Ύστερα από απανωτές εκλογές και λόγω της αδυναμίας να σχηματιστεί κυβέρνηση, στις 30 Ιανουαρίου 1933 ,ο Χίτλερ διορίστηκε από τον πρόεδρο του Ράιχ , Πάουλ φον Χίντενμπουργκ και με την μεσολάβηση του πρώην πρωθυπουργού Φραντς φον Πάπεν ως αρχηγός (καγκελάριος) μιας κυβερνήσεως συνεργασίας μεταξύ του Ναζιστικού κόμματος και εθνικοσυντηρητικών δυνάμεων (του Γερμανικού Εθνικού Λαϊκού Κόμματος και της παραστρατιωτικής οργάνωσης «Στάλχελμ»), ενώ στο υπουργικό συμβούλιο εκτός από τον Χίτλερ υπήρχαν μόνο δυο άλλοι Ναζί, ο Βίλχελμ Φρικ ως υπουργός εσωτερικών και ο Χέρμαν Γκαίρινγκ ως υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου. Ο φον Πάπεν έγινε αντικαγκελάριος, ενώ τα περισσότερα χαρτοφυλάκια κατελήφθησαν από συντηρητικούς πολιτικούς ή μη πολιτικούς τεχνοκράτες.[1]
Ήδη από τις 4 Φεβρουαρίου, το «Διάταγμα για την ασφάλεια του Γερμανικού Λαού», περιόριζε την ελευθερία του Τύπου και την ελευθερία της συνάθροισης, ενώ ο Βίλχελμ Φρικ αποκτούσε έκτακτες αρμοδιότητες. Μετά τον Εμπρησμό του Ράιχσταγκ στις 27 Φεβρουαρίου, το «Διάταγμα για την προστασία του Λαού και του Κράτους» (ευρύτερα γνωστό ως «Διάταγμα περί του Εμπρησμού του Ράιχσταγκ») στις 28 Φεβρουαρίου αποτέλεσε σύμφωνα με τον πολιτειολόγο Έρνστ Φραίνκελ«την συντακτική πράξη του Τρίτου Ράιχ», καθώς περιόρισε τις διατάξεις του συντάγματος που εγγυόντουσαν θεμελιώδη πολιτικά και δημοκρατικά δικαιώματα, την αυτονομία των γερμανικών κρατιδίων, το ταχυδρομικό απόρρητο, κ.ά., ανοίγοντας τον δρόμο στην «Ευθυγράμμιση» (Gleichschaltung) του κράτους και όλων των δημοσίων οργανώσεων με το καθεστώς.
Ενόψει των εκλογών της 5ης Μαρτίου, οι Ναζί εξαπέλυσαν κύμα διώξεων κατά των πολιτικών αντιπάλων τους ιδίως της Αριστεράς: το «Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας» τέθηκε πρακτικά εκτός νόμου, ενώ το άλλοτε πανίσχυρο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας περιθωριοποιήθηκε και πολλά στελέχη του συνελήφθησαν.
Παρά το κλίμα βίας και εκφοβισμού, και το μονοπώλιο της προπαγάνδας με όλα τα μέσα του κρατικού μηχανισμού στη διάθεσή τους, στις εκλογές οι Ναζί απέτυχαν να καταλάβουν την απόλυτη αυτοδυναμία, λαμβάνοντας το 43.9% των ψήφων, ενώ τα αντικαθεστωτικά κόμματα (Κομμουνιστές και Σοσιαλδημοκράτες) έλαβαν σχεδόν το 31% των ψήφων. Με την βοήθεια των άλλων δεξιών κομμάτων, και δια της ακύρωσης της εκλογής όλων των κομμουνιστών βουλευτών, οι Ναζί πέτυχαν να αποκτήσουν την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών.
