Καναδός πιανίστας και συνθέτης From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Γκλεν Χέρμπερτ Γκουλντ (αγγλικά: Glenn Herbert Gould, 25 Σεπτεμβρίου 1932 – 4 Οκτωβρίου 1982) ήταν Καναδός πιανίστας, από τους πιο διάσημους κλασικούς ερμηνευτές του 20ού αιώνα. Θεωρείται από τους σημαντικότερους σολίστ του πιάνου, που έγινε γνωστός κυρίως μέσα από τις ηχογραφήσεις του στο στούντιο.
Είναι, πέρα από τους πιο δημοφιλείς καλλιτέχνες κάθε μουσικού είδους στον κόσμο, ο σολίστας κλασικής μουσικής με τις περισσότερες πωλήσεις όλων των εποχών.[19] Το 1964, όμως, εγκατέλειψε πρόωρα τις δημόσιες εμφανίσεις και συναυλίες, εστιάζοντας το ενδιαφέρον του στις ηχογραφήσεις καθώς και στην παραγωγή ραδιοφωνικών, τηλεοπτικών μουσικών κ.ά. προγραμμάτων.
Σημαντικότερες θεωρούνται οι ερμηνείες του σε έργα του Μπαχ, όπως Το Καλοσυγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο και οι Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ.
Ο Γκουλντ γεννήθηκε στο Τορόντο του Καναδά. Ήταν το μοναχοπαίδι του Ράσελ Χέρμπερτ και της Φλόρενς Έμα Γκουλντ.[20] Το πραγματικό του επίθετο ήταν Γκολντ. Η οικογένειά του, αν και δεν είχε εβραϊκή καταγωγή, φρόντισε να αλλάξει το όνομα πιστεύοντας πως με αυτό τον τρόπο θα απέφευγε τον αντισημιτισμό, που ήταν σε έξαρση εκείνη την εποχή στον Καναδά.[21] Ο πατέρας του ήταν ερασιτέχνης βιολιστής. Η μητέρα του έπαιζε πιάνο και εκκλησιαστικό όργανο, αποτελώντας την πρώτη δασκάλα του Γκουλντ, ο οποίος με τη σειρά του έδειξε από νεαρή ηλικία κλίση στη μουσική. Σε ηλικία μόλις πέντε ετών συνέθετε τα δικά του έργα, τα οποία ερμήνευε στο σχολείο ή στην εκκλησία. Στην ίδια ηλικία έκανε και τις πρώτες δημόσιες εμφανίσεις του, συνοδεύοντας τους γονείς του σε μια εκδήλωση του Business Men's Bible Class, αρχικά, και κατόπιν μόνος του, σε μια πρεσβυτεριανή εκκλησία του Τορόντο.[22] Το 1940 ξεκίνησε σπουδές στο Toronto Conservatory of Music (μετέπειτα Royal Conservatory of Music) λαμβάνοντας μαθήματα θεωρίας της μουσικής με τον Λίο Σμιθ (Leo Smith), αργότερα παρακολούθησε μαθήματα εκκλησιαστικού οργάνου με τον Φρέντερικ Σιλβέστερ (Frederick C. Silvester) και σπούδασε πιάνο κοντά στον Αλμπέρτο Γκερέρο (Alberto Guerrero), από τον οποίο επηρεάστηκε σημαντικά.[23]
Το Δεκέμβριο του 1945, ο Γκουλντ πραγματοποίησε την πρώτη του επαγγελματική δημόσια εμφάνιση ως οργανίστας, ερμηνεύοντας έργα των Μέντελσον, T.Σ. Ντυπυΐ και Μπαχ. Τον Ιανουάριο του 1947 έκανε το ντεμπούτο του ως σολίστ στο πιάνο με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Τορόντο, ερμηνεύοντας το Κοντσέρτο αρ. 4 του Μπετόβεν. Τον Απρίλιο του 1947 έδωσε το πρώτο του πλήρες ρεσιτάλ πιάνου, σε ωδείο, ενώ τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου έδωσε το πρώτο του ρεσιτάλ ως επαγγελματίας πιανίστας.[24] Τρία χρόνια αργότερα, πραγματοποιήθηκε η πρώτη του ραδιοφωνική συναυλία, για τον σταθμό CBC (Canadian Broadcasting Corporation) του Καναδά, σηματοδοτώντας τη μακρόχρονη ενασχόλησή του με το ραδιόφωνο και τις ηχογραφήσεις.
