Δίφθογγος
From Wikipedia, the free encyclopedia
Δίφθογγος , η, (θηλ.) ονομάζεται η ακολουθία δύο φωνηέντων που συμπροφέρονται σε μία συλλαβή με αποτέλεσμα το ένα από αυτά να λαμβάνει τον χαρακτήρα ημίφωνου. Διακρίνονται σε ανοικτές και κλειστές διφθόγγους: στις πρώτες το ημίφωνο εντοπίζεται στην έμβαση της συλλαβής (π.χ. ισπανικά, viaje ['bja.xe]) ενώ στις δεύτερες στην έξοδο (π.χ. ελληνικά: γάιδαρος ['ɣaj.ða.ɾos].[1] Διαφέρουν από τις μονοφθόγγους, τις τριφθόγγους (την ταυτόχρονη ένταξη στην ίδια συλλαβή τριών φωνηέντων: ισπανικά, Paraguay [pa.ɾa.'gwaj]) και τη χασμωδία (την προφορά δύο συνεγγών φωνηέντων σε διαφορετικές συλλαβές: φάει /'fa.i/). Στο ΔΦΑ οι δίφθογγοι ορίζονται είτε με την παρουσία του ημιφώνου είτε με το διακριτικό ⟨◌̯⟩ που ορίζει τη μη συλλαβικότητα.[2]