυτού ως μέτρου ευημερίας. Μετά τη διάσκεψη του Μπρέτον Γουτζ το 1944, το ΑΕΠ έγινε το βασικό εργαλείο για τη μέτρηση της οικονομίας μιας χώρας.[6] Την εποχή εκείνη, το προτιμώμενο εργαλείο μέτρησης ήταν το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕθνΠ), το οποίο διαφέρει από το ΑΕΠ, επειδή μετρά το εισόδημα των πολιτών μιας χώρας το οποίο απέκτησαν στο εσωτερικό και στο εξωτερικό αντί για το εισόδημα των μόνιμων κατοίκων της (βλ. και Άλλα μέτρα υπολογισμού του εισοδήματος. Η μετάβαση από το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν στις ΗΠΑ έγινε το 1991, ενώ ακολούθησαν πολλά άλλα έθνη.
Η ιστορία της έννοιας του ΑΕΠ θα πρέπει να διακρίνεται από την ιστορία των αλλαγών στον τρόπο υπολογισμού του. Η προστιθέμενη αξία των επιχειρήσεων είναι σχετικά εύκολο να υπολογιστεί από τους λογαριασμούς τους, αλλά η προστιθέμενη αξία από τον δημόσιο τομέα, από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και από τη δημιουργία άυλων περιουσιακών στοιχείων είναι πιο πολύπλοκη. Αυτές οι δραστηριότητες γίνονται όλο και πιο σημαντικές στις αναπτυγμένες οικονομίες και οι διεθνείς συμβάσεις που διέπουν τις εκτιμήσεις και η συμπερίληψή τους ή ο αποκλεισμός τους στο ΑΕΠ αλλάζουν τακτικά σε μια προσπάθεια να συμβαδίσουν με τη βιομηχανική πρόοδο. Σύμφωνα με τα λόγια ενός ακαδημαϊκού οικονομολόγου "Ο πραγματικός αριθμός του ΑΕΠ είναι ως εκ τούτου το προϊόν ενός τεράστιου συνονθυλεύματος στατιστικών στοιχείων και ενός πολύπλοκου συνόλου διαδικασιών που διεξάγονται στα πρωτογενή δεδομένα για να τα προσαρμόσουν στο εννοιολογικό πλαίσιο".[εκκρεμεί παραπομπή]
Το ΑΕΠ μετρά τη συνολική δαπάνη σε αγαθά και υπηρεσίες σε όλες τις αγορές της οικονομίας. Εάν η συνολική δαπάνη αυξάνεται από τον ένα χρόνο στον επόμενο, πρέπει να συμβαίνει κάτι από τα ακόλουθα ή ένας συνδυασμός των δύο:
Όταν μελετούν τις μεταβολές στην οικονομία διαχρονικά, οι οικονομολόγοι προσπαθούν να διαχωρίσουν αυτά τα δύο. Θέλουν να έχουν ένα μέτρο της συνολικής ποσότητας των αγαθών και υπηρεσιών που παράγει η οικονομία, το οποίο δε θα επηρεάζεται από τις μεταβολές στις τιμές αυτών των αγαθών και υπηρεσιών. Για να το πετύχουν χρησιμοποιούν το μέτρο που ονομάζεται πραγματικό ΑΕΠ και απαντά σε μία υποθετική ερώτηση: ποια θα ήταν η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών που παρήχθησαν το τρέχον έτος αν υπολογίσουμε την αξία αυτών των αγαθών και υπηρεσιών με τις τιμές που ίσχυαν ένα συγκεκριμένο έτος στο παρελθόν. Αποτιμώντας την τρέχουσα παραγωγή με τιμές παρελθόντων επιπέδων, το πραγματικό ΑΕΠ δείχνει τη μεταβολή της συνολικής παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών της οικονομίας διαχρονικά. Τα στοιχεία του ΑΕΠ που προκύπτουν χωρίς να ληφθούν υπόψη οι μεταβολές στις τιμές στον χρόνο ονομάζονται ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές ή αγοραίες τιμές και υπολογίζονται αν πάρουμε την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών και την πολλαπλασιάσουμε με την τιμή που είχαν αυτά τα αγαθά και υπηρεσίες κατά το έτος αναφοράς.
