Μιθραϊσμός
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο όρος Μιθραϊσμός αναφέρεται στην εξελληνισμένη ζωροαστρική εκδοχή των μεσογειακών μυστηρίων που εμφανίστηκε, και άρχισε γρήγορα να εξαπλώνεται σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μέσω των ζωροαστρικών επιρροών στην ανατολική Μεσόγειο κατά τον 1ο αιώνα π.Χ.,[1] η οποία ενσωμάτωνε παμπάλαιες ιρανικές παραδόσεις. Η νέα λατρεία στον ρόλο της λυτρωτικής θεότητας τοποθετούσε τον Μίθρα και αντλούσε την καταγωγή της από τη θρυλική σοφία του Ζωροάστρη. Στην πραγματικότητα όμως ο Μίθρας αυτός δεν προερχόταν άμεσα από την ομώνυμη περσική θεότητα αλλά από το συγκρητικό Μίθρα του μεικτού ελληνοϊρανικού πάνθεου της Κομμαγηνής και του Πόντου, όπου ανατολίτικα και ελληνικά στοιχεία συνυπήρχαν αρμονικά κατά τον δεύτερο και πρώτο αιώνα π.Χ, ο οποίος ταυτιζόταν παράλληλα και με την αρχαϊκή ελληνική ηλιακή θεότητα του Ήλιου.[2][εκκρεμεί παραπομπή]
Ο εκρωμαϊσμός του περσικού Μίθρα[3] προκάλεσε τροποποιήσεις στη μυθολογία του με αποτέλεσμα οι μυστηριακοί μιθραϊκοί μύθοι να διαφέρουν έως ένα σημείο από τους πρωτότυπους ζωροαστρικούς. Ο μιθραϊσμός εξαπλώθηκε αρχικά στους πειρατές της Κιλικίας και ακολούθως μεταξύ των ρωμαϊκών λεγεώνων του Πομπήιου οι οποίες, έως τα τέλη του πρώτου αιώνα π.Χ., τον είχαν διαδώσει σε όλες τις συνοριακές επαρχίες της αυτοκρατορίας (ιδιαιτέρως στις παραδουνάβιες). Στην εποχή του Κόμμοδου πλέον ήταν η πιο διαδεδομένη λατρεία στους κόλπους του ρωμαϊκού στρατού ενώ είχε ευρεία απήχηση και στις τάξεις των αρρένων δούλων. Η ρωμαϊκή μιθραϊκή θρησκεία είχε μιλιταριστικό και ανδροκρατούμενο χαρακτήρα ενώ μεγάλη μυστικότητα περιέβαλλε ακόμα και τα εξωτερικά της μυστήρια. Σε αντίθεση με άλλες λατρείες της εποχής, αλλά κατ’ αντιστοιχία με παλαιότερα μυστήρια όπως τα Ελευσίνια, δε βασιζόταν σε ιερές γραφές αλλά σε προφορικές παραδόσεις και τελετουργίες. Οι τελευταίες λάμβαναν χώρα σε κατάλληλα προσαρμοσμένα σκοτεινά σπήλαια, τα οποία συμβόλιζαν το υλικό σύμπαν, ή υπόγεια κτίσματα που μιμούνταν φυσικά σπήλαια («μιθραία»).[4]
Ο μιθραϊσμός[5] έδινε έμφαση στην αστρολογία και στη διαδοχή των αστρολογικών εποχών ενώ τα φανερά του μυστήρια θεωρούσαν τον Μίθρα υπεύθυνο για τις ουράνιες κινήσεις και την αντικατάσταση της αστρολογικής Εποχής του Ταύρου από την αστρολογική Εποχή του Κριού, μία μετάβαση η οποία είχε λάβει χώρα περίπου δύο χιλιετίες πριν τους ρωμαϊκούς χρόνους, με αποτέλεσμα διαδεδομένες στους τόπους λατρείας συμβολικές ζωγραφικές αναπαραστάσεις του Μίθρα να θανατώνει έναν ταύρο, παραστάσεις που υπαινίσσονταν τον εσωτερικό μυστικιστικό θάνατο και αναγέννηση του μυημένου στα μυστήρια. Έτσι ο μιθραϊσμός πρωτοτυπούσε αντικαθιστώντας ουσιαστικά τη θνήσκουσα και αναστημένη μυστηριακή θεότητα με ένα ζωικό σύμβολο, τον ταύρο, ο οποίος θυσιαζόταν μυθολογικά από τη λυτρωτική ηλιακή θεότητα, τον Μίθρα, για να προκύψει από το αίμα του η «ανάσταση / αναγέννηση» (της φύσης αλλά και του μυούμενου, σύμφωνα με την πολυεπίπεδη ερμηνεία των εξωτερικών μεσογειακών μυστηρίων).[6] Αυτή η πρωτοτυπία οφειλόταν στις προϋπάρχουσες περσικές και ζωροαστρικές παραδόσεις οι οποίες επιχειρήθηκε να προσαρμοστούν όσο το δυνατόν πιο αναίμακτα στις τυπικές μυστηριακές αλληγορίες. Όπως στις περισσότερες μυστηριακές λατρείες, έτσι και στα μιθραία λάμβανε χώρα μία εκδοχή της τελετουργίας της θείας κοινωνίας όπου οι οπαδοί έτρωγαν και έπιναν πρόσφορα τα οποία συμβόλιζαν τη ζωοποιό και φωτεινή ουσία του ιερού θυσιαζόμενου ταύρου.[7]
Ο μιθραϊσμός είχε υιοθετήσει και εξελίξει στοιχεία από τον ζωροαστρισμό ακόμα και αν δεν ήταν πάντα συμβατά με τα εξελληνισμένα μεσογειακά μυστήρια της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής εποχής. Τόνιζε τη δυϊστική μεταφυσική διαμάχη Καλού και Κακού η οποία εκφραζόταν ως διαπάλη πνεύματος και ύλης, ενώ ενέτεινε τη χρήση υπόγειων σπηλαιωδών σχηματισμών ως κεντρικών λατρευτικών χώρων. Η αρχαία παράδοση της περσικής θρησκείας διατηρούνταν ακόμα μέσω της εξευμενιστικής λατρείας του Αριμάν, του πανίσχυρου και επίφοβου ζωροαστρικού θεού του Κακού. Επίσης ορισμένες τελετουργίες διέθεταν έναν «άκομψο» αιματηρό χαρακτήρα ή ενσωμάτωναν ήπια ψυχολογικά βασανιστήρια για τους μυούμενους, όλα στοιχεία αρχαϊκής ιρανικής καταγωγής, ενώ η έμφαση που έδιναν οι μυθικοί συμβολισμοί στην αστρολογική σημειολογία προερχόταν άμεσα από την ύστερη περσική αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών. Η περσική ηλιακή θεότητα, η οποία στο ζωροαστρισμό συνεπικουρούσε τον Μίθρα, έως τον τρίτο αιώνα μ.Χ. σταδιακά είχε ταυτιστεί με τον μυστηριακό Μίθρα και με άλλες μεσογειακές ηλιακές θεότητες σε ένα κλίμα τυπικού συγκρητισμού.[8]