Μαρία Κάλλας
Ελληνίδα υψίφωνος / From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Μαρία Κάλλας (γεννημένη Sophie Cecelia Kalos, βαπτισμένη Maria Anna Cecilia Sofia Kalogeropoulos, 2 Δεκεμβρίου 1923, Νέα Υόρκη – 16 Σεπτεμβρίου 1977, Παρίσι) ήταν κορυφαία Ελληνίδα υψίφωνος του 20ού αιώνα. Η φωνητική τέχνη της και οι ιδιάζουσες υποκριτικές της ικανότητες επαινέθηκαν από πλήθος κριτικών, ενώ το οπερατικό κοινό τής χάρισε το προσωνύμιο La Divina («Η Θεϊκή»).[14] Το εξαιρετικά εκτενές ρεπερτόριό της περιελάμβανε μελοδράματα του Βάγκνερ, έργα της κλασικής όπερα σέρια, όπερες μπελ κάντο των Ντονιτσέτι, Μπελίνι και Ροσίνι και πιο σύγχρονα οπερατικά έργα των Βέρντι και Πουτσίνι. Η σταδιοδρομία της συνέπεσε με την ανάπτυξη των τεχνολογιών καταγραφής και αναπαραγωγής του ήχου μετά το 1940 και η μονωδός κατέστη μία εκ των πρώτων τραγουδιστών των οποίων η φωνή διαδόθηκε μαζικά μέσω ηχογραφήσεων.
Μαρία Κάλλας | |
---|---|
Η Μαρία Κάλλας το 1958. | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Maria Callas (Αγγλικά) και Μαρία Κάλλας (Ελληνικά) |
Γέννηση | 2 Δεκεμβρίου 1923[1][2][3] Νοσοκομείο Φλάουερ Νέα Υόρκη[4] |
Θάνατος | 16 Σεπτεμβρίου 1977 (53 ετών) 16ο δημοτικό διαμέρισμα του Παρισιού[5] |
Αιτία θανάτου | έμφραγμα του μυοκαρδίου |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια |
Τόπος ταφής | Αποτεφρώθηκε (η τέφρα της διασκορπίστηκε στο Αιγαίο Πέλαγος) |
Κατοικία | Νέα Υόρκη (1923–1937) Αθήνα (1937–1945)[6] Σιρμιόνε[7] Παρίσι (1961–1977)[8] Ιταλία (1947–1959)[9] |
Εθνικότητα | Έλληνες[6] |
Χώρα πολιτογράφησης | Ελλάδα Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (έως 1966) |
Σπουδές | Ωδείο Αθηνών και Εκπαιδευτικό Κέντρο Τζορτζ Ουάσινγκτον |
Ιδιότητα | μονωδός, τραγουδιστής[10] και ηθοποιός[11] |
Σύζυγος | Τζοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι (1949–1959)[12] |
Όργανα | φωνή |
Είδος τέχνης | όπερα |
Βραβεύσεις | Βραβείο Grammy Συνολικής Προσφοράς (2007), αστέρι στη Λεωφόρο της Δόξας του Χόλιγουντ[13] και Ταξιάρχης του Τάγματος της Αξίας της Ιταλικής Δημοκρατίας |
Ιστοσελίδα | Επίσημος ιστότοπος |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα (π • σ • ε ) |
Γεννήθηκε στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης από Έλληνες μετανάστες στην Αμερική. Έλαβε τη μουσική της εκπαίδευση στην Ελλάδα σε ηλικία δεκατριών ετών. Τα πρώτα πέντε έτη της επαγγελματικής της πορείας εκτυλίχθηκαν στην Ελλάδα κατά την περίοδο της Κατοχής, ωστόσο η Κάλλας εδραιώθηκε στο διεθνές οπερατικό στερέωμα στην Ιταλία, όπου γνώρισε τον μέντορά της, μαέστρο Τούλιο Σεραφίν και τον πρώτο της σύζυγο, Τζοβάννι Μπατίστα Μενεγκίνι. Συνέδεσε το όνομά της με τις διασημότερες λυρικές σκηνές της Ευρώπης και της Αμερικής και πρωταγωνίστησε στην πρώτη παραγωγή όπερας στο αρχαίο θέατρο Επιδαύρου. Εν συνόλω, ερμήνευσε 47 πλήρεις οπερατικούς ρόλους, πρωταγωνιστώντας σε αρκετές αναβιώσεις οπερατικών έργων και αναζωπυρώνοντας το ενδιαφέρον για αυτά, με αποτέλεσμα την πάγια ένταξή τους στο σύγχρονο ρεπερτόριο της όπερας.
Ερμήνευσε τον τελευταίο της πλήρη οπερατικό ρόλο επί σκηνής το 1965. Στο επακόλουθο οκταετές διάλειμμά της από το τραγούδι, ασχολήθηκε άπαξ με την οπερατική σκηνοθεσία, πρωταγωνίστησε ως Μήδεια στην ομώνυμη ταινία του Πιερ Πάολο Παζολίνι και παρέδωσε ειδικά μαθήματα οπερατικής τέχνης στη Σχολή Τζούλιαρντ. Επανήλθε ως μονωδός το 1973, συμπρωταγωνιστώντας με τον επί σειρά ετών συνεργάτη της Τζουζέπε Ντι Στέφανο σε μια αμφιλεγόμενης επιτυχίας παγκόσμια περιοδεία που ολοκληρώθηκε στο Σαππόρο της Ιαπωνίας ένα έτος αργότερα. Έκτοτε δεν τραγούδησε ξανά, συν τοις άλλοις εξαιτίας μιας σειράς προβλημάτων που αντιμετώπιζε η φωνή της, ενώ περιόρισε και τις κοσμικές εμφανίσεις της, ζώντας σε σχετική απομόνωση στο Παρίσι. Πέθανε εκεί στις 16 Σεπτεμβρίου 1977, από έμφραγμα του μυοκαρδίου· αποτεφρώθηκε και οι στάχτες της διασκορπίστηκαν στο Αιγαίο Πέλαγος.
Κατά τη διάρκεια της ζωής της, έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό κυρίως μέσα από τις αναφορές του τύπου στα αμφιλεγόμενα γεγονότα της επαγγελματικής της συμπεριφοράς και της προσωπικής της ζωής, όπως η σχέση της με τον Έλληνα εφοπλιστή Αριστοτέλη Ωνάση. Ωστόσο, η καλλιτεχνική της πορεία αποτελεί τη βασική υστεροφημία της· δεκάδες χρόνια μετά τον θάνατο της, παραμένει πρότυπο «απόλυτης πριμαντόνας» (prima donna assoluta) και συνιστά μία εκ των πλέον εμπορικώς επιτυχημένων καλλιτεχνών της όπερας.[15] Ενέπνευσε πλήθος μεταγενέστερων μονωδών, αλλά και αρκετούς μη-οπερατικούς καλλιτέχνες, ενώ συνιστά τη θεματική βάση πλειάδας επιτυχημένων θεατρικών παραστάσεων, κινηματογραφικών ταινιών και συγγραφικών έργων.[16]