Υπάρχουν τρεις προσεγγίσεις για τη μέτρηση του ΑΕΠ. Και οι τρεις αυτές προσεγγίσεις προσφέρουν ακριβώς το ίδιο μέτρο του ΑΕΠ, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχουν σφάλματα μέτρησης στη χρήση τους. Αυτές είναι η προσέγγιση προϊόντος, η προσέγγιση δαπάνης και η προσέγγιση εισοδήματος.
Ονομάζεται επίσης και προσέγγιση προστιθέμενης αξίας επειδή η βασική αρχή της προσέγγισης προϊόντος είναι ότι το ΑΕΠ υπολογίζεται ως το άθροισμα της προστιθέμενης αξίας των αγαθών και υπηρεσιών σε όλες τις παραγωγικές μονάδες της οικονομίας. Προκειμένου να υπολογίσουμε το ΑΕΠ με βάση την προσέγγιση προϊόντος, θα προσθέσουμε την αξία όλων των αγαθών και υπηρεσιών που παράχθηκαν στην οικονομία και έπειτα θα αφαιρέσουμε την αξία όλων των ενδιάμεσων αγαθών που χρησιμοποιήθηκαν στην παραγωγή για να αποκτήσουμε τη συνολική προστιθέμενη αξία. Εάν δεν αφαιρέσουμε την αξία των ενδιάμεσων αγαθών που χρησιμοποιήθηκαν στην παραγωγή θα κάνουμε διπλομέτρηση.
Στην προσέγγιση δαπάνης υπολογίζουμε το ΑΕΠ ως τις συνολικές δαπάνες για όλη την παραγωγή τελικών αγαθών και υπηρεσιών στην οικονομία. Και εδώ δε μετράμε τις δαπάνες για ενδιάμεσα αγαθά.
Στους Εθνικούς Λογαριασμούς Εισοδήματος και Προϊόντων των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, η συνολική δαπάνη υπολογίζεται ως: Συνολική δαπάνη = C + I + G + NX.
Όπου το C εκφράζει τις δαπάνες για κατανάλωση, το I είναι η επενδυτική δαπάνη, το G είναι η δημόσια δαπάνη και ΝΧ είναι οι καθαρές εξαγωγές, δηλαδή οι συνολικές εξαγωγές των αγαθών και υπηρεσιών των ΗΠΑ μείον τις συνολικές εισαγωγές στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αναλυτικότερα:
Κατανάλωση (C) είναι η δαπάνη που πραγματοποιούν τα νοικοκυριά για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών, δηλαδή η συνολική τους κατανάλωση. Τα αγαθά περιλαμβάνουν τη δαπάνη των νοικοκυριών σε διαρκή αγαθά, όπως αυτοκίνητα και ηλεκτρικές συσκευές, και σε μη διαρκή, αναλώσιμα αγαθά, όπως τρόφιμα και ένδυση. Οι υπηρεσίες περιλαμβάνουν άυλα αγαθά, όπως κομμώσεις, ψυχαγωγία, ιατρική περίθαλψη και εκπαίδευση. Στην κατανάλωση δεν συμπεριλαμβάνεται η αγορά νέας κατοικίας από τα νοικοκυριά.
Επένδυση (Ι) είναι η αγορά αγαθών που θα χρησιμοποιηθούν στο μέλλον προκειμένου να παραχθούν περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες. Είναι το σύνολο των αγορών κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, αποθεμάτων και κτιρίων. Η επένδυση σε κτίρια περιλαμβάνει τις δαπάνες για αγορά νέας κατοικίας. Έχει παγιωθεί συμβατικά να θεωρούμε την αγορά νέας κατοικίας ως μια μορφή δαπάνης των νοικοκυριών που συγκαταλέγεται στην κατηγορία της επένδυσης και όχι της κατανάλωσης. Με άλλα λόγια, επένδυση είναι η δαπάνη σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό, αποθέματα και κτίρια, συμπεριλαμβανομένων των αγορών νέας κατοικίας από τα νοικοκυριά.
Δημόσιες δαπάνες (G) είναι οι δαπάνες για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών τις οποίες πραγματοποιούν η τοπική αυτοδιοίκηση και η εθνική κυβέρνηση. Περιλαμβάνουν τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων και τα έξοδα για τα δημόσια έργα.
