Γκουλάγκ
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η ονομασία Γκουλάγκ είναι το αρκτικόλεξο της σοβιετικής υπηρεσίας που επόπτευε τα «στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στην πρώην Ε.Σ.Σ.Δ., όπου εξορίζονταν οι πάσης φύσεως αντιφρονούντες πολιτικοί κρατούμενοι, ύποπτοι κ.λπ».[1]
Στην κυριολεξία γκούλαγκ δεν λέγονταν τα στρατόπεδα, αλλά η κρατική υπηρεσία (ρωσικά: ГУЛАГ)[2] που ήταν υπεύθυνη για τη διαχείρισή τους. Μία άλλη υπηρεσία, η Ντάλστροϊ, ήταν υπεύθυνη για την εμπορική εκμετάλλευση των προϊόντων που παρήγε η καταναγκαστική εργασία.
Τα στρατόπεδα της Γκούλαγκ έγιναν διαβόητα καθώς εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που κρατούνταν στις φυλακές αυτές εξαφανίζονταν και έχαναν κάθε επαφή με τις οικογένειες τους, βασανίζονταν και έμεναν φυλακισμένοι σε φρικώδεις συνθήκες διαβίωσης για χρόνια, συχνά χωρίς καν νόμιμες δικαστικές διαδικασίες. Στη Δύση έγιναν γνωστά το 1973 μέσω της δημοσίευσης του έργου Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ 1918-1956 του νομπελίστα συγγραφέα Αλεξάντρ Ισάγεβιτς Σολζενίτσιν.
Τα πρώτα στρατόπεδα ιδρύθηκαν το 1918[3] και νομιμοποιήθηκαν με την απόφαση "Για τη δημιουργία στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας" της 15 Απριλίου 1919. Το σύστημα αυτό εξαπλώθηκε γρήγορα, φτάνοντας σε πληθυσμό τις 100.000 στη δεκαετία του 1920, με πολύ υψηλή θνησιμότητα.[4]
Ο Λαβρέντι Μπέρια υπήρξε πρωτοστάτης αυτής της εξοντωτικής πρακτικής σε βάρος των αντιφρονούντων. Όντας επί Στάλιν αρχηγός της μυστικής υπηρεσίας NKVD, της προδρόμου της KGB, συνώστισε σε γκούλαγκ αντικαθεστωτικούς διαφόρων εθνικοτήτων οι οποίοι κατηγορούνταν για αντισοβιετική δράση. Τα περισσότερα έκλεισαν κατά την αποσταλινοποίηση.