Μετάπτωση (γλωσσολογία)
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η μετάπτωση (αγγλ. vowel gradation / alternation, γαλλ. alternance vocalique, apophonie, γερμ. Ablaut) αποτελεί μορφοφωνολογικό φαινόμενο της γλώσσας, το οποίο συνίσταται σε μεταβολή τού θεματικού φωνήεντος (π.χ. το θεματικό φωνήεν ε μεταβάλλεται σε ο ή μηδενίζεται στα αρχ. φέρ-ω, φορ-ά, δί-φρ-ος — πείθ-ω, πίσ-τις, πέ-ποιθ-α). Η ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία έχει παρουσιάσει πλήθος στοιχείων που αποδεικνύουν: α) ότι οι μεταπτώσεις έχουν συστηματικό χαρακτήρα που εμφανίζει αξιοσημείωτη κανονικότητα, β) ότι πρόκειται για σύστημα μεταβολών που παρουσιάζεται ήδη στην Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (ΠΙΕ), καθώς και σε αρκετές ινδοευρωπαϊκές γλώσσες[1] (πβ. επίσης αγγλ. fall - fell, find - found).
Τον όρο μετάπτωση εισήγαγε στην Ελληνική ο Γεώργιος Χατζιδάκις, εισηγητής τής επιστημονικής γλωσσολογίας στην Ελλάδα, προκειμένου να αποδώσει τον αντίστοιχο γερμανικό Ablaut, τον οποίο είχε πρωτοχρησιμοποιήσει ο Γερμανός γλωσσολόγος Jacob Grimm και καθιέρωσαν κατόπιν οι Νεογραμματικοί γλωσσολόγοι Hirt και Brugmann. Η Γαλλική γλώσσα χρησιμοποιεί τον ελληνογενή όρο αποφωνία (apophonie), που αποτελεί ακριβέστερη απόδοση του γερμανικού.