Βερβερίνοι πειρατές
From Wikipedia, the free encyclopedia
Οι Βερβερίνοι πειρατές, αποκαλούμενοι και ως Μπαρμπερίνοι πειρατές, ήταν πειρατές και κουρσάροι που εξορμούσαν από τη Βόρεια Αφρική έχοντας ως βάση κυρίως τα λιμάνια του Αλγερίου, της Τύνιδας και της Τρίπολης (Λιβύη). Η περιοχή ήταν γνωστή ως Ακτή της Μπαρμπαριάς, όρος που προέρχεται από το όνομα των Βέρβερων κατοίκων της. Το πεδίο δράσης τους εκτεινόταν σε όλη τη Μεσόγειο Θάλασσα, νότια κατά μήκος του Ατλαντικού Ωκεανού στη Δυτική Αφρική, ακόμα και στη Νότια Αμερική[1], και στο βόρειο Ατλαντικό ως την Ισλανδία, αλλά επιχειρούσαν κυρίως στη δυτική Μεσόγειο. Εκτός από την κατάληψη πλοίων, συμμετείχαν σε επιδρομές σε ευρωπαϊκές παράκτιες πόλεις και χωριά, κυρίως στην Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία, αλλά και στη Μεγάλη Βρετανία, την Ιρλανδία, την Ολλανδία και την Ισλανδία. Ο κύριος σκοπός των επιθέσεών τους ήταν να συλλάβουν χριστιανούς σκλάβους για το οθωμανικό δουλεμπόριο και γενικά για τη μουσουλμανική αγορά της Βορείου Αφρικής και της Μέσης Ανατολής[2].
Ενώ αυτές οι επιδρομές ξεκίνησαν λίγο μετά την κατάκτηση της περιοχής από τους μουσουλμάνους, οι όροι Βερβερίνοι πειρατές και Βερβερίνοι κουρσάροι χρησιμοποιούνται συνήθως για τους επιδρομείς που δραστηριοποιήθηκαν από το 16ο αιώνα και μετά, όταν η συχνότητα και το εύρος των επιθέσεων των δουλεμπόρων αυξήθηκε και το Αλγέρι, η Τύνιδα και η Τρίπολη τέθηκαν υπό την κυριαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Παρόμοιες επιθέσεις πραγματοποιήθηκαν από το Σαλέ και άλλα λιμάνια στο Μαρόκο.
Οι κουρσάροι κατέλαβαν χιλιάδες πλοία, και μεγάλα τμήματα της ακτογραμμής στην Ισπανία και την Ιταλία εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους τους, αποθαρρύνοντας την επανεγκατάστασή τους μέχρι το 19ο αιώνα. Από το 16ο έως το 19ο αιώνα, οι κουρσάροι συνέλαβαν κατ' εκτίμηση 800.000 έως 1.250.000 ανθρώπους ως σκλάβους. Μερικοί πειρατές ήταν Ευρωπαίοι απόβλητοι[3]. Ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα και ο αδελφός του, Αρούτζ, οι οποίοι πήραν τον έλεγχο του Αλγερίου για λογαριασμό των Οθωμανών στις αρχές του 16ου αιώνα, ήταν διάσημοι πειρατές. Γύρω στο 1600, οι Ευρωπαίοι πειρατές έφεραν προηγμένες ιστιοπλοϊκές και ναυπηγικές τεχνικές στην Ακτή της Μπαρμπαριάς, γεγονός που επέτρεψε στους πειρατές να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στον Ατλαντικό Ωκεανό και ο αντίκτυπος των επιδρομών να φτάσει στο αποκορύφωμά του στις αρχές έως τα μέσα του 17ου αιώνα.
Η δραστηριότητα των κουρσάρων άρχισε να μειώνεται στα τέλη του 17ου αιώνα, καθώς οι πιο ισχυρές Ευρωπαϊκές ναυτικές δυνάμεις άρχισαν να υποχρεώνουν τα βερβερικά κράτη να συνάψουν ειρήνη και να σταματήσουν τις επιθέσεις στα καράβια τους. Ωστόσο, τα πλοία και οι ακτές των χριστιανικών κρατών που δεν είχαν αποτελεσματική προστασία εξακολούθησαν να υφίστανται τις επιθέσεις των πειρατών μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους και το Συνέδριο της Βιέννης το 1814-1815, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις συμφώνησαν στην ανάγκη να καταστείλουν πλήρως τους Βερβερίνους κουρσάρους και η απειλή των πειρατών μετριάστηκε σε μεγάλο βαθμό, αν και συνεχίστηκαν κάποια περιστασιακά επεισόδια μέχρι που τελικά εξαλείφθηκαν μετά τη γαλλική κατάκτηση του Αλγερίου το 1830.