Στις 24 Μαρτίου1933, το Ράιχσταγκ, με την ψήφο και του μετριοπαθούς κόμματος του Κέντρου, ουσιαστικά αυτοκαταργήθηκε με την υπερψήφιση της «Πράξης Εξουσιοδότησης» (Ermächtigungsgesetz) που παρέδιδε την νομοθετική εξουσία στην κυβέρνηση. [2]
Η διαδικασία εγκαθίδρυσης της μονοκρατορίας του ναζιστικού κόμματος, και του Χίτλερ προσωπικά, ολοκληρώθηκε στις 2 Αυγούστου1934 με τον θάνατο του προέδρου του Ράιχ, στρατάρχη Πάουλ φον Χίντενμπουργκ, οπότε ο Χίτλερ ανέλαβε και ως αρχηγός του κράτους ως «Φύρερ και Καγκελάριος του Ράιχ».
8 Αυγούστου1920: Επίσημη ημερομηνία ίδρυσης του «Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού κόμμματος» ,ευρύτερα γνωστού ως Ναζιστικό Κόμμα
31 Δεκεμβρίου1920: Το «Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα» μετρά 2.000 εγγεγραμμένα μέλη [3]. Το Κόμμα αποκτά την εφημερίδα "Völkischer Beobachter", η οποία καθίσταται επίσημο όργανό του.
12 Νοεμβρίου1923: Συλλαμβάνεται ο Αδόλφος Χίτλερ, το «Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα» τίθεται εκτός νόμου ενώ η εφημερίδα του κόμμματος, «Λαϊκός Παρατηρητής», κατάσχεται και απαγορεύεται η περαιτέρω έκδοσή της.[4]
7 Δεκεμβρίου1924: Το παράνομο τότε «Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα» δημιουργεί πρόχειρα ένα πολιτικό σχηματισμό και παίρνει μέρος στις γερμανικές ομοσπονδιακές εκλογές, σε συνεργασία με το «Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα Ελευθερίας» ("German Völkisch Freedom Party") του Έριχ Λούντεντορφ. Η κίνηση ονομάζεται «Εθνικοσοσιαλιστικό Κίνημα Ελευθερίας» ("National Socialist Freedom Movement") και την ημέρα των εκλογών - 7 Δεκεμβρίου - δεν αποσπά παρά μόνο το 3% και 14 έδρες στο Γερμανικό κοινοβούλιο σε σύνολο 493
16 Φεβρουαρίου1925: Ο Αδόλφος Χίτλερ πείθει τις Αρχές της Βαυαρίας να άρουν την απαγόρευση λειτουργίας του κόμμματος και έτσι το «Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα» ξανα-συστήνεται, στις 26 Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνο
9 Νοεμβρίου1925: Επίσημη ημερομηνία ίδρυσης των SS, την επέτειο του δεύτερου χρόνου από το «Πραξικόπημα της Μπιραρίας», σαν ένοπλο σώμα σωματοφυλακής του Χίτλερ.
20 Μαΐου1928: Στις ομοσπονδιακές εκλογές που διεξήχθησαν εκείνη την ημέρα, το «Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα» λαμβάνει ποσοστό 2,6% και 12 έδρες σε σύνολο 491
22 Δεκεμβρίου1929: Διενεργείται δημοψήφισμα υπέρ του οποίου συμμετείχε και το «Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα». Αν και το δημοψήφισμα δεν είχε επιτυχία ωστόσο έδωσε δημοσιότητα στον Αδόλφο Χίτλερ και το κόμμα του
13 Μαρτίου και 10 Απριλίου1932: Διενεργούνται προεδρικές εκλογές σε δύο γύρους. Ο Αδόλφος Χίτλερ θέτει υποψηφιότητα για Πρόεδρος της Γερμανίας. Κερδίζει το 36.8% των Γερμανών ψηφοφόρων αλλά ο ήδη πρόεδρος Πάουλ φον Χίντενμπουργκ εκλέγεται και πάλι
Μάρτιος1932: Το «Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμμα» καταγράφει 800.000 εγγεγραμένα μέλη
29 Μαΐου1932: Ο Χίντενμπουργκ αναγκάζει σε παραίτηση τον πρωθυπουργό του Χάινριχ Μπρύνινγκ και τον αντικαθιστά με τον Φραντς φον Πάπεν, πολιτικό φιλικά προσκείμενο στους Εθνικοσοσιαλιστές
13 Απριλίου1932: Με βάση διάταγμα του υπουργού Άμυνας, Βίλχελμ Γκρένερ (Wilhelm Groener), απαγορεύεται οποιαδήποτε δραστηριότητα των SA και SS, καθώς καθίστανται εκτός νόμου, εξαιτίας των τρομοκρατικών ενεργειών τους και των ένοπλων συγκρούσεων με τους κομμουνιστές[5]
31 Ιουλίου1932: Οι ομοσπονδιακές εκλογές εκείνης της ημέρας έκαναν το κόμμα του Αδόλφου Χίτλερ, πρώτο κόμμα στο Γερμανικό κοινοβούλιο, με ποσοστό 37.27% και 230 έδρες σε σύνολο 608. Ωστόσο, δεν πήρε το απαραίτητο ποσοστό (305 έδρες) για την δημιουργία κυβέρνησης, ούτε κατάφερε να συνασπιστεί με άλλα κόμματα του κοινοβούλιου έτσι η χώρα οδηγήθηκε σε επαναληπτικές εκλογές.