Το 1955 υπέγραψε αποκλειστικό συμβόλαιο με τη δισκογραφική εταιρεία Columbia Masterworks, με την οποία ηχογράφησε αρχικά τις Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ του Μπαχ, έργο το οποίο έτυχε θερμής υποδοχής, γνωρίζοντας τόσο καλλιτεχνική όσο και εμπορική επιτυχία. Ο διευθυντής της εταιρίας, Ντέιβιντ Οπενχάιμ, είχε παρακολουθήσει την πρώτη εμφάνιση του Γκουλντ στη Νέα Υόρκη. Ενθουσιάστηκε τόσο, που την επόμενη κιόλας μέρα του πρότεινε συμβόλαιο. Ήταν η πρώτη φορά που η Columbia υπέγραφε με έναν ουσιαστικά άγνωστο καλλιτέχνη, στη βάση των εντυπώσεων από ένα και μόνο κοντσέρτο.[25]
Τον Μάιο του 1957, επισκέφθηκε τη Σοβιετική Ένωση (στο πλαίσιο της πρώτης ευρωπαϊκής περιοδείας του). Ήταν ο πρώτος Βορειοαμερικανός πιανίστας που έδωσε συναυλίες εκεί μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Το πρόγραμμά του περιλάμβανε τρεις συναυλίες στη Μόσχα και ισάριθμες στο Λένινγκραντ, με έργα των Μπαχ, Μπετόβεν, Μπραμς και Χίντεμιτ. Στις εμφανίσεις της Μόσχας προστέθηκε και ένα δωρεάν σεμινάριο-ρεσιτάλ για τους σπουδαστές του Ωδείου, το οποίο επαναλήφθηκε στο Λένινγκραντ. Εκεί ο Γκουλντ μίλησε για τη μουσική του Σένμπεργκ και τη Δεύτερη Σχολή της Βιέννης και παρουσίασε έργα των Άλμπαν Μπεργκ, Άντον Βέμπερν και Ερνστ Κρένεκ.[26] Το ρεπερτόριο του σεμιναρίου συνιστούσε πρόκληση. Η μουσική αυτή, που παρουσιαζόταν δημόσια για πρώτη φορά στη χώρα, θεωρείτο από τις σοβιετικές αρχές «φορμαλιστική» και ήταν αποκλεισμένη από τις συναυλιακές αίθουσες και τα ωδεία. Ωστόσο, το σεμινάριο-ρεσιτάλ του Γκουλντ είχε τρομαχτική επιτυχία. Πέρα από τις αρνητικές αντιδράσεις μερικών συντηρητικών καθηγητών, το σπουδαστικό κοινό ήταν ενθουσιασμένο, καθώς και οι διασήμοι Ρώσοι πιανίστες Χάινριχ Νοϊχάους, Μαρία Γιουντίνα και Μαρία Γκρίνμπεργκ που είχαν παρευρεθεί.[27] Μετά το Λένινγκραντ, ταξίδευσε στο Βερολίνο, όπου ερμήνευσε το Κοντσέρτο αρ. 3 του Μπετόβεν με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου, υπό τη διεύθυνση του Χέρμπερτ φον Κάραγιαν, και έκλεισε την περιοδεία του μεταβαίνοντας στη Βιέννη. Την επόμενη χρονιά επέστρεψε ξανά στην Ευρώπη, πραγματοποιώντας εμφανίσεις στις Βρυξέλλες, στη Στοκχόλμη, στη Φλωρεντία και άλλες πόλεις.[28]
Από το 1960 ο αριθμός των συναυλιών του άρχισε να περιορίζεται αισθητά. Το 1959 πραγματοποίησε για τελευταία φορά περιοδεία στην Ευρώπη. Η εμπειρία αυτή, λόγω των συνεχών μετακινήσεων, του φορτωμένου προγράμματος κ.λπ. ήταν πολύ δυσάρεστη για τον Γκουλντ, ο οποίος τη θεώρησε μια «τρέλα».[29] Άρχισε να σκέφτεται να παρατήσει το πιάνο και να ασχοληθεί με τη διεύθυνση ορχήστρας και, κατόπιν, να εγκαταλείψει τις συναυλίες, αρκετές από τις οποίες ήδη ακύρωνε. Αναζητώντας εναλλακτικές καλλιτεχνικές δραστηριότητες, πύκνωσε τις συνεργασίες του με την Καναδική Ραδιοτηλεόραση (CBC).[30] Στις 10 Απριλίου 1964, ο Γκουλντ αποφάσισε να τερματίσει στις δημόσιες εμφανίσεις του, δίνοντας στο Λος Άντζελες για τελευταία φορά ένα «τυπικά γκουλντικό» ρεσιτάλ με έργα Μπαχ, Μπετόβεν και Κρένεκ.[31] Η κίνηση του Γκουλντ να αφήσει για πάντα πίσω του την αίθουσαν συναυλιών του πρόσφερε τη δυνατότητα να διοχετεύσει τη ζωτικότητά του σε αυτά που τον ενδιέφεραν περισσότερο.[32] Τα επόμενα χρόνια, μέχρι το τέλος της ζωής του, τα αφιέρωσε στις ηχογραφήσεις, τη σύνθεση, καθώς και στην παραγωγή εκπομπών για το ραδιόφωνο, πραγματοποιώντας επίσης μία σειρά τηλεοπτικών προγραμμάτων για την βρετανική, γαλλική, γερμανική και καναδική τηλεόραση. Δημοσίευσε παράλληλα, πληθώρα από άρθρα και κριτικές, αναλύοντας τις ερμηνείες του.
