Συνεκδοχή
From Wikipedia, the free encyclopedia
Συνεκδοχή είναι το εκφραστικό-λογοτεχνικό σχήμα κατά το οποίο ένας όρος αντικαθίσταται από έναν άλλο, με τον οποίο βρίσκεται σε σχέση γενικού προς ειδικό ή αντίστροφα. Η πιο συνηθισμένη μορφή συνεκδοχής είναι η χρήση του μέρους αντί για το όλο (pars pro toto) ή του ενός αντί για τους πολλούς. Συνεκδοχή όμως είναι και το αντίστροφο.[1]
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |