Παραισθησιογόνο
From Wikipedia, the free encyclopedia
Τα παραισθησιογόνα (βλ. επίσης ενθεογόνο) είναι μια γενική κατηγορία φαρμακολογικών παραγόντων που μπορεί να διακριθεί σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: ψυχοδηλωτικά, αποσυνδετικά και δηλητήρια. Κοινό γνώρισμα των τριών αυτών τάξεων ψυχοδραστικών ουσιών είναι ότι μπορούν να προκαλέσουν αντικειμενικές νοητικές, συναισθηματικές και συνειδησιακές αλλαγές.[1]
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Σε αντίθεση με άλλες ψυχοδραστικές ουσίες όπως τα στεροειδή και τα οπιοειδή, αυτά δεν διευρύνουν απλά τις οικείες γνωστικές ικανότητες, αλλά μάλλον παράγουν εμπειρίες ποιοτικά διάφορες αυτών της κανονικής συνείδησης. Αυτές οι εμπειρίες συχνά παραλληλίζονται με ασυνήθεις μορφές συνειδητότητας, όπως η ύπνωση, ο διαλογισμός και το ονείρεμα.
Τα κριτήρια του Χόλιστερ, βάσει των οποίων μπορεί μια ουσία να θεωρηθεί παραισθησιογόνος είναι: -σε σύγκριση με την όποια άλλη επίδραση, κυριαρχούν οι αλλαγές στη σκέψη, την αντίληψη και τη διάθεση, μηδαμινή διανοητική και μνημονική εξασθένηση, αποχαύνωση, νάρκωση ή υπερδιέγερση, μόνο μερική, μηδαμινές παρενέργειες στο αυτόνομο νευρικό σύστημα, απουσία εθιστικής λαχτάρας.
Σημειωτέον ότι δεν προκαλούν όλα τα ναρκωτικά την ίδια επίδραση και ακόμη και το ίδιο ναρκωτικό μπορεί να επενεργήσει διαφορετικά στο ίδιο άτομο ανάλογα την περίσταση.