Λίγο πριν το θάνατό του ηχογράφησε για δεύτερη φορά το Ειδύλλιο του Ζίγκφριντ του Βάγκνερ, τώρα όμως ως μαέστρος. (Η παλιότερη ηχογράφηση ήταν για πιάνο, σε δική του μεταγραφή). Το καλοκαίρι του 1982 ένας συνεργάτης του Γκουλντ επέλεξε δεκατρείς από τους καλύτερους μουσικούς από τη Συμφωνική του Τορόντο για να δουλέψουν μαζί του. Στις 8 Σεπτεμβίου οι ηχογραφήσεις είχαν ολοκληρωθεί.[33] Στις 27 Σεπτεμβρίου υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και εισήχθη στο Γενικό Νοσοκομείο του Τορόντο. Πέθανε, χωρίς στο μεταξύ να έχει ανακτήσει τις αισθήσεις του, στις 4 Οκτωβρίου 1982.[34]
Ο Γκουλντ συνήθιζε να σιγοτραγουδά κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων, γεγονός που αποτυπώθηκε σε αρκετές από αυτές. Ο ίδιος ισχυριζόταν πως το τραγούδι του ήταν ασυνείδητο και αυξανόταν ανάλογα με την ανικανότητα του πιάνου να αποδώσει αυτό που εκείνος επεδίωκε.[35] Ήταν επίσης γνωστός για τις ασυνήθιστες στάσεις του σώματός του όταν ερμήνευε στο πιάνο, καθώς και για την επιμονή του στην ομοιομορφία. Στις συναυλίες επέλεγε να παίζει χρησιμοποιώντας πάντα μία πτυσσόμενη καρέκλα που είχε μετασκευάσει (κόβοντας τα πόδια) ο πατέρας του,[36] ακόμα και όταν αυτή είχε φθαρεί υπερβολικά με την πάροδο του χρόνου.[37] Εξίσου ιδιόρρυθμη και έντονη υπήρξε και η σχέση του Γκουλντ με το πιάνο του, με το οποίο είχε αναπτύξει ένα δέσιμο σχεδόν «ερωτικό».[38]
Ο Γκουλντ φοβόταν υπερβολικά το κρύο και συνήθιζε για αυτό το λόγο να φορά ζεστά ρούχα ακόμα και σε θερμά μέρη. Επιπλέον, φοβόταν τις μολύνσεις και τις ασθένειες, έπαιρνε πολλά φάρμακα κάθε είδους και συχνά αισθανόταν πως ήταν άρρωστος, αρκετές φορές χωρίς λόγο.[39] Ο ίδιος έλεγε για την διαφορετικότητά του: «Δεν πιστεύω πως ο τρόπος ζωής μου έχει ομοιότητες με εκείνον των περισσότερων ανθρώπων και είμαι ευτυχής για αυτό. Ο τρόπος ζωής και το έργο μου έχουν γίνει ένα. Αν αυτό είναι εκκεντρικότητα, τότε είμαι εκκεντρικός».[40] Δε θεωρούσε τον εαυτό του «αντικοινωνικό», όπως τον κατηγορούσαν ορισμένοι. Απλώς, τον διέκρινε, όπως είχε δηλώσει, μια «αυτοπειθαρχία υπό τη μορφή απομόνωσης από την κοινωνία», που όπως πίστευε ήταν απαραίτητη σε κάθε καλλιτέχνη ο οποίος επιδίωκε «να χρησιμοποιήσει το μυαλό του για δημιουργικούς σκοπούς».[41]
Ωστόσο, πέρα από τις εκκεντρικότητες, ο Γκουλντ ήταν ένα άτομο που διέθετε εξαιρετική αίσθηση του χιούμορ. Συνήθιζε να κάνει μιμήσεις και μεταμφιέσεις, υποδυόμενος μπροστά στην κινηματογραφική κάμερα διάφορους κωμικούς τύπους που ο ίδιος είχε δημιουργήσει, όπως ο, βασισμένος σ' έναν τύπο ταξιτζή, Νεοϋορκέζος κριτικός "Theodore Slutz", ή ο Καναδός πυγμάχος "Domenico Pastrano".[42] Αλλά και στα γραπτά του ή στις συνεντεύξεις του συχνά γινόταν ιδιαίτερα καυστικός, σαρκαστικός και αυτοσαρκαστικός, διανθίζοντας το λόγο του με ευρηματικά αστεία, ακόμη κι όταν πραγματευόταν σοβαρά θέματα, όπως λ.χ. η παρουσίαση των απόψεών του για τη μουσική του Μότσαρτ.[43]
Σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, ένα πέπλο μυστηρίου κάλυπτε την προσωπική ζωή του Γκουλντ, αφού ούτε ο ίδιος, ούτε οι λίγοι στενοί φίλοι του αποκάλυπταν το παραμικρό σχετικά με αυτήν. Πολλοί, μάλιστα, θεωρούσαν -έως και πολλά χρόνια έπειτα από το θάνατό του- πως ήταν "ασεξουαλικός" ή ομοφυλόφιλος, [44] καθόσον δεν υπήρξε ποτέ καμιά δημόσια γνωστή σχέση του με γυναίκα.[45] Ωστόσο, στοιχεία που άρχισαν να έρχονται στην επιφάνεια καθώς περνούσαν τα χρόνια, αποκάλυψαν μια διαφορετική εικόνα: ο Γκουλντ ενδιαφερόταν πράγματι για τις γυναίκες και είχε συνάψει αρκετούς ερωτικούς δεσμούς. Από αυτές τις σχέσεις, η πιο σημαντική υπήρξε εκείνη με την Κορνίλια Φος (Cornelia Foss), σύζυγο του γνωστού γερμανικής καταγωγής Αμερικανού συνθέτη Λούκας Φος (Lukas Foss).[46] Η σχέση τους ξεκίνησε το 1967. Η Φος, που ήταν κι αυτή γερμανικής καταγωγής, είχε μετακομίσει μαζί με τα παιδιά της από τη Νέα Υόρκη στο Τορόντο, ώστε να βρίσκεται κοντά στον Γκουλντ. Η σχέση τους έλαβε τέλος το 1973 και η Κορνίλια επέστρεψε στο σύζυγό της, παρότι λέγεται ότι ο Γκουλντ της είχε προτείνει να παντρευτούν.[47]
Ο Γκουλντ διακρίθηκε ως μουσικός για τις ευφάνταστες και εκφραστικές ερμηνείες του. Το ιδιαίτερο ύφος που είχε υιοθετήσει στο παίξιμο, σε συνδυασμό με τις πρωτότυπες και ελεύθερες αποδόσεις των έργων, ή ακόμα και το ασυνήθιστο ρεπερτόριο που επέλεγε, τον κατέστησαν έναν μη συμβατικό και εκκεντρικό μουσικό, ο οποίος όμως αναγνωρίστηκε ευρέως για τη δεξιοτεχνία, την τεχνική και την καθαρότητα στον ήχο του.[36] Σχετικά με τις επικρίσεις που δεχόταν για αυθαιρεσίες και παρεκκλίσεις από την παρτιτούρα, ο ίδιος είχε δηλώσει πως η μόνη απάντηση είναι ότι ακολουθεί το "ένστικτό" του.[48] Ο Γκουλντ ερμήνευε στο πιάνο ιδιότροπα, διατηρώντας, ανάμεσα στ' άλλα, χαμηλή στάση στο όργανο και σχεδόν παράλληλη τοποθέτηση των χεριών στα πλήκτρα και πειραματιζόταν με μεταβολές στο κέντρο βάρους του σώματός του.[49] Χαρακτηριστικές, επίσης, της πιανιστικής ερμηνείας του Γκούλντ ήταν η σχεδόν μηδενική χρήση του πεντάλ και η "τάση να κρίν[ει] τα πάντα βάσει της γραμμής του μπάσου", πράγματα που, μαζί με ορισμένες άλλες ερμηνευτικές ιδιομορφίες του, ο ίδιος τα απέδιδε στη σπουδή του εκκλησιαστικού οργάνου σε πολύ μικρή ηλικία. Για τις επιδράσεις, τέλος, που είχε δεχτεί, ιδίως στην προσέγγιση της μουσικής του Μπαχ για πληκτροφόρα όργανα, ο Γκουλντ μνημόνευε τη διάσημη Πολωνέζα τσεμπαλίστρια Βάντα Λαντόφσκα (Wanda Landowska), αλλά εντέλει, όπως είχε εξομοληγηθεί, ήταν το παίξιμο της ρωσικής καταγωγής Αμερικανίδας Ρόζαλιν Τάρεκ (Rosalyn Tureck) που του "άρεσε τρομερά" και τον επηρέασε "πραγματικά", παρά τη γενικότερη διαφορετική μουσική τους αντίληψη. Η έμφαση που απέδιδε η Τάρεκ στη σημασία της δομής έναντι του ηχοχρώματος, επέδρασε βαθειά στη διαμόρφωση του πιανιστικού ύφους του Γκουλντ.[50]
