From Wikipedia, the free encyclopedia
Δημοκρατική οπισθοδρόμηση[2][3][4] είναι το φαινόμενο της σταδιακής πτώσης της ποιότητας μίας δημοκρατίας.[5] Αν δεν ελεγχθεί, η δημοκρατική οπισθοδρόμηση μπορεί να οδηγήσει ένα κράτος στον αυταρχισμό.[2] Το φαινόμενο αυτό συντελείται όταν το ίδιο το κράτος αρχίζει να αποδυναμώνει εσκεμμένα τους δημοκρατικούς του θεσμούς, όπως η ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας ή οι ελεύθερες και δίκαιες εκλογές.[6][7] Η Δημοκρατική οπισθοδρόμηση αποτελεί το αντίθετο του εκδημοκρατισμού.
Διάφοροι πολιτικοί επιστήμονες έχουν επισημάνει ότι μορφές απότομης και ριζοσπαστικής δημοκρατικής οπισθοδρόμησης, όπως τα πραξικοπήματα ή η εκτεταμένη εκλογική νοθεία έχουν μειωθεί έπειτα από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αλλά αντίθετα έχουν αυξηθεί οι πιο διακριτικές και σταδιακές μορφές δημοκρατικής οπισθοδρόμησης. Η τελευταία αυτή μορφή είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική διότι συνήθως «νομιμοποιείται» μέσω των ίδιων των δημοκρατικών θεσμών (πχ εκλογές) που οι πολίτες αναμένουν να προστατεύσουν τις δημοκρατικές αξίες.[8]
Το τρίτο κύμα εκδημοκρατισμού[9] που ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1970, μεταμόρφωσε και εκδημοκράτισε τις πολιτικές δομές σε μεγάλο μέρος του αναπτυσσόμενου κόσμου. Παρ 'όλα αυτά, οι διαδικασίες εκδημοκρατισμού δεν είναι γραμμικές, καθώς μόνο ένας σχετικά μικρός αριθμός χωρών αφού επιβάλουν μία αξιόλογη δημοκρατία έχουν κατορθώσει και να τη διατηρήσουν.[7] Έτσι, από το 2001, υπάρχουν περισσότερες δικτατορίες απ' ότι δημοκρατίες στον κόσμο και ως αποτέλεσμα, το «τρίτο κύμα εκδικτατορισμού» επιταχύνεται.[10] Επιπλέον, εκτός από τη μετάβαση στον αυταρχισμό, η δημοκρατική οπισθοδρόμηση μπορεί επίσης να οδηγήσει σε επαναστάσεις, σε υβριδικά καθεστώτα ή και σε ανελεύθερες δημοκρατίες.[11][12]
Κατά τη διάρκεια εθνικών ή και παγκόσμιων εν γένει κρίσεων, αναδύονται ιδιαίτεροι κίνδυνοι δημοκρατικής οπισθοδρόμησης. Πολλές φορές ηγέτες επιβάλλουν νόμους «κατάστασης έκτακτης ανάγκης» που περιορίζουν τις ελευθερίες των πολιτών και που είτε είναι δυσανάλογα αυταρχικοί σε σχέση με τη σοβαρότητα της κρίσης είτε παραμένουν στη θέση τους μετά τη βελτίωση της κατάστασης. [13]
Η δημοκρατική οπισθοδρόμηση συμβαίνει όταν παραβιάζονται βασικά θεμέλια της σύγχρονης δημοκρατίας. Κατά τη διάρκεια της δημοκρατικής οπισθοδρόμησης:[14][15]
Ο πολιτικός επιστήμονας Ρόμπερτ Μουγκάχ υποστήριξε στην εφημερίδα Foreign Policy ότι η Βραζιλία υφίσταται δημοκρατική οπισθοδρόμηση υπό τον Πρόεδρο Ζαΐρ Μπολσονάρο, σημειώνοντας τις επιθέσεις του Μπολσονάρο προς τη δικαιοσύνη και το εκλογικό σύστημα και τη συμμετοχή του σε αντιδημοκρατικές συγκεντρώσεις.[18] Ο Μπολσονάρο έχει χρησιμοποιήσει συχνά τον Ροντρίγκο Ντουτέρτε και τον Ντόναλντ Τραμπ ως πρότυπο για τις πολιτικές του σχετικά με τη Βραζιλία.[18]
