Περσική γλώσσα
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Περσική γλώσσα, γνωστή και ως Φαρσί, είναι ινδοευρωπαϊκή γλώσσα που ομιλείται στο Ιράν, το Αφγανιστάν, το Τατζικιστάν, την Αρμενία, την Τουρκία, το Ιράκ, το Πακιστάν, τη Συρία, το Ουζμπεκιστάν, την Κιργιζία, σε όμορες χώρες και αλλού. Αποτελεί γόνο της Αρχαία Περσικής γλώσσας και είναι τμήμα του ιρανικού κλάδου της ινδοϊρανικής γλωσσικής οικογένειας. Η γλώσσα καλείται Φαρσί στο Ιράν, το είδος που ομιλείται στο Αφγανιστάν καλείται Νταρί, ενώ στο Τατζικιστάν, το Ουζμπεκιστάν και την κεντρική Ασία το είδος της περσικής γλώσσας που ομιλείται καλείται Τατζίκ.
Περσικά | |
---|---|
فارسی | |
Ταξινόμηση | Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες
|
Σύστημα γραφής | περσικό αλφάβητο και Αραβική γραφή |
Κατάσταση | |
Επίσημη γλώσσα | Ιράν Αφγανιστάν Τατζικιστάν |
Ρυθμιστής | Ακαδημία της Περσικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας, Ακαδημία Επιστημών του Αφγανιστάν |
ISO 639-1 | fa |
ISO 639-2 | per και fas |
ISO 639-3 | fas |
Πριν τον βρετανικό αποικισμό, η Περσική χρησιμοποιούνταν ευρέως ως δεύτερη γλώσσα στην Ινδική υποήπειρο. Κυριάρχησε ως γλώσσα πολιτισμού και εκπαίδευσης σε αρκετές ισλαμικές αυλές στην υποήπειρο κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα και έγινε η επίσημη γλώσσα υπό τη διακυβέρνηση των Μουγκάλ αυτοκρατόρων. Το 1832 η βρετανική αποικιοκρατική δύναμη άρχισε να χρησιμοποιεί την Αγγλική αντί της παραδοσιακής Περσικής.[1] Μαρτυρία για την εκτεταμένη χρήση της στη περιοχή αποτελεί η επίδρασή της στα Χίντι, τα Μπενγκάλι και τα Ουρντού, όπως και το γεγονός ότι παραμένει δημοφιλής στην περιοχή η περσική λογοτεχνία. Η Περσική και οι διάλεκτοί της αποτελούν επίσημες γλώσσες στο Ιράν, το Αφγανιστάν και το Τατζικιστάν. Σύμφωνα με το Βιβλίο της CIA, υπάρχουν 71 εκατομμύρια γηγενείς ομιλητές της Περσικής στο Ιράν,[2] το Αφγανιστάν,[3] το Τατζικιστάν[4] και το Ουζμπεκιστάν[5] και ο ίδιος αριθμός ανθρώπων που μπορούν να μιλήσουν την Περσική σε όλον τον κόσμο. Ανήκει στις Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες τύπου με σειρά των όρων της πρότασης υποκείμενο–αντικείμενο–ρήμα. Έγινε αίτηση στην UNESCO να επιλέξει την Περσική ως μία από τις γλώσσες της το 2006.[6]