Σε ό,τι αφορά στο ρεπερτόριό του, υπήρξε εξαιρετικά εκλεκτικός, ερμηνεύοντας και ηχογραφώντας έργα συνθετών κυρίως της μπαρόκ, κλασικής και ύστερης ρομαντικής εποχής. Στη μουσική τον ενδιέφερε πρώτιστα η πολυφωνία και η αντίστιξη, η ανάπτυξη του αρχικού μουσικού υλικού, γι' αυτό θαύμαζε τον Μπαχ και την αρχιτεκτονική των συνθέσεών του, ενώ ενδιαφερόταν και για σειραϊστές συνθέτες όπως ο Σένμπεργκ και οι μαθητές του. Αυτοί ήταν και οι λόγοι που είχε "ενστάσεις" για τη μουσική των μεγάλων ρομαντικών μουσουργών του 19ου αιώνα, όχι όμως γι' αυτήν του ύστερου ρομαντισμού, όπως η μουσική του Ρίχαρντ Στράους και του Ρίχαρντ Βάγκνερ.[51] Ο ίδιος θεωρούσε πως ο ρόλος του πιανίστα είναι κατεξοχήν δημιουργικός και πρόσφερε πρωτότυπες και καινοτόμες ερμηνείες, ορισμένες εκ των οποίων θεωρούνται αμφιλεγόμενες, όπως για παράδειγμα σε δημοφιλείς συνθέσεις του Μότσαρτ, του Μπετόβεν ή του Μπραμς.
Ο Γκουλντ απέδιδε ιδιαίτερη αξία στις ηχογραφήσεις, ενώ αντίθετα αντιπαθούσε τις συναυλίες, τις οποίες εκλάμβανε ως ένα πεδίο ανταγωνισμού και χώρο επίδειξης των δεξιοτήτων των ερμηνευτών. Παραπέρα, ήταν της άποψης ότι οι καλλιτέχνες παγιδεύονταν από την επιτυχία των ζωντανών εμφανίσεών τους σε μια επανάληψη των ίδιων συνήθως πραγματών που τους είχαν καθιερώσει και, μ΄ αυτόν τον τρόπο, έμεναν πίσω ως προς την τόλμη της ανατροπής και ερμηνευτικής εξέλιξης.[52] Μετά την τελευταία του συναυλία, το 1964, αφοσιώθηκε στις ηχογραφήσεις έργων. Επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το άνοιγμα των δυνατοτήτων που πρόσφερε η νέα τεχνολογία και αναγνώρισε την επεξεργασία των μαγνητοταινιών ως μέρος της δημιουργικής προσπάθειας του μουσικού. Για τον Γκουλντ, η εγγραφή ήταν μια "πρώτη ύλη" πάνω στην οποία θα δούλευε ο ερμηνευτής, ο ρόλος του οποίου πλέον αποκτά αρχιτεκτονική χροιά, μέσω μιας "διαδικασία[ς] συναρμολόγησης ή ανακατασκευής του έργου" του συνθέτη.[53] Κατά τον Γκουλντ, ο ερμηνευτής του μουσικού έργου παρεμβαίνει ανάμεσα στο συνθέτη και τον ακροατή, όπου υπάρχει πάντα ένα κενό επικοινωνίας, και με τις συνεχείς κατασκευές του, δηλαδή τις ερμηνείες του, που είναι αποτέλεσμα δημιουργικής ελευθερίας, γεφυρώνει το χάσμα.[54] Επιπλέον, ο Γκουλντ επινόησε μια δική του τεχνική πολυκάναλης εγγραφής του ήχου και μίξης για το πιάνο, που την ονόμασε "ακουστική ενορχήστρωση". Σύμφωνα με αυτήν, τοποθετούνταν στο στούντιο μια σειρά από μικρόφωνα για την καταγραφή και στη συνέχεια, κατά τη μίξη, δημιουργούσε μια ηχητική κίνηση από το ένα σημείο στο άλλο, με τρόπο που θύμιζε κινηματογραφική ταινία. Ο ίδιος, όπως είχε δηλώσει, αντιλαμβανόταν πράγματι τα μικρόφωνα ως "ηχητικές μηχανές λήψης" και το τελικό αποτέλεσμα ως συνεχή ηχητικά "ζουμαρίσματα", ή ως ένα είδος ακουστικής χορογραφίας. Αυτές τις πρωτοποριακές ιδέες, ωστόσο, δεν τις εφάρμοσε σε εκτεταμένη κλίμακα.[55]