Από το 2010, η Ουγγαρία υπό τον Βίκτορ Ορμπάν και το υπερσυντηρητικό του κόμμα Φιντές περιγράφεται ως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα δημοκρατικής οπισθοδρόμησης.[19][20][21][22] Όπως και στην Πολωνία, έτσι και εδώ η εκτελεστική και η νομοθετική εξουσία παρεμβαίνουν στο έργο της δικαιοσύνης, απειλώντας έτσι την ανεξαρτησία της.[23] Το 2012, η Εθνοσυνέλευση μείωσε απότομα την ηλικία συνταξιοδότησης των δικαστών από 70 σε 62, αναγκάζοντας 57 έμπειρους ηγέτες δικαστηρίων (συμπεριλαμβανομένου του προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου) να συνταξιοδοτηθούν. [24] Αφού το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι αυτή η απόφαση αυτή παραβίαζε τη νομοθεσία της Ε.Ε. σχετικά με την ισότητα στο χώρο της απασχόλησης, η κυβέρνηση κατάργησε τον νόμο και αποζημίωσε τους δικαστές, αλλά δεν επανέφερε αυτούς που αναγκάστηκαν να συνταξιοδοτηθούν.[23][25][26][27] Η δικαστική μεταρρύθμιση του 2012 συγκεντρώθηκε επίσης στη διοίκηση των δικαστηρίων στο πλαίσιο της νεοσύστατης Εθνικής Δικαστικής Υπηρεσίας, με επικεφαλής την Τούντε Χαντό (δικηγόρος που είναι παντρεμένη με εξέχον μέλος του κόμματος Φιντές).[23][24] Υπό τη Χαντό, η Εθνική Δικαστική Υπηρεσία αποδυνάμωσε επίσης τους θεσμούς της δικαστικής αυτοδιοίκησης, προκαλώντας αυτό που η Ευρωπαϊκή Ένωση Δικαστών και η Διεθνής Αμνηστία περιγράφουν ως «συνταγματική κρίση».[28] Οι Ούγγροι δικαστές που πήραν συνέντευξη από τη Διεθνή Αμνηστία εξέφρασαν επίσης ανησυχίες τους σχετικά επιθέσεις που δέχονται διάφοροι δικαστές τόσο από πολιτικούς, όσο και από μέσα ενημέρωσης. Η ουγγρική κυβέρνηση πάντως απέρριψε την κριτική που δέχεται σχετικά με θέματα δημοκρατίας.[29][30]
Η έκθεση του οργανισμού Freedom House για το 2020 αναφέρει ότι η κυβέρνηση του Ορμπάν στην Ουγγαρία έχει εγκαταλείψει κάθε προσποίηση σεβασμού των δημοκρατικών θεσμών.[31][32] Ένα άρθρο του 2018 που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Δημοκρατίας περιέγραψε επίσης την Ουγγαρία ως υβριδικό καθεστώς. [33] Πρόσφατα, η Ουγγαρία υποχώρησε κατά την άποψή της και σχετικά με τα δικαιώματα των ΛΟΑΤ στην Ουγγαρία, δημιουργώντας ένα νομοσχέδιο που κατηγορείται ότι δημιουργεί διακρίσεις εις βάρος των ΛΟΑΤ ατόμων.[34]
Στην Πολωνία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δήλωσε τον Δεκέμβριο του 2017 ότι στη διάρκεια των δύο προηγούμενων ετών, ο το Πολωνικό κοινοβούλιο είχε εγκρίνει «13 νόμους που επηρεάζουν ολόκληρη τη δομή του δικαστικού συστήματος στην Πολωνία» με το «κοινό μοτίβο [ότι] η εκτελεστική και νομοθετική εξουσία [αποκτούσαν] τη δυνατότητα συστηματικής παρέμβασης πολιτικά στη σύνθεση, τις εξουσίες, τη διοίκηση και τη λειτουργία του δικαστικού κλάδου». Τον Φεβρουάριο του 2020, η Βιέρα Γιούροβα, Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις Αξίες και τη Διαφάνεια, ανέφερε ότι η μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος της Πολωνίας στοχοποιούσε δικαστές που δεν πειθαρχούσαν στις υποδείξεις της κυβέρνησης. Αυτό δεν είναι μεταρρύθμιση, είναι καταστροφή».[35] Στα τέλη Σεπτεμβρίου 2020, 38 Ευρωπαίοι και άλλοι καθηγητές Νομικής κάλεσαν την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να αναλάβει δράση για την Πολωνία, δηλώνοντας:
Οι πολωνικές αρχές συνεχίζουν να κατηγορούν, να παρενοχλούν και να εκφοβίζουν δικαστές και εισαγγελείς που επιδιώκουν να υπερασπιστούν το κράτος δικαίου. Επιπλέον, οι πολωνικές αρχές εξακολουθούν να αψηφούν ανοιχτά την εξουσία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αρνούμενοι να ακολουθήσουν τις αποφάσεις του. ... οι δικαστές που προσπαθούν να εφαρμόσουν το δίκαιο της Ε.Ε. απειλούνται και τιμωρούνται, ενώ όσοι παραβιάζουν το δίκαιο της Ε.Ε. επιβραβεύονται... Το κράτος δικαίου στην Πολωνία δεν δέχεται απλώς επίθεση. Καταστρέφεται σε κοινή θέα.
