Ουρολοίμωξη
From Wikipedia, the free encyclopedia
Μια λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος (ουρολοίμωξη) αποτελεί βακτηριακή λοίμωξη, η οποία επηρεάζει μέρος του ουροποιητικού συστήματος.[2] Όταν επηρεάζει το κατώτερο ουροποιητικό είναι ευρύτερα γνωστή ως απλή κυστίτιδα (μόλυνση της ουροδόχου κύστης) και όταν επηρεάζει το ανώτερο ουροποιητικό είναι γνωστή ως πυελονεφρίτιδα (λοίμωξη των νεφρών).[3]
Ουρολοίμωξη | |
---|---|
Πολλαπλά λευκοκύτταρα ορατά στα ούρα ατόμου με ουρολοίμωξη μετά από μικροσκοπική εξέταση | |
Ειδικότητα | Ουρολογία |
Συμπτώματα | Αιματουρία[1], πυρετός[1], δυσουρία[1], κοιλιακό άλγος[1] και συχνοουρία[1] |
Ταξινόμηση | |
ICD-10 | N39.0 |
ICD-9 | 599.0 |
DiseasesDB | 13657 |
MedlinePlus | 000521 |
eMedicine | emerg/625 emerg/626 |
MeSH | D014552 |
Τα συμπτώματα μιας λοίμωξης στο κατώτερο ουροποιητικό περιλαμβάνουν επώδυνη ούρηση και είτε συχνοουρία ή αίσθημα ούρησης (ή και τα δύο)[2], ενώ αυτά της πυελονεφρίτιδας πέραν από τα συμπτώματα μιας λοίμωξης του κατώτερου ουροποιητικού περιλαμβάνουν πυρετό και πόνο στα πλευρά[3]. Στους ηλικιωμένους και τους πολύ νέους, τα συμπτώματα μπορεί να είναι αόριστα ή ασαφή.[2][4] Και για τους δύο τύπους λοίμωξης, κύρια γενεσιουργός αιτία είναι το βακτήριο Escherichia coli, ωστόσο άλλα βακτήρια, ιοί ή μύκητες μπορεί να προκαλέσουν επίσης ουρολοιμώξεις, αλλά σπανιότερα.[5]
Οι ουρολοιμώξεις προκύπτουν συχνότερα στις γυναίκες απ’ ό,τι στους άνδρες, με τις μισές γυναίκες να έχουν πάθει ή να πρόκειται να πάθουν τουλάχιστον μία ουρολοίμωξη κάποια στιγμή στη ζωή τους. Η επιστροφή της ουρολοίμωξης είναι συχνό φαινόμενο. Στους παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνονται η ανατομία του γυναικείου σώματος, η σεξουαλική επαφή και το οικογενειακό ιστορικό. Η πυελονεφρίτιδα, αν προκύψει, συνήθως έπεται μιας μόλυνσης της ουροδόχου κύστης, αλλά μπορεί να είναι και το αποτέλεσμα μόλυνσης στο αίμα. Η διάγνωση σε νεαρές υγιείς γυναίκες μπορεί να βασιστεί εξολοκλήρου στη συμπτωματολογία. Στις περιπτώσεις με ασαφή συμπτώματα, η διάγνωση μπορεί να είναι δύσκολη καθώς η παρουσία βακτηρίων δεν μαρτυρεί απαραίτητα την ύπαρξη λοίμωξης. Σε περίπλοκες περιπτώσεις ή αν η θεραπευτική αγωγή αποτύχει, ίσως να είναι χρήσιμη μια καλλιέργεια ούρων. Στις περιπτώσεις συχνών λοιμώξεων, ενδείκνυται η χορήγηση χαμηλής δόσης αντιβιοτικών ως προληπτικό μέτρο.
Σε μη περίπλοκες περιπτώσεις, οι λοιμώξεις του ουροποιητικού μπορούν εύκολα να θεραπευτούν με σύντομη αντιβιοτική αγωγή, παρόλο που η ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία αυτής της πάθησης συνεχώς αυξάνεται. Σε σύνθετες περιπτώσεις, απαιτείται μεγαλύτερης διάρκειας αγωγή ή χορήγηση αντιβιοτικών ενδοφλέβια, ενώ σε περίπτωση που τα συμπτώματα δεν αρχίσουν να υποχωρούν σε δύο με τρεις μέρες, χρειάζεται περαιτέρω διαγνωστικός έλεγχος. Στις γυναίκες, οι ουρολοιμώξεις αποτελούν την πιο συχνή μορφή βακτηριακής λοίμωξης με ποσοστό 10% να αναπτύσσουν ουρολοίμωξη κάθε χρόνο.[6][7]