Η πρώτη εμπορική του ηχογράφηση έγινε το 1953, για λογαριασμό της καναδικής εταιρίας Hallmark. Περιλάμβανε τη Σονάτα για πιάνο του Μπεργκ και μεταγραφές για βιολί και πιάνο έργων των Ρώσων συνθετών Τανέγιεφ, Σοστακόβιτς και Προκόφιεφ, με το βιολιστή Άλμπερτ Πρατζ να συμπράττει με τον Γκουλντ.[56] Η πρώτη του εγγραφή για λογαριασμό της Columbia έγινε το 1955, όπου επέλεξε να ερμηνεύσει τις Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ, έργο που ηχογράφησε στο στούντιο για δεύτερη φορά το 1981, χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα ψηφιακή και αναλογική τεχνολογία.[57] Οι δύο ηχογραφήσεις διαφέρουν σημαντικά, με την πρώτη να είναι περισσότερο ενεργητική και γρήγορη ενώ η δεύτερη, που κυκλοφόρησε μόλις δύο μέρες πριν τον θάνατο του Γκουλντ, πιο αργή, νηφάλια και εσωστρεφής.[58] Οι Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ, που ηχογραφήθηκαν από τον Γκουλντ ζωντανά σε διάφορες περιστάσεις, κατέστηση ένα έργο συνυφασμένο με τον Καναδό πιανίστα. Παρόλο που πολλοί διακεκριμένοι ερμηνευτές έχουν ερμηνεύσει εξαιρετικά αυτό το έργο του Μπαχ, στη "συλλογική συνείδηση" του μουσικόφιλου κοινού είναι πλέον αξεδιάλυτα συνδεδεμένο με τον Γκουλντ, ενώ καθόρισε σε σημαντικό βαθμό και την πορεία του ίδιου του καλλιτέχνη στον κόσμο της μουσικής.[59]
Ηχογράφησε ένα σημαντικό μέρος των έργων για πιάνο του Μπαχ, όπως Το καλοσυγκερασμένο κλειδοκύμβαλο (ηχογρ. 1962-71), τα Κοντσέρτα για πιάνο (1957-58, 1966 & 1969), τις Γαλλικές σουίτες (1971-73), τις Δίφωνες και τρίφωνες ενβανσιόν (1964), τις Παρτίτες (1956-63) κ.λπ. Στη μοναδική ηχογράφηση με εκκλησιαστικό όργανο, επέλεξε να ερμηνεύσει ένα μέρος από την Τέχνη της φούγκας (1962), ενώ στο τσέμπαλο έγραψε τις Σουΐτες αρ.1-4 (1972) του Χαίντελ. Άλλες γνωστές ηχογραφήσεις του περιλαμβάνουν τα Κοντσέρτα (1958-66) και τις Σονάτες για πιάνο (1956, 1960-71 & 1979-81) του Μπετόβεν, καθώς και τις Σονάτες για πιάνο (1965-74) του Μότσαρτ. Λίγο πριν το θάνατό του είχε ξεκινήσει να ηχογραφεί τις Σονάτες για πιάνο του Χάυντν, σκοπεύοντας να ολοκληρώσει την εγγραφή όλου του κύκλου.[60] Το 1967 ο Γκουλντ κυκλοφόρησε, στο πλαίσιο των επίσημων εορτασμών για την εκατονταετηρίδα του Καναδά, έναν δίσκο με πιανιστικά έργα Καναδών συνθετών. Επιλέγοντας μουσουργούς με μη αγγλοσαξονική καταγωγή, θέλησε να προβάλλει, όπως εξήγησε, το ανανεωτικό πνεύμα που έφερε η "μεταπολεμική μετανάστευση" στο "μικρόκοσμο των καναδικών ακτών". Επιπλέον, αναφορικά με τη μουσική, τη βοήθεια που πρόσφεραν αυτοί οι άνθρωποι ώστε να εξέλθει ο Καναδάς στη διεθνή σκηνή.[61] Σημαντικές θεωρούνται, επίσης, οι εγγραφές που έκανε ο Γκουλντ πάνω σε έργα των Σένμπεργκ (ηχογράφησε σχεδόν όλες τις συνθέσεις του για, ή με, πιάνο),[62] Σιμπέλιους και Χίντεμιτ.