Πολλοί θεωρούν ότι το Χονγκ Κονγκ βιώνει μία μεγάλη δημοκρατική οπισθοδρόμηση έπειτα από τις διαδηλώσεις του 2019-2020 και υπό την κυβέρνηση της Κάρι Λαμ. Τον Ιούνιο του 2020 η κυβέρνηση της Κίνας επέβαλε στην περιοχή έναν αυστηρότατο «Νόμο Εθνικής Ασφάλειας» ο οποίος περιορίζει την ελευθερία της έκφρασης. Συγκεκριμένα, ο νόμος ποινικοποιεί κάθε πράξη «απόσχισης, προσπάθειας ανατροπής, τρομοκρατίας και σύμπραξης με ξένες δυνάμεις».[36] Με βάση τον νόμο αυτόν έχουν συλληφθεί δεκάδες φιλοδημοκρατικοί ακτιβιστές στο Χονγκ Κονγκ, εξαλείφοντας ουσιαστικά κάθε αντιπολιτευόμενη φωνή.[37] Η Διεθνής Αμνηστία αναφέρει ότι ο Νόμος δημιουργεί μία «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης για τα ανθρώπινα δικαιώματα» στην περιοχή, αφού επηρεάζει κάθε πτυχή της ζωής των πολιτών.[38] Ο Νόμος έχει δημιουργήσει στην πόλη το φαινόμενο του παγώματος του λόγου και της αυτολογοκρισίας, με πολλά αντιπολιτευόμενα κόμματα και οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων να κλείνουν.[39]
Επιπλέον, τον Μάρτιο του 2021, εισήχθη ένας νέος εκλογικός νόμος που θεωρήθηκε ευρέως αντιδημοκρατικός. Ο νέος νόμος μείωνε τον αριθμό των βουλευτών που εκλέγονται άμεσα από τον λαό στη βουλή. Συγκεκριμένα από τις 90 συνολικά έδρες του Νομοθετικού Συμβουλίου, μόνο 20 θα εκλέγονται άμεσα, ενώ οι υπόλοιπες έδρες εκλέγονται έμμεσα από κλειστές ομάδες που γενικά υποστηρίζουν το Πεκίνο.[40]
Παρόλο που η Ινδία γενικά θεωρείται ως «η μεγαλύτερη δημοκρατία του κόσμου», τα τελευταία χρόνια υπό την πρωθυπουργία του Νερέντρα Μόντι και του εθνικιστικού ινδουιστικού κόμματος Μπαρατίγια Τζανάτα, πολλοί θεωρούν ότι πραγματοποιείται μία δημοκρατική οπισθοδρόμηση. Διάφοροι νόμοι που υιοθέτησε το κυβερνών κόμμα, θεωρείται ότι παραβιάζουν την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.[15] Ακόμα, η κυβέρνησή του θεωρείται ότι στοχοποιεί διάφορες μειονότητες και κυρίως τους Μουσουλμάνους της Ινδίας. Το 2019 μία νέα νομοθεσία που ψηφίστηκε για την πολιτογράφηση προέβλεπε ότι τα άτομα που ήθελαν να γίνουν Ινδοί πολίτες θα έπρεπε να υποβάλλονταν πρώτα σε ένα «τεστ θρησκείας». Αυτό πιστεύεται ότι στοχοποιεί ιδιαίτερα τους 200 εκατομμύρια Μουσουλμάνους της Ινδίας, οι οποίοι θα μπορούσαν να χάσουν την ιθαγένειά τους και να γίνουν απάτριδες.[15][41][42]
Υπό τη διακυβέρνηση του Προέδρου Ροντρίγκο Ντουτέρτε, οι Φιλιππίνες βιώνουν δημοκρατική οπισθοδρόμηση.[43]
Ο Ντέιβιντ Τίμπερμαν του Carnegie Endowment for International Peace υποστηρίζει ότι η κυβέρνηση Ντουτέρτε εκφοβίζει τους πολιτικούς αντιπάλους του, τους δημοκρατικούς θεσμούς και τα ανεξάρτητα ΜΜΕ. Παράλληλα, οι αυξημένες εξωδικαστικές δολοφονίες κατα τη διάρκεια της διακυβέρνησης του, και οι προτάσεις του για εφαρμογή στρατιωτικού νόμου συνιστούν κατάφωρη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.[44] Ο Ντουτέρτε ισχυρίστηκε ότι έβλεπε στον Βλαντιμίρ Πούτιν και τον Ντόναλντ Τραμπ ως πρότυπο για να κάνει πιο δημοκρατική οπισθοδρόμηση. [44]