Καθαρές εξαγωγές (NX) είναι η δαπάνη για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών που εξάγονται μείον την αξία των αγαθών και υπηρεσιών που εισάγονται.
Προσθέτουμε τις εξαγωγές, επειδή περιλαμβάνουν τα αγαθά και τις υπηρεσίες που παράγονται εντός της χώρας. Οι εισαγωγές αφαιρούνται επειδή, εν γένει, καθένα από τα C, I και G περιλαμβάνει κάποια αγαθά και υπηρεσίες που παράγονται στο εξωτερικό και δε θέλουμε να τα συμπεριλάβουμε στο ΑΕΠ της χώρας.
Για να υπολογίσουμε το ΑΕΠ με την προσέγγιση του εισοδήματος, προσθέτουμε όλο το εισόδημα που λαμβάνεται από τους οικονομικούς παράγοντες που συμβάλουν στην παραγωγή. Το εισόδημα περιλαμβάνει τα κέρδη που αποκομίζονται από τις επιχειρήσεις. Στους λογαριασμούς NIPA, το εισόδημα περιλαμβάνει την αμοιβή των εργαζομένων (ημερομίσθια, μισθοί και επιδόματα), το εισόδημα των ιδιοκτητών (αυτοαπασχολούμενοι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων), το εισόδημα ενοικίου, τα εταιρικά κέρδη, τον καθαρό τόκο, τους έμμεσους επιχειρηματικούς φόρους (πωλήσεις και έμμεσοι εσωτερικοί φόροι που καταβάλλονται από επιχειρήσεις) και την απόσβεση (κατανάλωση παγίου κεφαλαίου). Η απόσβεση εκπροσωπεί την αξία του παραγωγικού κεφαλαίου (εγκαταστάσεις και εξοπλισμός) που αποσβένεται κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Η απόσβεση δεν περιλαμβάνεται όταν υπολογίζουμε κέρδη, επομένως πρέπει να προστεθεί ξανά όταν υπολογίζουμε το ΑΕΠ.
Η προσέγγιση προϊόντος, η προσέγγιση δαπάνης και η προσέγγιση εισοδήματος αποδίδουν το ίδιο μέτρο του ΑΕΠ. Αυτό συμβαίνει επειδή η συνολική ποσότητα παραγωγής, ή η προστιθέμενη αξία στην οικονομία τελικά πωλείται, επομένως εμφανίζεται ως δαπάνη και αυτό που δαπανάται για όλη την παραγωγή είναι το εισόδημα, στη μια ή την άλλη μορφή, για κάποιον στην οικονομία. Εάν θεωρήσουμε ότι το Υ εκφράζει το συνολικό ΑΕΠ στην οικονομία, τότε το Υ είναι η συνολική παραγωγή, και επίσης το συνολικό εισόδημα. Επιπλέον, ισχύει επίσης ως μια ταυτότητα ότι το συνολικό εισόδημα ισούται με τη συνολική δαπάνη ή Y = C + I + G + NX.
Αυτή η σχέση αναφέρεται μερικές φορές ως ταυτότητα εισοδήματος–δαπάνης, καθώς η ποσότητα στην αριστερή πλευρά της ταυτότητας είναι το συνολικό εισόδημα και η ποσότητα στην δεξιά πλευρά είναι το άθροισμα όλων των συστατικών στοιχείων της συνολικής δαπάνης.
Όταν η Ελληνική Στατιστική Αρχή ή η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία υπολογίζουν το ΑΕΠ κάθε τρεις μήνες για την Ελλάδα και την ΕΕ αντίστοιχα, υπολογίζουν επίσης, διάφορα άλλα μέτρα υπολογισμού του εισοδήματος προκειμένου να καταλήξουν σε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα του τι συμβαίνει στην οικονομία. Αυτά τα άλλα μέτρα διαφέρουν από το ΑΕΠ καθώς εξαιρούν ή περιλαμβάνουν συγκεκριμένες κατηγορίες εισοδήματος. Μια σύντομη περιγραφή πέντε εξ αυτών των μέτρων υπολογισμού του εισοδήματος είναι:
Abel, Andrew B.; Bernanke, Ben S.; Croushore, Dean (2017). Μακροοικονομική. 3η έκδ. Αθήνα: Κριτική. ISBN 9789605862022
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.