Ο Γκουλντ επιμελήθηκε τη μουσική επένδυση δυο κινηματογραφικών ταινιών, των Σφαγείο Νο 5 (Slaughterhouse-Five, 1972) και Τhe Wars (1982).[63]
Το Σεπτέμβριο του 1971 ο Γκουλντ αποδέχτηκε την πρόταση του Αμερικανού σκηνοθέτη Τζορτζ Ρόι Χιλ (George Roy Hill) να αναλάβει τη μουσική επένδυση της κινηματογραφικής μεταφοράς της αντιπολεμικής νουβέλας Σφαγείο αριθμ. 5 του Κουρτ Βόνεγκατ, παρόλο που το συγκεκριμένο έργο δεν ήταν της αρεσκείας του. Επέλεξε συνθέσεις του Μπαχ, κυρίως δικές του ερμηνείες, με στόχο, όπως ο ίδιος εξήγησε, η μουσική να είναι όχι απλώς συνοδευτική της δράσης στην οθόνη, αλλά να "πηγαίνει μερικά ψυχολογικά στάδια πέρα" από αυτήν.[64] Τα μόνα πρωτότυπα κομμάτια του Γκουλντ ήταν μια πεντάλεπτη σύνθεση που αντιστοιχούσε σε μια σεκάνς της ταινίας, καθώς και η καντέντσα για τσέμπαλο, που χρησιμοποιήθηκε ως γέφυρα μεταξύ δυο κομματιών του Μπαχ.
Η, επίσης αντιπολεμική, ταινία Τhe Wars του Βρετανού Ρόμπιν Φίλιπς (Robin Phillips), βασιζόταν σε ένα έργο του Καναδού συγγραφέα Τίμοθι Φίντλεϊ (Timothy Findley), το οποίο ο Γκουλντ αγαπούσε πολύ. Γι' αυτό και αφοσιώθηκε με θέρμη στη μουσική επένδυση του φιλμ. Επέλεξε να διασκευάσει διάφορα γνωστά θέματα, προσθέτοντας και υλικό από δικές του ερμηνείες, καθώς και από ηχογραφήσεις που είχε ο ίδιος επιβλέψει. Αφιέρωσε πολλές ώρες στο στούντιο, κατά τη διαδικασία της μίξης και της επιμέλειας του τελικού αποτελέσματος, δίνοντας σημασία και στην πιο μικρή λεπτομέρεια.
Ως συνθέτης, ο Γκούλντ άφησε πίσω του ορισμένα έργα για πιάνο και μουσικής δωματίου, κατά κύριο λόγο, καθώς και αρκετές ανολοκλήρωτες συνθέσεις και σχέδια -μεταξύ των τελευταίων και μια όπερα. Το ύφος των συνθέσεών του ήταν εκλεκτικό και έδειχνε επιρροές αλλού από τον ύστερο ρομαντισμό και, αλλού, από το δωδεκαφθογγισμό του Σένμπεργκ ή τη μουσική του Μπραμς.[65] Κατά τη διάρκεια της ζωής του, δημοσιεύθηκε μονάχα ένα ολοκληρωμένο έργο του, το Κουαρτέτο Εγχόρδων (opus 1).[66]
Το ραδιόφωνο, που ήταν το "αγαπημένο μέσο" του Γκουλντ και κατά κάποιον τρόπο το δεύτερο "σπίτι του", χρησίμευσε, όχι μόνο ως βήμα για ερμηνείες μουσικών έργων και παραγωγή εκπομπών γύρω από τη μουσική, αλλά και ως κίνητρο για μια σειρά πρωτοποριακών, ιδιότυπων συνθέσεων που ονομάστηκαν "ραδιοφωνικά ντοκιμαντέρ". Χαρακτηριστικό δείγμα της δημιουργικής έκφρασης αυτού του τύπου υπήρξε η λεγόμενη Solitude Trilogy, με θέμα τον καναδικό "βορρά" και ιδίως το πρώτο μέρος της, το Τhe Idea of North, που μεταδόθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 1967.[67]. Τα "ραδιοφωνικά ντοκιμαντέρ" βασίζονταν σε ένα προηχογραφημένο υλικό από ανθρώπινες φωνές (συνεντεύξεις, αφηγήσεις κ.λπ.) που είχε συλλέξει ο Γκουλντ και, στη συνέχεια, το οργάνωνε στη βάση μουσικών όρων. Κατασκευάζε, έτσι, με την κατάλληλη επεξεργασία στο ραδιοφωνικό στούντιο ένα ηχητικό κολάζ, το οποίο ήταν ουσιαστικά μια μουσική σύνθεση, αφού οι αρχικές διηγήσεις και ο ανθρώπινος λόγος δε γίνονταν πλέον αντιληπτοί ως τέτοιοι, αλλά ως δομημένοι ήχοι που ακολουθούσαν τις αρχές της αντίστιξης.[68] Έτσι, αυτές οι ραδιοφωνικές δουλειές του Γκουλντ μπορούσαν, όπως έχει επισημανθεί, "να παραγάγουν μια καθαρά μουσική απόλαυση ακόμα και στον μη αγγλομαθή ακροατή", ο οποίος δε μπορούσε να κατανοήσει το "κείμενο" που βρισκόταν από πίσω.[66].
