Γκέλταχτ
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο όρος Γκέλταχτ (ιρλανικά: Gaeltacht) είναι ιρλανδικός όρος ο οποίος αναφέρεται είτε μεμονωμένα είτε συλλογικά σε όλες τις περιοχές στις οποίες η ιρλανδική κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι η ιρλανδική γλώσσα είναι η κυρίαρχη καθομιλουμένη γλώσσα, ή οικιακή γλώσσα.[1]
Οι περιοχές Γκέλταχτ αναγνωρίστηκαν για πρώτη φορά επίσημα κατά τη δεκαετία του 1920 στα πρώτα χρόνια του ιρλανδικού ελεύθερου κράτους, μετά την Γαελική Αναβίωση, ως μέρος μιας κυβερνητικής πολιτικής που αποσκοπούσε στην αποκατάσταση της ιρλανδικής γλώσσας.[2]
Πλέον αναγνωρίζεται ότι οι περιοχές Γκέλταχτ απειλούνται από σοβαρή γλωσσική παρακμή.[3] Έρευνα που δημοσιεύτηκε το 2015 έδειξε ότι από τα 155 εκλογικά τμήματα των Γκέλταχτ, μόνο 21 είναι κοινότητες όπου τα ιρλανδικά ομιλούνται σε καθημερινή βάση από τα δύο τρίτα του πληθυσμού ή περισσότερο.[4][5] Τα δύο τρίτα θεωρούνται από ορισμένους ακαδημαϊκούς ως σημείο καμπής για την επιβίωση της γλώσσας.[4]