Επίπεδο σακχάρου στο αίμα
From Wikipedia, the free encyclopedia
Το επίπεδο σακχάρου στο αίμα, ή συγκέντρωση σακχάρου στο αίμα ή επίπεδο γλυκόζης στο αίμα είναι η ποσότητα γλυκόζης που υπάρχει στο αίμα ανθρώπων και ζώων (συντομογραφία bG από το αγγλικό "blood Glucose"). Η γλυκόζη είναι η απλή ζάχαρη (μονοσακχαρίτης) και αποτελεί την πρωταρχική πηγή ενέργειας για τους ιστούς του σώματος. Προσλαμβάνεται από την τροφή και μπαίνει στην κυκλοφορία του αίματος κατά τη διαδικασία της πέψης στο έντερο. Κατά τη διαδικασία της πέψης η ποσότητα της γλυκόζης στο αίμα αυξάνεται σε ανεπιθύμητα για τον οργανισμό επίπεδα. Σε αυτό το στάδιο επεμβαίνει η λειτουργία της μεταβολικής ομοιόστασης[Σημ 1] για να αποθηκεύσει τη γλυκόζη, που δεν χρησιμοποιείται άμεσα, στο ήπαρ και στους σκελετικούς μύες έτσι ώστε να κατεβάσει τα επίπεδα σε επιθυμητά για τον οργανισμό επίπεδα. Σε κατάσταση νηστείας ή έντονης άσκησης, η τόσο απαραίτητη για την λειτουργία των ιστών γλυκόζη, πέφτει σε ανεπιθύμητα χαμηλά επίπεδα. Η έλλειψη της ενέργειας που περιέχει μπορεί να σκοτώσει τους ιστούς και σαν επακόλουθο τον ίδιο τον οργανισμό. Πάλι επεμβαίνει η μεταβολική ομοιόσταση, για την αντίστροφη διαδικασία, την απελευθέρωση γλυκόζης από εκεί που προηγουμένως αποθήκευσε. Αυτή η διαδικασία ρυθμίζει το επίπεδο της γλυκόζης στο αίμα σε συγκεκριμένα όρια που να μην είναι βλαβερά για τον οργανισμό. Τα επιθυμητά επίπεδα για το ανθρώπινο σώμα, αλλά και με μικροδιαφορές από άτομο σε άτομο, κυμαίνονται μεταξύ 72 και 110 mg ανά 100 ml (dl) αίματος. Μετά τη λήψη τροφής το επίπεδο γλυκόζης μπορεί να αυξηθεί πάνω από τα 110mg αλλά σε δύο με τρεις ώρες επανέρχεται στα όρια του με την αποθήκευση της γλυκόζης. Σταθερά χαμηλά ή υψηλά επίπεδα είναι ένδειξη πάθησης. Συχνή πάθηση στις μέρες μας είναι ο σακχαρώδης διαβήτης που χαρακτηρίζεται από υψηλά επίπεδα γλυκόζης. Τα όρια μπορεί να είναι διαφορετικά σε ειδικές περιπτώσεις, όπως κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης, γιαυτό πάντα πρέπει να υπάρχει καθοδήγηση από τον γιατρό.[1][2][3]