Αλ-Άνταλους
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Αλ-Άνταλους, γνωστή και ως μουσουλμανική Ισπανία ή ισλαμική Ιβηρία, ήταν μία μεσαιωνική μουσουλμανική εδαφική και πολιτιστική επικράτεια, η οποία στο αποκορύφωμά της καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής Ισπανίας και Πορτογαλίας. Ο όρος περιγράφει συλλογικά τις περιοχές της χερσονήσου της Ιβηρικής και της πρώην βησιγοτθικής επαρχίας της Σεπτιμανίας, που βρέθηκε υπό την εξουσία των μουσουλμάνων από την έναρξη της κατάκτησης του Βησιγοτθικού Βασιλείου, το 711, μέχρι την οριστική κατάλυση του Εμιράτου της Γρανάδας, το 1492.
Μετά την αρχική κατάκτηση η Αλ-Άνταλους εντάχθηκε στην επαρχία της βόρειας Αφρικής του Χαλιφάτου των Ομεϋαδών, για να μετατραπεί στη συνέχεια στο Εμιράτο της Κόρδοβας και εντέλει στο (ανεξάρτητο από το αββασιδικό Χαλιφάτο της Βαγδάτης) Χαλιφάτο της Κόρδοβας. Το 1031 το Χαλιφάτο της Κόρδοβας διασπάστηκε σε μικρά βασίλεια, τα λεγόμενα βασίλεια τάιφα· έκτοτε, την ενότητα στην Αλ-Άνταλους προσπάθησαν να επαναφέρουν αρχικά οι Αλμοραβίδες (1086-1144) και στη συνέχεια οι Αλμοάδες (1145-1212). Η αποτυχία της επανασύστασης συγκεντρωτικού κράτους, υπό από την πίεση των χριστιανών του βορρά και εν μέσω πολλών διασπαστικών κινημάτων, περιόρισε τη μουσουλμανική επικράτεια στη σημερινή νοτιοανατολική Ανδαλουσία, όπου μεταξύ 1238 και 1492 επέζησε το αποδυναμωμένο ναζαρικό Εμιράτο της Γρανάδας.
Γενικά οι Άραβες κατάφεραν να διασπάσουν την οποιαδήποτε συνέχεια μεταξύ του Βησιγοτθικού Βασιλείου και της κατεξοχήν μεσαιωνικής Ιβηρικής. Επέβαλαν μια κοινωνική οργάνωση χαρακτηριστική του παραδοσιακού «ανατολίτικου δεσποτισμού» που βασιζόταν σε ανελεύθερους στρατιώτες και σε φυλετικές και οικογενειακές σχέσεις μεταξύ των κεφαλών των οικογενειών.[1] Πολιτισμικά οι κατακτημένοι αφομοιώθηκαν και οι γλώσσες τους δεν επιβίωσαν[2] παρά μόνο στην εξορία τους στα χριστιανικά βασίλεια του βορρά. Οι λεγόμενοι Μοζάραβες, χριστιανοί κάτοικοι της Αλ-Άνταλους, πραγματικοί φορείς της ύστερης γοτθικής κουλτούρας και ομιλητές μιας δικής τους νεολατινικής γλώσσας, κατάφεραν να επηρεάσουν ως ένα σημείο το Βασίλειο των Αστουριών και της Λεόν, μέχρι την επιβολή του γαλλικού μοναστικισμού και της καθολικής ορθοδοξίας κατά τον 11ο αιώνα.[3]
Ο αραβικός πολιτισμός της Αλ-Άνταλους αποτέλεσε ένα αυθεντικό πολιτισμικό ιδίωμα, που άφησε πίσω του σημαντικά έργα στη λογοτεχνία, τη φιλολογία, την αρχιτεκτονική και την καλλιέργεια του εδάφους, που ξεπερνούσε κατά πολύ το αντίστοιχο πολιτισμικό επίπεδο της χριστιανικής Δύσης.[4] Εν τούτοις, το ποσοστό επιρροής του αραβικού πολιτισμού στον ευρύτερο χριστιανικό του βορρά, και η προβολή του στο σύγχρονο ισπανικό και πορτογαλικό πολιτισμό, υπήρξε μηδαμινός.[5] Παρότι τα σύνορα σε καμία περίπτωση δεν ήταν κλειστά και τα χριστιανικά βασίλεια είχαν υιοθετήσει ορισμένες πρακτικές των μουσουλμάνων κυρίως όσον αφορά τον πόλεμο, οι διαφορές τους υπήρξαν αγεφύρωτες. Η γειτνίαση με την Αλ-Άνταλους είναι μάλλον ο κύριος παράγοντας που διαμόρφωσε τα μεσαιωνικά και πρώιμα νεότερα βασίλεια της Ιβηρικής.[6]
Πέραν των μοζαράβων, στην Αλ-Άνταλους διέμεναν άλλες δύο κοινότητες: οι μουσουλμάνοι και οι Εβραίοι. Η συνύπαρξή τους πέρασε διάφορες φάσεις, σίγουρα ωστόσο δεν είναι ορθή η ρομαντική εικόνα αρμονική συμβίωσης που συνήθως παρουσιάζεται ως χαρακτηριστικό της Αλ-Άνταλους.[7] Η έτερη εθνική κοινότητα που συνέβαλε τα μέγιστα στην αρχική κατάκτηση, οι Βέρβεροι, επιβίωσαν ως διακριτή ομάδα μέχρι τα τέλη του 9ου αιώνα, όταν και μάλλον μετανάστευσαν στο Μαχρέμπ.[8]
Η κατάκτησή μουσουλμανικών εδαφών από τα χριστιανικά στρατεύματα συνήθως σήμαινε τον διωγμό των μη χριστιανών, εκτός από τις περιπτώσεις όπου ήταν αναγκαία η παρουσία τους για την οικονομική σταθερότητα των εδαφών. Επομένως, η καστιλιανική κατάκτηση του Εμιράτου της Γρανάδας στα τέλη του 15ου αιώνα σήμαινε την οριστική έξοδο μεγάλου αριθμού Εβραίων. Αντίθετα, οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί παρέμειναν στην Ιβηρική για έναν αιώνα ακόμη, όταν το 1614 αποφασίστηκε η οριστική απέλασή τους.