![cover image](https://wikiwandv2-19431.kxcdn.com/_next/image?url=https://upload.wikimedia.org/wikipedia/el/thumb/2/2f/Basilissa_Olga_1.jpg/640px-Basilissa_Olga_1.jpg&w=640&q=50)
Αντιτορπιλικό Βασίλισσα Όλγα (D-15)
αντιτορπιλικό του ελληνικού ναυτικού / From Wikipedia, the free encyclopedia
Το αντιτορπιλικό Βασίλισσα Όλγα (D-15) ήταν ένα από τα ενδοξότερα πλοία του Βασιλικού Πολεμικού Ναυτικού και ακόμη το πιο επιτυχημένο ελληνικό πολεμικό πλοίο κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, μέχρι και την απώλειά του το 1943. Κατασκευάσθηκε στα αγγλικά ναυπηγεία Yarrow & Co Ltd της Γλασκώβης μεταξύ 1936-38, αλλά εξοπλίστηκε με γερμανικά πυροβόλα. Το όνομά του προέρχεται από τη Βασίλισσα Όλγα της Ελλάδας. Μαζί με το ιδίου τύπου πλοίο Βασιλεύς Γεώργιος ήταν τα πλέον σύγχρονα και αξιόμαχα πολεμικά πλοία της Ελλάδας κατά την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
![]() | |
Καριέρα (Ελλάδα) | ![]() |
---|---|
Παραγγέλθηκε: | Ιανουάριος 1937[1] |
Κατασκευαστής: | Yarrow & Co Ltd. Scotstoun, Γλασκώβη, Ηνωμένο Βασίλειο[2] |
Αρχή ναυπήγησης: | 8 Φεβρουαρίου 1937[2] |
Καθελκύστηκε: | 2 Ιουνίου 1938[2] |
Τέθηκε σε υπηρεσία: | 5 Φεβρουαρίου 1939 [3] |
Μοίρα: | Βύθιση στις 26 Σεπτεμβρίου 1943 |
Σημειώσεις: | Κόστος ναυπήγησης 380.000 λίρες Αγγλίας[4] |
Γενικά χαρακτηριστικά | |
Κλάση: | «G» |
Εκτόπισμα: |
1.335 τόνους άφορτο[5] 2.000 έμφορτο τόνους [5] |
Μήκος: | 323 ολικό / 312 ισάλου (σε πόδια) [5] |
Πλάτος: | 32 και 1/4 πόδια [5] |
Βύθισμα: | 8 και 1/2 πόδια[5] |
Εγκατεστημένη ισχύς: | 34.000 ίππους [5] |
Ταχύτητα: |
Μέγιστη ακίνδυνη 34 κόμβοι, επιτρεπόμενη 32 κόμβοι, οικονομική 14 κόμβοι[5] |
Εμβέλεια: |
(σε μίλια) 3.370 με ταχύτητα 12 κόμβους[5] 2.330 με ταχύτητα 19 κόμβους[5] 1.600 με ταχύτητα 26 κ.[5] 1.180 με ταχύτητα 31 κ.[5] |
Πλήρωμα: | 200α[›] |
Οπλισμός: |
4 πυροβόλα Rheinmetall των 127 mm[6] 4 Α/Α πολυβόλα Rheinmetall των 37 mm[6] 2 τετραπλοί τορπιλοσωλήνες των 533 mm[6] 2 βομβοβόλα (εκτοξευτές βομβών βάθους)[6] 2 σιδηροτροχιές (αφετήρες) για ρίψη βομβών βάθους[6] |
Από την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου τον Οκτώβριο του 1940 μέχρι και τη Γερμανική εισβολή τον Απρίλιο του 1941 το Βασίλισσα Όλγα, με κυβερνήτη τον Πλοίαρχο Αλφρέδο Λεοντόπουλο, έλαβε μέρος σε συνοδείες νηοπομπών, καθώς και στην πρώτη και τρίτη (14-15 Νοεμβρίου 1940, 4-5 Ιανουαρίου 1941) επιδρομή στο Στενό του Οτράντο[7]. Μετά την κατάληψη της Ελλάδας διέφυγε στη Μέση Ανατολή, όπου ανέλαβε καθήκοντα συνοδείας βρετανικών νηοπομπών. Με νέο κυβερνήτη τον Πλοίαρχο Ιωάννη Βλαχόπουλο, μεταξύ Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου του 1941 μεταστάθμευσε στην Καλκούτα, όπου πραγματοποίησε μετασκευή, ενισχύοντας τον οπλισμό του. Επανήλθε στη Μεσόγειο τον Φεβρουάριο του 1942, πήρε μέρος στις επιχειρήσεις του Τομπρούκ, ενταγμένο σε βρετανική μοίρα, όπου είχε ιδιαίτερα αξιόλογη δράση. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους ανέλαβε κυβερνήτης του ο Πλωτάρχης Γεώργιος Μπλέσσας.
Στις 15 Δεκεμβρίου 1942 νότια της Μάλτας, σε συνεργασία με βρετανικό αντιτορπιλικό, ανάγκασε το ιταλικό υποβρύχιο Uarsciek να παραδοθεί. Τη νύχτα της 18ης/19ης Ιανουαρίου 1943 με δύο ομοβροντίες έπληξε καίρια το εξοπλισμένο αλιευτικό του Ιταλικού Στόλου Stromboli, που βυθίστηκε φλεγόμενο. Μεταξύ Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου μετέβη, μαζί με άλλα δύο πλοία, στο Άντεν όπου παρέλαβε μια μεγάλη νηοπομπή με προορισμό τη Νέα Γουινέα. Επέστρεψε στη Μεσόγειο και συμμετείχε σε νέες νηοπομπές. Σε συνεργασία με το βρετανικό αντιτορπιλικό HMS Jervis επιτέθηκε σε ιταλική νηοπομπή, βυθίζοντας το τορπιλοβόλο Castore. Τον Ιούνιο και Αύγουστο του 1943 έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις κατάληψης της Παντελλερία και της απόβασης στη Σικελία[7].
Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας επέστρεψε στο Αιγαίο, όπου στις 18 Σεπτεμβρίου 1943 και σε περιπολία με δύο βρετανικά αντιτορπιλικά, επιτέθηκε σε γερμανική νηοπομπή, κοντά στην Αστυπάλαια, με αποτέλεσμα τη βύθιση των φορτηγών πλοίων Paula και Ρluto. Στην τελευταία του περιπολία κατέπλευσε το πρωί της 26 Σεπτεμβρίου στο μεγαλύτερο φυσικό λιμάνι (μετά τη Σούδα) της Ελλάδας στο Λακκί της Λέρου. Λίγη ώρα μετά δέχτηκε γερμανική αεροπορική επιδρομή και βυθίστηκε, με θύματα τον κυβερνήτη και 69 μέλη του πληρώματος[8].Γενικότερα βοήθησε στην εισβολή της Σικελίας, της Ηπειρωτικής Ιταλίας και των Δωδεκανήσων.