Ο Γκουλντ εμφανίστηκε όσο ζούσε ως ερμηνευτής, σχολιαστής, ξεναγός κ.λπ. σε αρκετές ταινίες που γυρίστηκαν ειδικά γι' αυτόν, ενώ η ζωή του υπήρξε το αντικείμενο του ενδιαφέροντος διαφόρων ντοκιμαντέρ.[69]
Ο Γκλεν Γκουλντ βραβεύτηκε και τιμήθηκε αρκετές φορές, στη διάρκεια της ζωής του αλλά και μετά θάνατον. Απέσπασε συνολικά πέντε Βραβεία Γκράμι. Το 1982, δυο Βραβεία (καλύτερης κλασικής ερμηνείας σολίστα και καλύτερου κλασικού άλμπουμ) για τις Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ (ηχογρ. 1981). Το 1983, Βραβείο (καλύτερης κλασικής ερμηνείας σολίστα) για τις Σονάτες για πιάνο αρ. 12 και 13 του Μπετόβεν.[36] Είχε προηγηθεί, το 1974, το μοναδικό Γκράμι που του απονεμήθηκε όσο ζούσε, όχι όμως ως μουσικού, αλλά ως συγγραφέα, για τη σύνταξη του κειμένου "Hindemith: will his time come? Again?" που ήταν τυπωμένο στο οπισθόφυλλο του δίσκου με τις σονάτες του συνθέτη.[70] Το 2013 του απονεμήθηκε το Βραβείο για το Σύνολο της Προσφοράς του, το οποίο παρέλαβε εκ μέρους του ο δημοσιογράφος και φίλος του Γκουλντ, Τιμ Πέιτζ.[71]
Το 1964 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Τορόντο. Το 1983 εισήλθε στον κατάλογο των μουσικών του Canadian Music Hall of Fame. Προς τιμήν του συστάθηκε το Ίδρυμα Γκλεν Γκουλντ (Glenn Gould Foundation), το οποίο έχει καθιερώσει την απονομή του Βραβείου Γκλεν Γκουλντ ανά τρία έτη, σε κάθε αυτόνομο μουσικό που έχει κερδίσει τη διεθνή αναγνώριση μέσα από τη συνεισφορά του στη μουσική.[72] [34] [19] Εξέδιδε, επιπλέον, από το 1995 έως το 2008 την περιοδική έκδοση Glenn Gould (κυκλοφόρησαν συνολικά 24 τεύχη) με πληροφορίες, αναλύσεις και μελέτες για τον Καναδό πιανίστα και το έργο του, αλλά και κείμενα του ίδιου του Γκουλντ.[73] Μετά το θάνατό του, πολλοί καλλιτέχνες, όπως συγγραφείς, χορογράφοι και γλύπτες, επηρεάστηκαν στο έργο τους από την προσωπικότητά του, ενώ συνθέτες του αφιέρωσαν έργα τους. Από τους τελευταίους ξεχωρίζει ο Ελληνο-Καναδός Χρήστος Χατζής (Christos Hatzis) με τη σύνθεση Τhe Go(u)ldberg Variations (1992).[36]
Μια ηχογράφηση του Γκούλντ, από το Καλοσυγκεραμένο Κλειδοκύμβαλο, συμπεριελήφθη από τη NASA στα αποσπάσμαστα μουσικής που ταξιδεύουν στο εξώτερο διάστημα, μαζί με τα υπόλοιπα τεκμήρια από τη ζωή στη Γη και τον ανθρώπινο πολιτισμό, πάνω στα διαστημόπλοια Βόγιατζερ.[74]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.