Η Τουρκία υπό τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει γνωρίσει δημοκρατική οπισθοδρόμηση.[45][46][47][48] Ο μελετητής Οζάν Βάρολ αναφέρει ότι ο Ερντογάν υιοθέτησε μια μορφή «κρυφού αυταρχισμού» που αύξησε σταδιακά την πίεση στους δημοκρατικούς θεσμούς και τελικά, με την πάροδο του χρόνου κατέληξε στον αυταρχισμό.[15] Αν και ο Ερντογάν θεωρήθηκε αρχικά ως ένας μεγάλος μεταρρυθμιστής, η τουρκική κυβέρνηση άλλαξε απότομα τη φιλελεύθερη πολιτική της, όταν κατέστειλε βίαια τις διαδηλώσεις στο πάρκο Γκεζί τον Μάιο του 2013.[15] Οι αυξανόμενοι περιορισμοί στην ελευθερία του Τύπου, την ελευθερία της έκφρασης και την ελευθερία του συνέρχεσθαι συνέπεσαν με την προσπάθεια του Ερντογάν να απομακρύνει όλες τις φιλελεύθερες και δημοκρατικές προσωπικότητες από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης.[49] Ένα συνταγματικό δημοψήφισμα τον Οκτώβριο του 2007 άλλαξε τη μέθοδο επιλογής του προέδρου από εκλογή από το Κοινοβούλιο σε άμεση εκλογή, σηματοδοτώντας τη μετάβαση από το κοινοβουλευτικό στο προεδρικό σύστημα -κάτι που σημαίνει μεγαλύτερη ισχύς της εκτελεστικής εξουσίας, και λιγότερος έλεγχος της εκτελεστικής από τη νομοθετική εξουσία.[49] Έτσι Ο Ερντογάν εδραίωσε την εξουσία του μέσω της εκλογής του ως πρόεδρος το 2014. [49] Μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος το 2016, ο Ερντογάν κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και διέταξε μια σειρά από εκκαθαρίσεις του στρατού και όχι μόνο που στόχευαν την κοινωνία των πολιτών και τους πολιτικούς του αντιπάλους. Ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, αστυνομικοί, δικαστές εισαγγελείς και ακαδημαϊκοί. Οι εκκαθαρίσεις αυτές διέλυσαν το κράτος δικαίου στην Τουρκία.[49] Ένα δεύτερο συνταγματικό δημοψήφισμα του 2017 υιοθέτησε επίσημα ένα προεδρικό σύστημα και πρόσθεσε περαιτέρω δύναμη στην εκτελεστική εξουσία.[49][50] Στην ετήσια έκθεσή του για το 2018, το Freedom House χαρακτήρισε την Τουρκία ως «μη ελεύθερη».[49] Μια έκθεση του 2019 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή χαρακτήρισε τα γεγονότα στην Τουρκία ως «σοβαρή οπισθοδρόμηση» σε τομείς των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του κράτους δικαίου και της οικονομικής πολιτικής.[51]
Μια άλλη άποψη υποστηρίζει ότι η Τουρκία δεν είχε ποτέ αξιόλογη δημοκρατία για να υπάρξει δημοκρατική οπισθοδρόμηση.[52][53]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.