Εθνική γλώσσα
From Wikipedia, the free encyclopedia
Εθνική γλώσσα είναι μία γλώσσα (ή μια παραλλαγή γλώσσας, π.χ. διάλεκτος) που έχει κάποια σχέση - de facto ή de jure - με ένα έθνος. Δεν υπάρχει μεγάλη συνοχή στη χρήση αυτού του όρου. Μία ή περισσότερες γλώσσες που ομιλούνται ως πρώτες γλώσσες στο έδαφος μιας χώρας μπορούν να αναφέρονται ανεπίσημα ή να ορίζονται στη νομοθεσία ως εθνικές γλώσσες της χώρας. Εθνικές γλώσσες αναφέρονται σε περισσότερα από 150 συντάγματα παγκοσμίως. [1]
Ο Κόνραντ Μπραν, αναφερόμενος συγκεκριμένα στην Ινδία, υποδηλώνει ότι υπάρχουν "τέσσερις αρκετά διακριτικές έννοιες" για την εθνική γλώσσα σε μια πολιτεία: [2]
- "Εδαφική γλώσσα" συγκεκριμένων ανθρώπων
- "Περιφερειακή γλώσσα"
- "Κοινή γλώσσα ή κοινοτική γλώσσα"
- "Κεντρική γλώσσα" που χρησιμοποιείται από την κυβέρνηση και ίσως έχει συμβολική αξία.
Στην τελευταία δίνεται συνήθως ο τίτλος της επίσημης γλώσσας. Σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. Φιλιππίνες), αρκετές γλώσσες ορίζονται ως επίσημες και μία εθνική γλώσσα ορίζεται ξεχωριστά.