6 Νοεμβρίου1932: Διεξάγονται οι επαναληπτικές εκλογές. Το «Εθνικοσιαλιστικό κόμμμα» καταλαμβάνει και πάλι την πρώτη θέση αλλά με λιγότερες ψήφους - ποσοστό 33.09% και 196 έδρες σε σύνολο 584. Οι εκλογές δεν δίνουν την λύση στην κυβερνητική κρίση. Ο Φον Πάπεν συνεχίζει να κυβερνά με μόνη νομιμοποίηση τα διατάγματα που εκδίδει ο πρόεδρος της χώρας
17 Νοεμβρίου1932: Ο φον Πάπεν παραιτείται από την πρωθυπουργία καθώς αποτυγχάνει να πάρει την ψήφο εμπιστοσύνης που είχε ζητήσει από το κοινοβούλιο
30 Ιανουαρίου1933: Ο Χίντενμπουργκ διορίζει -εν τέλει- τον Αδόλφο Χίτλερ καγκελάριο του Ράιχ αφού τo «Εθνικοσοσιαλιστικό» και το «Γερμανικό Λαϊκό Εργατικό κόμμα» δέχονται να συνεργαστούν. Σε αυτό το σχήμα ο Φον Πάπεν διορίζεται αντιπρόεδρος ενώ ο Χούγκενμπεργκ (του «Γερμανικού Λαϊκού Εργατικού κόμματος») γίνεται Υπουργός Οικονομικών.[6]
28 Φεβρουαρίου1933: Ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ την προηγούμενη ημέρα - δίνει την αφορμή στον Χίτλερ να περιστείλει τις ατομικές ελευθερίες, αναγκάζοντας τον Χίντενμπουργκ να εκδώσει και να υπογράψει το διάταγμα του αρχηγού του Ράιχ «για την προστασία του λαού και του κράτους» ("Verordnung des Reichspräsidenten zum Schutz von Volk und Staat"). Με αυτό το διάταγμα περιορίζονταν οι ελευθερίες έκφρασης, η ελευθερία του Τύπου και του «συνέρχεσθαι»
5 Μαρτίου1933: Διενεργούνται γενικές εκλογές προκειμένου ο Χίτλερ να νομιμοποιήσει και με την εντολή του λαού, την εξουσία του. Το κόμμα του έρχεται και πάλι πρώτο, με 43.9% και 288 έδρες σε σύνολο 647.
23 Μαρτίου1933: Ο Χίτλερ καταφέρνει να πείσει την πλειοψηφία των βουλευτών να του παραχωρήσουν - προσωρινά - την δυνατότητα να νομοθετεί χωρίς οι νόμοι να επικυρώνονται από το κοινοβούλιο. Έτσι, εκδίδεται η «Πράξη Εξουσιοδότησης» (Ermächtigungsgesetz) που θα επιτρέψει στον Χίτλερ να κυβερνήσει δικτατορικά. Η «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» είναι παρελθόν.